Πόσο πραγματικά ισχυρή ειναι η Τουρκία;

Του ΠΑΝΤΕΛΗ Δ.ΚΑΡΥΚΑ

Η Τουρκία έχει προσπαθήσει και, εν μέρει, έχει καταφέρει να πείσει πολλούς, των εκάστοτε Ελλήνων κυβερνόντων, περιλαμβανομένων ότι είναι μια περιφερειακή υπερδύναμη. Επίσης το ισλαμιστικό καθεστώς Ερντογάν έχει καταφέρει να πείσει τους πρόθυμους, ούτως ή άλλως, Τούρκους, περί της «ισχύος και της μεγαλοσύνης  του μεγάλου και μοναδικού τουρκικού έθνους».
Έχει όμως, τελικά, βάση, η θεώρηση αυτή ; Η απάντηση είναι απλή και μονολεκτική. Όχι. Η Τουρκία εμφανίζεται ισχυρή αλλά δεν είναι. Για αυτό άλλωστε καταφεύγει, συχνά πυκνά, σε τακτικές εκφοβισμού των γειτόνων της, εκμεταλλευόμενη ακριβώς τα φοβικά σύνδρομα που έχει καταφέρει να τους περάσει.

Η ισχύς μιας χώρας δεν πηγάζει, αποκλειστικά, από την ισχύ των ενόπλων της δυνάμεων, η οποία, βέβαια είναι τεράστιος παράγοντας αποτροπής, αλλά από μόνη της δεν λέει κάτι στο σύγχρονο διεθνές σύστημα. Και η Ελλάδα έχει υπερπολλαπλάσια στρατιωτική ισχύ έναντι της ΠΓΔΜ αλλά δεν είναι σε θέση να επιβάλει τα δίκαιά της στηριγμένη σε αυτήν.

Η Τουρκία, αυτήν την στιγμή, βρίσκεται ίσως στην δυσκολότερη στιγμή της, όντας πλήρως απομονωμένη διπλωματικά. Το όραμα του κωμικού διδύμου Ερντογάν-Νταβούτογλου, είχε ως στόχο την αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όχι μέσω κατακτήσεων – απαραίτητα – αλλά μέσω της εξάπλωσης της τουρκικής επιρροής στις πάλαι ποτέ περιοχές που βρίσκονταν υπό οθωμανική διοίκηση/κατοχή.

Ποντάροντας στο όραμα αυτό η Τουρκία άρχισε να ακολουθεί, από το 2010 περίπου, όταν ένιωσε αρκετά ισχυρή η ίδια, μια πολιτική που δεν θα μπορούσε παρά να την οδηγήσει σε τέλμα, ακριβώς διότι δεν είχε την ισχύ που η ηγεσία της φανταζόταν πως είχε. Σε πρώτη φάση η Τουρκία, εμφανιζόμενη ως φύλακας-άγγελος των απανταχού σουνιτών, ήρθε σε ρήξη με το Ισραήλ. Η ενέργειά της ήταν σαφώς σκόπιμη και προσχεδιασμένη. Ο στολίσκος για τη Γάζα δεν απέπλευσε με αγαθές προθέσεις το 2010.

Ήταν μια κίνηση με σκοπό να προκαλέσει ανοικτά το Ισραήλ, για να κερδίσει την συμπάθεια των Αράβων. Αυτό που δεν υπολόγισαν οι Τούρκοι ήταν ότι το Ισραήλ θα τολμούσε να αντιδράσει τόσο δυναμικά, όσο τελικά αντέδρασε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 10 Τούρκοι. Οι Τούρκοι υπολόγιζαν πως θα μπορούσαν να μπλοφάρουν έναντι του Ισραήλ όπως έπραξαν κατά της Ελλάδας το 1996 στα Ίμια. Απέτυχαν και το πλήρωσαν.

Ο Ερντογάν δεν είχε άλλη επιλογή, μετά το χαστούκι στο γόητρό του που δέχτηκε, παρά να σηκώσει τους τόνους κατά του Ισραήλ, διαταράσσοντας δραματικά τις διμερείς σχέσεις. Δέσμιος των επιλογών του, ο Ερντογάν συνεχίζει την ίδια τακτική έως σήμερα, χρησιμοποιώντας την Χαμάς ως μέσο άσκησης πίεσης στο Ισραήλ, όπως έπραξε το περασμένο καλοκαίρι.

