Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται σήμερα με την πλάτη στον τοίχο στη Συρία μετά τον θάνατο 33 τούρκων στρατιωτών στην επαρχία του Ιντλίμπ, όπου θα βρεθεί σε δυσκολία να ανατρέψει μία ισορροπία δυνάμεων ευνοϊκή για το καθεστώς της Δαμασκού και προστατευόμενο της Ρωσίας.
Αν και η Αγκυρα εξαπέλυσε αιματηρή αντεπίθεση κατά των δυνάμεων του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ, κινδυνεύει να ηττηθεί αν εμπλακεί σε μία μακροχρόνια κλιμάκωση, αφού δεν θα μπορεί να υπολογίζει σε αποφασιστική δυτική υποστήριξη.
Σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσει περισσότερη υποστήριξη εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στον ισχυρό σύμμαχο της Δαμασκού, ο Ερντογάν επιστράτευσε για μία ακόμη φορά το χαρτί των προσφύγων. Η Αγκυρα ανακοίνωσε ότι δεν θα σταματά πλέον τους μεταναστεύοντες που θέλουν να περάσουν από την Τουρκία στην Ευρώπη, επαναφέροντας το φάσμα της προσφυγικής κρίσης του 2015.
«Η Τουρκία δεν διαθέτει ούτε τα στρατιωτικά μέσα, ούτε τους ανθρώπινους πόρους για να συνεχίσει την κλιμάκωση στο Ιντλίμπ», εκτιμά η Τζάνα Τζαμπούρ, ειδική για την Τουρκία στην Sciences Po στο Παρίσι.
Εκτός της στρατιωτικής διάστασης, ο Ερντογάν θα πρέπει, σύμφωνα με την αναλύτρια, να λάβει υπ’όψιν του την κοινή γνώμη στην Τουρκία, «η οποία κινδυνεύει να στραφεί εναντίον του, εάν αυξηθεί ο αριθμός των σκοτωμένων τούρκων στρατιωτών στην Συρία».
«Η απειλή του ανοίγματος των συνόρων της Ευρώπης στους πρόσφυγες αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό μέσον για να ασκήσει πίεση επί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για την οποία ένα επιπλέον κύμα προσφύγων συνιστά εφιαλτικό σενάριο», λέει η Τζάνα Τζαμπούρ.
Η πρόσφατη πολεμική κλιμάκωση στο Ιντλίμπ, τελευταίο προπύργιο υπό τον έλεγχο των φιλότουρκων ανταρτών και των τζιχαντιστών στην Συρία, διέρρηξε την συμφωνία ανάμεσα στην Αγκυρα και την Μόσχα, που συνεργάζονταν στενά από το 2016 για τον τερματισμό των συγκρούσεων στην Συρία παρά τα διαφορετικά τους συμφέροντα.
Καμία «ευνοϊκή επιλογή»
Αφού ζήτησε, ματαίως, μέχρι στιγμής, την ανάπτυξη στο έδαφός της του αμερικανικού αντιαεροπορικού συστήματος Patriot, η Τουρκία κάλεσε σήμερα την διεθνή κοινότητα να δημιουργήσει μία ζώνη αεροπορικού αποκλεισμού στην βορειοδυτική Συρία για να εμποδισθούν τα αεροσκάφη του καθεστώτος της Δαμασκού και της Ρωσίας να πραγματοποιούν επιδρομές.
Οι εκπρόσωποι των χωρών μελών του ΝΑΤΟ συνήλθαν εκτάκτως σήμερα, κατόπιν αιτήματος της Τουρκίας, βάσει του άρθρου 4 της Συνθήκης, το οποίο μπορεί να επικαλεσθεί χώρα μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας που θεωρεί ότι «απειλείται η εδαφική του ακεραιότητα, η πολιτική του ανεξαρτησία και η ασφάλειά του».
Όμως, μετά το τέλος της συνεδρίασης, τα μέλη της Συμμαχίας δεν ανακοίνωσαν κανένα συγκεκριμένο μέτρο, αρκούμενα στην έκφραση της αλληλεγγύης τους προς την Τουρκία.
Σύμφωνα με τον Σινάν Ουλγκέν, διευθυντή του κέντρου Edam στην Κωνσταντινούπολη, η Τουρκία δεν έχει πολλές πιθανότητες να εξασφαλίσει την στρατιωτική στήριξη του ΝΑΤΟ, κυρίως αφού η Αγκυρα έθεσε εαυτήν με την πλάτη στον τοίχο με την προσέγγισή της με την Μόσχα και την αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400.
Ο αναλυτής θεωρεί ότι η Τουρκία δεν έχει στην διάθεσή της καμία «ευνοϊκή επιλογή» στην Συρία, τονίζοντας ότι τα πλήγματα του συριακού καθεστώτος χθες «εξέθεσαν τον ευάλωτο χαρακτήρα της τουρκικής θέσης, ελλείψει υπεροχής στον αέρα».
«Με άλλα λόγια, οι τουρκικές δυνάμεις είναι εκτεθειμένες σε αεροπορικά πλήγματα σαν αυτά που πραγματοποιήθηκαν χθες».
Στην συγκυρία αυτή, η Τουρκία θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Σινάν Ουλγκέν, να αναγκασθεί να δεχθεί μία διευθέτηση με την Ρωσία, μόνο και μόνο για να διατηρήσει τον έλεγχο μίας «μικρής ζώνης κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, στην οποία θα στοιβαχθούν οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και περί το ένα εκατομμύριο σύροι πρόσφυγες».
«Ο Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με εξαιρετικά δύσκολες επιλογές, που ενέχουν όλους τους μεγάλους κινδύνους», θεωρεί Γεζίντ Σαγίγκ, ερευνητής του Carnegie Middle East Center. «Δεν μπορεί να μην απαντήσει στις απευθείας επιθέσεις του καθεστώτος, αλλά οφείλει ταυτόχρονα να αποφύγει να προχωρήσει στην κλιμάκωση».
Αν και «θεαματική», η παρούσα κλιμάκωση «αποτελεί πιθανότατα μία τακτική διαπραγματεύσεων υψηλού ρίσκου, που θα καταλήξει σε μία νέα ρωσοτουρκική συνεννόηση για το θέμα του Ιντλίμπ», λέει ο αναλυτής.
«Εν συντομία, δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει ολοκληρωτικός πόλεμος, ούτε ότι θα υπάρξει εκ νέου προσέγγιση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ», καταλήγει.