Του Σωτήρη Σιδέρη
Στις 18 Σεπτεμβρίου η τουρκική κυβέρνηση κατέθεσε στην Ευρωπαική Επιτροπή ένω δωδεκασέλιδο έγγραφο με το οποίο ζητά την επίσπευση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και ουσιαστικά επικαλείται την γεωπολιτική της θέση και χρησιμότητα για την Δύση, προκειμένου να πείσει για την ανάγκη ένταξής της στην Ενωση.
Τις ίδιες ημέρες η δεξαμενή σκέψης Institut Européen des Relations Internationales (IERI) δημοσίευσε σημείωμα του αναλυτή Irnerio Seminatore, με θέμα «η ΕΕ, η Τουρκία και η Ευρασία: Γεωπολιτική ανάλυση δύο σεναρίων, ένταξη ή «προνομιακή σχέση»;
Ο αναλυτής τάσσεται αναφανδόν υπέρ της «προνομιακής σχέσης» Τουρκίας-ΕΕ αντί της πλήρους ένταξης, επισημαίνοντας ότι στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον η επιλογή αυτή εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα και των δύο ενδιαφερομένων μερών.
Η συζήτηση για το μέλλον των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας επανέρχεται με ένταση λόγω των μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών και ανατροπών που συντελούνται στην ευρωπαική περιφέρεια, από την Ουκρανία και τη Ρωσία, μέχρι την βόρεια Αφρική και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Διαθέτοντας μια πολύχρονη διπλωματική τεχνογνωσία, η Τουρκία προσπαθεί να πλασαριστεί ως η πλέον αναγκαία σύμμαχος της Δύσης επιδιώκοντας ως αντάλλαγμα την ένταξή της στην ΕΕ, ή αποκτώντας μια προνομιακή θέση στην γεωπολιτική σκακιέρα, που θα της αποφέρουν μεγάλα κέρδη και τώρα και στο μέλλον.
Η Ειδική Σχέση δεν υπάρχει ως θεσμική διασύνδεση μεταξύ της ΕΕ και άλλων χωρών, κατά συνέπεια πρέπει να δημιουργηθεί πρώτα και στη συνέχεια να καταγραφούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατών που θα την αποκτήσουν.
Η συγκεκριμένη δεξαμενή σκέψης σημειώνει στην έρευνά της ότι , η ΕΕ αντιμετωπίζει «κόπωση διεύρυνσης», ενώ η πλήρης ένταξη της Τουρκίας σε αυτή θα αλλοιώσει τους συσχετισμούς δυνάμεων στα θεσμικά όργανα, θα επιφέρει σημαντικές ανακατανομές στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και θα διαταράξει την ισορροπία του γαλλο-γερμανικού άξονα, καθιστώντας τη Γερμανία ηγεμονεύουσα εντός της ΕΕ λόγω της επιρροής της στην τουρκική πολιτική και οικονομική ζωή. Η Γαλλία αντιθέτως, δε διαθέτει αντίστοιχη σχέση με την Τουρκία, με αποτέλεσμα να τεθεί αυτομάτως στο περιθώριο. Επίσης, το τουρκικό μοντέλο διακυβέρνησης υπό το κόμμα AKP, το μοντέλο της «ισλαμο-δημοκρατίας», δε φαίνεται κατά την άποψη του συγγραφέα να είναι συμβατό με τις ευρωπαϊκές αρχές διακυβέρνησης.
Ακόμη, η ΕΕ καλείται να δράσει σε ένα σύνθετο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο αναδιατάσσονται οι σχέσεις της με τη Ρωσία, ιδιαίτερα εξαιτίας της κρίσης στην Ουκρανία, καθώς και η επιρροή της στη Μέση Ανατολή και στις χώρες του Καυκάσου. Η Τουρκία ωστόσο έχει εμπλακεί στις εξελίξεις στις εν λόγω περιοχές και καλείται με τη σειρά της να τοποθετηθεί, τόσο όσον αφορά στο ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει ως «προστάτης» των τουρκόφωνων πληθυσμών του Καυκάσου, όσο και σχετικά με τη συνέχιση της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» που εγκαινίασε ο Ahmet Davutoglu και οδήγησε στην προσέγγιση με τις αραβικές χώρες.