Το 2011 ο Ερντογάν, αποφάσισε πως είχε έρθει η στιγμή να δοκιμάσει την τύχη του στη Μέση Ανατολή. Προφανής στόχος ήταν η Συρία, η οποία  δεν επελέγη τυχαία. Η ανατροπή του εκεί status Quo εξυπηρετούσε ποικιλοτρόπως τους Τούρκους. Στόχος ήταν η πτώση του καθεστώτος  Άσαντ και η αντικατάστασή του από ένα σουνιτικό, φιλοτουρκικό καθεστώς. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία θα μπορούσε να ασκήσει άμεση πίεση στο Ισραήλ, το οποίο ακολουθώντας το παλαιό αγγλοσαξωνικό ρητό «better the devil you know» είχε βρει ισορροπίες με το συριακό καθεστώς και μάλλον δεν επιθυμούσε ανατροπές. Ανατρέποντας την υφιστάμενη κατάσταση στην Συρία, η Τουρκία κέρδιζε χώρο επιρροής, πίεζε το Ισραήλ, το οποίο επιθυμούσε να υποκαταστήσει ως, μουσουλμανική, περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή και αδρανοποιούσε τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι ήταν και είναι φίλα προσκείμενοι στο ΡΚΚ.

Έτσι η Τουρκία προκάλεσε το ξέσπασμα του πολέμου στην Συρία, που μαίνεται ακόμα, με θύματα πάνω από 200.000 ανθρώπους. Δεν ήταν βέβαια μόνη. Έμεινε όμως μόνη, καθώς οι άλλες σουνιτικές χώρες, πλην του Κατάρ, αντελήφθησαν ότι τελικά μεταξύ Άσαντ και τζιχαντιστών, ο πρώτος αποτελεί το μικρότερο κακό. Το σημαντικότερο όμως πλήγμα του συριακού πολέμου για την Τουρκία ήταν το χάσμα που δημιουργήθηκε με το Ιράν. Το Ιράν και η Τουρκία διατηρούσαν άριστες σχέσεις μέχρι την τουρκική εμπλοκή στην Συρία. Αυτό δεν ισχύει πια και για όσο διαρκεί ο πόλεμος η αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων είναι δύκολη, εκτός αν η Τουρκία αλλάξει άρδην την στάση της στο ζήτημα και πάψει να αντιμάχεται το καθεστώς Άσαντ. 

Ακολούθως η Τουρκία ενεπλάκη στη διαβόητη «Αραβική Άνοιξη», η οποία ελάχιστα αραβική ήταν και μάλλον καθόλου άνοιξη. Η Τουρκία ενεπλάκη στο διπλωματικό αυτό παιχνίδι με σκοπό να προωθήσει την εγκατάσταση φίλα προσκείμενων σε αυτή σουνιτικών, ισλαμιστικών καθεστώτων. Το επιχείρησε στη Λιβύη, το επιχείρησε και στην Αίγυπτο. Απέτυχε και στις δύο περιπτώσεις. Και μάλιστα, στην περίπτωση της Αιγύπτου, ιδιαίτερα οικτρά, οδηγώντας την μεγάλη, μεσογειακή, μουσουλμανική χώρα στον άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, ως τέταρτο πόλο.

Χάρη επίσης στο καθεστώς Ερντογάν, η Τουρκία έχει καταφέρει να απομακρυνθεί πλήρως και απολύτως από την Ευρώπη. Η προοπτική ένταξή της στην ΕΕ είναι παραπάνω από απίθανη. Ο Ερντογάν το γνωρίζει και για αυτό επιχείρησε να προσεγγίσει τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάη, στον οποίο είναι ενταγμένες η Ρωσία και η Κίνα. Και εκεί όμως δεν υπάρχει προοπτική για την Τουρκία. Ρωσία και Τουρκία, παρά την οικονομική διασύνδεση που έχουν, δεν πρόκειται να βρεθούν ποτέ, μα ποτέ στο ίδιο στρατόπεδο. Ήταν και είναι γεωπολιτικοί αντίπαλοι, με εντελώς αντικρουόμενα συμφέροντα, στην Συρία, την Αρμενία, την Κριμαία, την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο. Η Ρωσία δεν μπορεί να έχει τις καλύτερες διαθέσεις έναντι των ισλαμιστών, προστάτης των οποίων έχει αναδειχθεί η Τουρκία, καθώς και η ίδια έχει εντός συνόρων της 20 εκ. μουσουλμάνους και αντιμετωπίζει προβλήματα με τους Τσετσένους.

Για την Κίνα η Τουρκία δεν είναι παρά μια μεγάλη αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Η άσχημη, όπως όλα δείχνουν, κατάληξη της συμφωνίας για την αγορά κινεζικών αντιαεροπορικών-αντιβαλλιστικών συστημάτων δεν ενθουσιάζει, σε καμία περίπτωση, το Πεκίνο. Ακόμα χειρότερα, η τουρκική υποστήριξη προς τους ομοαίματους Οιγουρούς του κινεζικού Τουρκεστάν (επαρχία Σινγιάνγκ της βορειοδυτικής Κίνας), έχει καταστήσει την Κίνα ιδιαίτερα επιφυλακτική έναντι της Τουρκίας.

