Γράφει ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ*
Η εμβληματική προσωπικότητα Ερντογάν έχει, αναμφίβολα, καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην Τουρκία την τελεταία και πλέον δεκαετία. Η οικονομική ανάπτυξη, οι ξένες επενδύσεις (και ως ένδειξη εμπιστοσύνης στη χώρα), η δεσπόζουσα θέση στην ευρύτερη περιφέρεια σε συνάρτηση με μία άκρως φιλόδοξη ατζέντα καθώς και η ανάδειξη χαρακτηριστικών ενός πρότυπου μετριοπαθούς Ισλάμ στον απόηχο των αραβικών εξεγέρσεων, δημιούργησαν μία αίσθηση υπεροχής. Με Ελλάδα και Κύπρο σε υποχώρηση, το Ισραήλ, υπό την πίεση των ΗΠΑ, να απολογείται, τους Κούρδους πρόθυμους να συμβιβαστούν κατόπιν σχετικής προτροπής του Οτσαλάν, και την Άγκυρα να εξελίσσεται σε βασικό συνομιλητή της Ουάσιγκτον στο καυτό μέτωπο της Συρίας, τα μυαλά πολλών φούσκωσαν.
Από την άλλη, το κλίμα ευφορίας που αποτυπωνόταν κυρίως, στο εξωτερικό, οδήγησε αρκετούς να κάνουν τα στραβά μάτια στη σημαντική υποχώρηση που είχε η, έτσι και αλλιώς, ελλειμματική Τουρκική Δημοκρατία. Το ανελέητο κυνηγητό των κοσμικών στρατιωτικών θεωρήθηκε αρχικά ότι εντάσσονται στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού, αλλά κατέληξε σε εσωτερικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών από ένα ηγέτη που απολάμβανε πρωτόγνωρης απήχησης στους κόλπους της κοινωνίας. Το δικαστικό σύστημα υποτάχθηκε στο νέο ισλαμικό κατεστημένο, όπως και η αστυνομία και οι μυστικές υπηρεσίες, ενώ η ελευθερία της έκφρασης περιορίστηκε έτι περαιτέρω, ποινικοποιώντας ουσιαστικά την αντίθετη άποψη. Αλλά, φαίνεται ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός υπολόγιζε χωρίς τον…Γκιουλέν, ο οποίος με τη σειρά του επιβεβαιώνεται πως ασκεί επί μέρους έλεγχο σε δικαστές και αστυνομικούς.
Η οίηση και η αμετροέπεια είναι συνήθως απότοκα της αίσθησης εδραίωσης του ηγέτη. Στην περίπτωση του Ερντογάν, αποδεικνύεται πως όταν κάποιος δεν έχει ανάλογες παραστάσεις αλλά και τη συγκρότηση για να διαχειριστεί την υπεροχή που απορρέει από τη διευρυμένη στήριξη μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, τότε βρίσκεται αντιμέτωπος με τα επίχειρα της αλαζονείας του. Άλλωστε, οι περισσότεροι υπουργοί–μεταξύ των οποίων και οι εμπλεκόμενοι στην εν εξελίξει κρίση- βρίσκονται στο στενό κύκλο του πρωθυπουργού από την εποχή της δημαρχίας του στην Κωνσταντινούπολη, και κατά γενική ομολογία, το επίπεδο τους είναι αισθητά χαμηλότερο της θεσμικής θέσης που καταλαμβάνουν. Αυτό έχει δημιουργήσει μία σχεδόν μονοπρόσωπη κυβέρνηση, χωρίς αμφισβητήσεις, διαβούλευση και την αναγκαία ζύμωση. Δυσκολεύομαι, ως εκ τούτου, να πιστέψω πως οτιδήποτε μεμπτό συνέβαινε, γινόταν κάτω από τη μύτη του Ερντογάν, ενώ παράλληλα πολλά στελέχη της κυβέρνησης του δείχνουν ακόμη και τώρα να πάσχουν από το σύνδρομο της έπαρσης της ατιμωρησίας και της μονιμότητας. Έχοντας πάρει διαζύγιο με τη μετριοπάθεια, ο Τούρκος πρωθυπουργός προκαλεί εντός και εκτός της χώρας (βλ. πρόσφατες δηλώσεις για Θράκη, στάση έναντι Αιγύπτου και Ισραήλ, αντιμετώπιση αντιφρονούντων), περιφρονεί εισηγήσεις για υιοθέτηση μετριοπαθέστερων αντιλήψεων και μοιάζει συχνά αποσταθεροποιημένος.
Η δε σχέση του με το Ιράν, που συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο του στην εξουσία (μέσω της πολιτικής των super-market, όπου το AKP πολλαπλασίαζε τη δύναμή του παρέχοντας προϊόντα στη μισή τιμή, στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης) τώρα γυρίζει μπούμερανγκ. Γιατί, όταν προσπαθείς να παρακάμψεις ένα εμπάργκο, συνήθως εμπλέκεσαι σε συναλλαγές που κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Όταν, μάλιστα, στενοί σου συνεργάτες το βλέπουν ως μοναδική ευκαιρία πλουτισμού (πολύ αμφιβάλλω αν μέρος του ποσού δεν κατευθυνόταν στα ταμεία του κόμματος), τότε έχεις πρόβλημα. Το οποίο μεγιστοποείται από το γεγονός ότι χάριν της αυταρχικής συμπεριφοράς του ηγέτη, το καθεστώς έχει απωλέσει πολλά από τα παραδοσιακά στηρίγματα του.
