Του Μαρκ Σεμό*
Η Τουρκία, που γνώρισε προ ημερών μια πολύνεκρη επίθεση αυτοκτονίας, βρίσκεται αντιμέτωπη τόσο με τους τζιχαντιστές όσο και με την κουρδική εξέγερση. Θύμα του αυξανόμενου αυταρχισμού του προέδρου της, η Άγκυρα ανησυχεί τους Δυτικούς.
Για πολύ καιρό, οι ισλαμοσυντηρητικοί που κυβερνούν την Τουρκία θεωρούσαν ότι οι τζιχαντιστές ήταν αποτελεσματικοί μαχητές τόσο εναντίον του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Ασαντ, η ανατροπή του οποίου αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα της Άγκυρας, όσο και εναντίον των Κούρδων. Μόνο το περασμένο καλοκαίρι άρχισε πραγματικά η Άγκυρα να πολεμά το Ισλαμικό Κράτος, το οποίο μέχρι τότε υποτιμούσε. Οι αρχές υποστηρίζουν τώρα ότι έχουν να κάνουν με μια διπλή τρομοκρατική απειλή: Το Ισλαμικό Κράτος, αλλά και το ΡΚΚ.
Οι συγκρούσεις με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, που διαρκούν πάνω από τρεις δεκαετίες και έχουν στοιχίσει τη ζωή 40.000 ανθρώπων, έχουν ενταθεί τελευταία στη νοτιοανατολική Τουρκία, με το κέντρο του Ντιγιάρμπακιρ να έχει μετατραπεί πραγματικά σε πολεμική ζώνη. Πάνω από 10.000 άνδρες έχουν σταλεί στην περιοχή, σε μια επιχείρηση που δεν έχει προηγούμενο από τη δεκαετία του ?90. «Αν και δεν βλέπουμε ακόμη, ευτυχώς, συγκρούσεις μεταξύ Κούρδων και Τούρκων, στη χώρα μου διεξάγεται ήδη ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των δυνάμεων της τάξης και των μαχητών του ΡΚΚ, οι οποίοι θέλουν να δημιουργήσουν ζώνες υπό τον έλεγχό τους» υπογραμμίζει ο πανεπιστημιακός Αχμέτ Ινσέλ.
Η Δύση θεωρούσε για καιρό την Τουρκία ένα μοντέλο που συνδύαζε το ισλάμ, τη δημοκρατία και τον οικονομικό δυναμισμό. Αλλά η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει να διολισθαίνει όλο και περισσότερο ανάμεσα στη βία και τον αυταρχισμό του Προέδρου της. Ο τελευταίος, που κατέχει την εξουσία από το 2002, φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση αυτή, που ανησυχεί ιδιαίτερα τους εταίρους της χώρας, και πρώτα απ? όλα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο άνθρωπος που οι αντίπαλοί του αποκαλούν «νέο σουλτάνο» πληρώνει τώρα τις συνέπειες μιας πολιτικής που υποδαυλίζει την ένταση, είτε στη συριακή είτε στην κουρδική κρίση. Προκειμένου να κερδίσει το κόμμα του την πλειοψηφία στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, καλλιέργησε μια τεχνητή πόλωση ανάμεσα σε «εμάς» (τους πιστούς, τους συντηρητικούς, τους πραγματικούς πατριώτες) και σε «αυτούς» (τους κοσμικούς, την Αριστερά, τους Κούρδους, τους Αλεβίτες).
Ο κουρδικός παράγων έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε αυτή τη στρατηγική. Το 2012, ενώ ήταν πρωθυπουργός, ο Ερντογάν είχε το πολιτικό θάρρος να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον ιστορικό ηγέτη του ΡΚΚ, τον Αμπντουλάχ Οτζαλάν, για την επίτευξη ειρήνης. «Για να ξανακερδίσει τους εθνικιστές ψηφοφόρους, αποφάσισε με βίαιο και μονομερή τρόπο να διακόψει αυτές τις διαπραγματεύσεις και να επενδύσει στην καταστολή» τονίζει ο Ινσέλ. Όπως επισημαίνει ο Τούρκος καθηγητής, η φυγή προς τα εμπρός του Ερντογάν και η αντίστοιχη φυγή του ΡΚΚ αλληλοτροφοδοτούνται, διώχνοντας από τη μέση το HDP, το μετριοπαθές φιλοκουρδικό κόμμα του Σελαχατίν Ντεμιρτάς που είχε αποκτήσει μια αυτονομία και μια κοινοβουλευτική παρουσία.
Τον λόγο πλέον έχουν τα όπλα. «Δεν υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, μόνο πρόβλημα τρομοκρατίας» επαναλαμβάνει παντού ο Ερντογάν. Η στρατιωτική επιλογή, όμως, είναι αδιέξοδη, τη στιγμή που ο κουρδικός πληθυσμός απαιτεί την αναγνώριση των συλλογικών του δικαιωμάτων. Ποτέ, τα τελευταία σαράντα χρόνια, το τουρκικό κράτος δεν έχει μπορέσει να «ξεριζώσει» το ΡΚΚ. Και σήμερα, το κίνημα αυτό έχει ενισχυθεί στρατιωτικά και πολιτικά από τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος στη Συρία. Οι Κούρδοι μαχητές είναι προς το παρόν οι μόνοι σύμμαχοι στο έδαφος της δυτικής συμμαχίας που πραγματοποιεί αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά του Ισλαμικού Κράτους. «Ο κουρδικός χώρος, τόσο στην Τουρκία, όσο και στο Ιράκ, τη Συρία ή το Ιράν, είναι πιο ισχυρός απ΄ ό,τι στο παρελθόν και συζητείται έντονα στις δυτικές χώρες» υπογραμμίζει ο Χαμίτ Μποζαρσλάν από τη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών (EHESS).
Μετά τη νίκη του κόμματός του τον Νοέμβριο, ο Ερντογάν μοιάζει ισχυρότερος από ποτέ. «Δεν έχει κάποια σοβαρή εκλογική αναμέτρηση μέχρι το 2019, η αντιπολίτευση είναι αδύναμη, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης τελούν υπό ασφυκτικό έλεγχο, οι νέοι των μεσαίων αστικών τάξεων που είχαν εξεγερθεί την άνοιξη του 2013 δεν ασχολούνται πια με την πολιτική ή σκέφτονται να εγκαταλείψουν τη χώρα» σημειώνει ο Οζγκούρ Ουνλουχισαρτζικλί, από το Γερμανικό Ίδρυμα Μάρσαλ.
Πεισμένος για την πολιτική του διάνοια, υπερήφανος που οδήγησε τη χώρα του στην πρώτη γραμμή της περιφερειακής σκηνής και τριπλασίασε το κατά κεφαλήν εισόδημα, ο Ερντογάν έχει μεθύσει με την εξουσία του. Νιώθει όμως ότι είναι ευάλωτος και είναι έτοιμος για όλα προκειμένου να κρατήσει αυτή την εξουσία. Ενώ οι Ευρωπαίοι του τείνουν το χέρι, καθώς τον χρειάζονται στην προσφυγική κρίση, εκείνος εντείνει την καταστολή. Ξεκινώντας από εκείνους που τον προκαλούν περισσότερο, δηλαδή τον Τύπο: Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σύλληψη του διευθυντή της Τζουμχουριέτ, στις 26 Νοεμβρίου.
(Πηγή: Liberation)-ΑΠΕ
*Ο Μαρκ Σεμό είναι αρθρογράφος της Liberation