Το αποτέλεσμα αυτών των ανακατατάξεων στο διεθνές περιβάλλον είναι, σύμφωνα με την ανάλυση, ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Τουρκία έχουν πιεστικότερα ζητήματα να διευθετήσουν. Σχετικά με την ΕΕ, το ζητούμενο είναι η ενίσχυση του ρόλου της ως διεθνούς δρώντος, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα εφόσον χρειάζεται, η συνεργασία της με τις ΗΠΑ, η επιρροή της στις χώρες του Καυκάσου με σκοπό την ενεργειακή της επάρκεια χωρίς εξάρτηση από τη Ρωσία, η σχέσεις της με τις χώρες της Μέσης Ανατολής με σκοπό τη σταθεροποίηση της ευρύτερης περιοχής, καθώς και η ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων. Η Τουρκία από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει σημαντικά ζητήματα σχετικά με το ρόλο της στη Συρία και το Ιράκ, τη σχέση της με το Ισραήλ, καθώς και τις εξελίξεις στο κουρδικό ζήτημα ιδίως στο πλαίσιο της τρέχουσας ιρακινής κρίσης. Ακόμη, η Τουρκία καλείται να ανταγωνιστεί τη Ρωσία ως προς την επιρροή της στις χώρες του Καυκάσου.
Κατά την άποψη του αναλυτή η Τουρκία έχει γεωπολιτικά και ιστορικά «ευρασιατικό» προσανατολισμό, γεγονός που καθιστά την προοπτική της πλήρους ένταξης ασύμβατη με τα τουρκικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή. Μέσω μιας «προνομιακής σχέσης» με την ΕΕ, η Τουρκία έχει τη δυνατότητα αυξημένης συνεργασίας όπου χρειάζεται, αλλά και καλύτερης προάσπισης των δικών της συμφερόντων. Για την ΕΕ, η επιλογή αυτή της «προνομιακής σχέσης» αποτελεί την πλέον ρεαλιστική προσέγγιση, καθώς ενισχύει τη διεθνή της θέση και ταυτόχρονα είναι η μόνη συμβατή με τη διατήρηση του οράματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Είναι προφανές ότι ο αναλυτής προπαγανδίζει ουσιαστικά τα δυτικά συμφέροντα και τα εμφανίζει ως συμφέροντα της Τουρκίας προκειμένου να διευκολύνει τη συζήτηση περί Ειδικής Σχέσης. Σίγουρα η Αγκυρα, γνωρίζει ότι η πλήρης ένταξη είναι απίθανο να υπάρξει κατά συνέπεια, θα εμφανιστεί κάποια στιγμή ως αδικημένη και περιθωριοποιημένη από το «χριστιανικό κλαμπ» και δήθεν θα δεχθεί με λύπη της την Ειδική Σχέση αποσπώντας όμως τεράστια προνόμια.
Αφαντη η Ελλάδα!
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στην εν λόγω έρευνα απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που θα μπορούσαν να είναι δύο σοβαροί λόγοι για τους οποίους η Τουρκία , όχι πλήρες μέλος, αλλά ούτε Ειδική Σχέση δεν θα μπορούσε να συνάψει με την ΕΕ χωρίς όρους και προυποθέσεις.
Με απλά λόγια και η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία αγνοούνται σχεδόν περιφρονητικά , ενώ έχουν δικαίωμα βέτο γιατί είναι αδιανόητο μια συμφωνία για Ειδική Σχέση να ληφθεί κατά πλειοψηφία και όχι ομόφωνα. Κατά συνέπεια προκαλεί πολλά ερωτηματικά ότι στα προβλήματα που έχει η Τουρκία δεν αναφέρονται ούτε το Κυπριακό, ούτε τα ελληνοτουρκικά προβλήματα στο Αιγαίο. Προφανώς το Ινστιτούτο θεωρεί δεδομένες και τις δύο χώρες και ότι δεν χρειάζεται η γνώμη τους για να κάνουν γεωπολιτική οι Δυτικοευρωπαίοι.
Όλα αυτά ηχούν ως ένα ακόμη καμπανάκι κινδύνου για την ελληνική εξωτερική πολιτική που όμως δεν φαίνεται να το ακούει η κυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου. Και αυτό είναι ακόμη σημάδι των κινδύνων που κρύβουν οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και η ρευστότητα στην ευρύτερη περιοχή μας . Αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν αντιδράσει τώρα, οι συσχετισμοί θα διαμορφωθούν ερήμην της και η νέα σκακιέρα θα στηθεί με άλλους παίκτες. Εις βάρος φυσικά των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, της ασφάλειας και του μέλλοντος της χώρας …
ΠΗΓΗ:www.omegapress.gr
Διαβάστε ακόμη:
Ο Ερντογάν και ο σύνθετος γρίφος του «Ισλαμικού Κράτους»