Αν ο Ερντογάν έχει «μετρήσει» τις συνέπειες της σύγκρουσης του με τον Γκιουλέν και της επιμονής του να στηρίζει διαφθαρμένους υπουργούς μένει να διαπιστωθεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν θα βγει αλώβητος από την παρούσα κρίση. Ακόμη και αν ο ίδιος δεν κηλιδωθεί, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά για τη θέση του έναντι της διαπλοκής, την οποία υποτίθεται ότι πασχίζει να πατάξει. Συνεπώς, κινδυνεύει σοβαρά να απεμπολήσει το ηθικό του πλεονέκτημα έναντι των «διεφθαρμένων» κοσμικών. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν αποκλείεται να ενταθούν οι διεργασίες στο εσωτερικό του AKP για την αναζήτηση της προσωπικότητας γύρω από την οποία θα μπορέσει να στοιχηθεί η πλειοψηφία που θα τους διατηρήσει στην εξουσία. Παρότι δεν πρέπει να υποτιμούμε τον Ερντογάν, θα είναι δύσκολο, αν επιβεβαιωθούν οι καταγγελίες, να «σταθεί» για πολύ ως πρωθυπουργός, πολλώ δε μάλλον να μεταπηδήσει στη θέση του προέδρου.
Επειδή, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της τουρκικής κοινωνίας διαφέρουν από της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, το ενδεχόμενο να δούμε ένα ενδυναμωμένο Τούρκο πρωθυπουργό στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου (που μπορεί να πάρουν το χαρακτήρα Δημοψηφίσματος) συγκεντρώνει, επίσης, σοβαρές πιθανότητες. Η συνωμοσιολογία, ο εντεινόμενος αντιαμερικανισμός και αντισιωνισμός, ο πολιτικός πολιτισμός του «θα κόψω τα χέρια», η οριοθέτηση «των εχθρών του έθνους» δεν είναι ενθαρρυντικά στοιχεία για το μέλλον της γείτονος, ούτε βέβαια συνιστούν σύγχρονο πολιτικό λόγο, εντούτοις, μπορεί για ένα διάστημα να διατηρήσουν την υφιστάμενη κατάσταση.
Ανεξάρτητα από την κατάληξη που θα έχει το φερόμενο ως σκάνδαλο και η ενδοAKPική σύγκρουση Ερντογάν-Γκιουλέν, είναι πλέον σαφές ότι ο πρώτος μπαίνει στο μικροσκόπιο, γεγονός που εύλογα θα του περιορίσει τη δυνατότητα να δρα εν λευκώ, τουλάχιστον στο εσωτερικό. Έχοντας μετεξελίξει την Τουρκία σε απρόβλεπτο παράγοντα δυνητικής αποσταθεροποίησης, ο Ερντογάν πιθανόν να αντιμετωπίσει σύντομα τα επίχειρα των επιλογών του και στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο αν αμφισβητηθούν οι προθέσεις του, χάριν των οποίων συγκεκριμένοι κύκλοι ισχυρών κρατών αγνοούσαν εξόφθαλμα λανθασμένες επιλογές. Ενώ είναι αξιοσημείωτο πως εσχάτως ο Τούρκος ΥΠΕΞ κρατάει αποστάσεις από την επιθετική ρητορική του πρωθυπουργού, αντιλαμβανόμενος ότι αυτή όχι μόνο έχει περιορίσει τη δυναμική των προηγουμένων ετών, αλλά εξελίσσεται σε ιδιαίτερα βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα. Η Άγκυρα αντί της ηγεμονίας στον νεοοθωμανικό χώρο μέσω της πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και του ρόλου του γεφυροποιού, έχει καταστεί μέρος του προβλήματος και κομμάτι των περιφερειακών αντιθέσεων.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του πρωθυπουργού είναι ότι λόγω της αμετροέπειας σε σειρά πολιτικών, έχει αποκτήσει, εκτός από ένθερμους υποστηρικτές, και φανατικούς πολέμιους. Αν στις διαδηλώσεις του περασμένου καλοκαιριού το στοίχημα για αυτόν ήταν να αποδείξει ότι πήρε το μήνυμα που εξέπεμψε το δυναμικότερο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, τώρα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι παντοδύναμος ή ισόβιος. Το δυσκολότερο, πάντως, είναι να κάνει εκπτώσεις στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, τα οποία έχει συνδέσει, αν όχι ταυτίσει, με το δήθεν οθωμανικό μεγαλείο της Τουρκίας. Θα το αντιληφθεί, άραγε, εγκαίρως ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη των περισσοτέρων πολιτικών, αφήνοντας στους άλλους να διαλέξουν τον τρόπο του πολιτικού του τέλους;
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διεθνολόγος και Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στο aixmi.gr