Στο εσωτερικό της μέτωπο η Τουρκία αντιμετωπίζει δύο σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είναι, βέβαια, το κουρδικό, όχι λόγω της ένοπλης δράσης του ΡΚΚ, πια, αλλά λόγω των παραχωρήσεων που θα είναι υποχρεωμένη να κάνει στους Κούρδους, στο εσωτερικό, ώστε να μην αρχίσουν πάλι οι εχθροπραξίες. Αλλά οι παραχωρήσεις προς τους Κούρδους, οι οποίοι μιλούν για αυτονομία, δεν αρέσουν και πολύ ούτε στην τουρκική κοινή γνώμη, ούτε στους αξιωματικούς, οι οποίοι, παρά τα πλήγματα που έχουν δεχτεί από τον Ερντογάν, παραμένουν τεράστιος παράγοντας ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ο γνωστός Τούρκος αναλυτής Μπουράκ Μπεντίλ, όχι τυχαία, προειδοποίησε τον Τούρκο πρόεδρο να σταματήσει να επιδιώκει την αναβίωση της οθωμανικής γλώσσας και…καλού κακού, να μάθει κουρδικά!

Από την άλλη ένα εσωτερικό πρόβλημα που υπάρχει και απλώς κρύβεται, επιμελώς, κάτω από το χαλί, είναι το οικονομικό. Αν και, θεωρητικά, η Τουρκία ανήκει στις 20 πιο ισχυρές οικονομικά χώρες του κόσμου, στην πραγματικότητα τα θεμέλια της οικονομίας της είναι σαθρά. Αυτό φάνηκε στην πίεση που ασκήθηκε και, εν μέρει, ασκείται ακόμα στην τουρκική λίρα. Όπως ανέφερε ο τουρκικός τύπος, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί κατά 15%, έναντι του δολαρίου. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ο Ερντογάν, αύξησε το βασικό επιτόκιο της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας, με αποτέλεσμα όμως, το 2014, να χαθούν τεράστια ξένα κεφάλαια. Το 2015 όλοι οι υπολογισμοί είναι ιδιαίτερα δυσοίωνοι και πιθανώς η τουρκική λίρα να ακολουθήσει την πορεία του ρουβλιού.

Για το 2015 δεν προβλέπεται αύξηση εισροής ξένων κεφαλαίων στη χώρα, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενταθούν. Σε ένα περιβάλλον έντονης οικονομικής πίεσης, η Τουρκία δεν θα μπορέσει να περάσει αλώβητη από τις Συμπληγάδες. Ο ρυθμός ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας που η κυβέρνηση είχε υπολογίσει στο 4%, βρίσκεται στο 2,8% και οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Οι τιμές βασικών ειδών διατροφής αυξάνονται ραγδαία, όπως και η ανεργία. Εξάλλου η Τουρκία χρωστά 402 δισ. δολάρια. Από αυτά όμως, τα 2/3 αφορούν δάνεια ιδιωτών, κυρίως επιχειρηματιών. Η δε υποτίμηση της λίρας έναντι του δολαρίου τους σφίγγει, κυριολεκτικά, τη θηλιά γύρω από τον λαιμό.

Απομένουν οι ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί δεν είναι, σε καμία περίπτωση, ενθουσιασμένοι με τον Ερντογάν, αν και αυτοί τον άνδρωσαν, πολιτικά. Απλώς, κάποια στιγμή το υποτιθέμενο πιόνι ξέφυγε από τον έλεγχο. Ωστόσο δεν είναι σε θέση να τον εξουδετερώσουν, αυτή την στιγμή, λόγω τζιχαντιστών, αλλά και διατάραξης των σχέσεων με τη Ρωσία. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά τις διασυνδέσεις της Τουρκίας με την ισλαμική τρομοκρατία και δεν ξεχνούν τα όσα προβλήματα τους έχει δημιουργήσει. Ειδικά οι Ρεπουμπλικάνοι περιμένουν την Τουρκία στη γωνία. Και από την 1η Ιανουαρίου θα έχουν την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ.

Η Τουρκία λοιπόν δεν είναι και τόσο ισχυρή όσο φαντάζει. Βρίσκεται και η ίδια σε εξαιρετικά δυσχερή, διπλωματικά και οικονομικά θέση και αυτό θα αποδειχθεί σύντομα.