Την ώρα που τα ανοιχτά μέτωπα στο εξωτερικό πληθαίνουν, o Ερντογάν παλεύει εντός των τειχών έναν πόλεμο από τον οποίο δείχνει ανήμπορος να βγει νικητής.
Πριν από μερικές μέρες το Υπουργείο Εσωτερικών της Τουρκίας ανακοίνωσε την έναρξη της επιχείρησης «Yildirim-11 Herekol» κατά των Κούρδων. Μία μεγάλης έκτασης στρατιωτική εκστρατεία με περισσότερους από 1000 Τούρκους ένοπλους.
Οι πρώτοι νεκροί δεν άργησαν να έρθουν για τον Ερντογάν. Από τις πρώτες ώρες της επιχείρησης τουρκικά μέσα έκαναν λόγο για «σοβαρές απώλειες».
Είναι όμως οι Κούρδοι του PKK, οι «αιμοσταγείς τρομοκράτες» που ισχυρίζεται ο Ερντογάν; Η Νουρτζάν Μπαϊσάλ σε ένα οδοιπορικό που δημοσίευσε από τη γενέτειρά της, Ντιγιάρμπακι, στην Ahval, ζωγραφίζει μία διαφορετική εικόνα.
Η εικόνα που μεταφέρει η γνωστή δημοσιογράφος και ακτιβίστρια από την οιονεί πρωτεύουσα του Τουρκικού Κουρδιστάν είναι αποκαρδιωτική. Η πανδημία του νέου κορονοϊού εξαπλώνεται ανεμπόδιστα, τα νοσοκομεία είναι πλήρη και οι περισσότεροι ασθενείς παραμένουν κατ’ οίκον, ενώ η οικονομία έχει καθηλωθεί και η βιομηχανική ζώνη του Ντιγιάρμπακιρ αργοπεθαίνει. Οι πάντες ψάχνουν για δουλειά.
Η ιστορική συνοικία Σουρ φέρει ακόμη τα ίχνη των συγκρούσεων που ακολούθησαν την αναζωπύρωση της ένοπλης σύγκρουσης του τουρκικού κράτους με τη νεολαία του ΡΚΚ το 2015, στο ενδιάμεσο των δύο εκλογικών αναμετρήσεων εκείνης της χρονιάς. Αστικές περιοχές με κουρδικό πληθυσμό αποκλείστηκαν με χαντάκια ανακηρύσσοντας μιαν ιδιόμορφη «αυτονομία” την οποία κατέστειλαν αμείλικτα οι ένοπλες δυνάμεις.
Ήταν 22.000 οι κάτοικοι του Σουρ που υποχρεώθηκαν τότε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ενώ η περιοχή σχεδόν ισοπεδώθηκε και άγνωστο παραμένει ποιοι θα παραλάβουν τις νέες κατοικίες που χτίστηκαν έκτοτε με κρατική πρωτοβουλία. Η φτώχεια και η παραμέληση κυριαρχούν.
Μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας βρίσκονται σε ισχύ όλη την τελευταία πενταετία σε έξι διαφορετικές συνοικίες. Δεν είναι αυτό ένα τοπίο κοινωνικής ειρήνης και θετικών προσδοκιών για το μέλλον.
Το ότι το κουρδικό πρόβλημα θα μπορούσε να επαναμφανιστεί εκρηκτικά εντός των συνόρων της Τουρκίας την ώρα που η κυβέρνηση Ερντογάν ξεδιπλώνει τις φιλοδοξίες της εκτός συνόρων είναι κάτι το οποίο οι διεθνείς παρατηρητές καταγράφουν με προσοχή.
Ανάμεσά τους και ο νεοσυντηρητικός Αμερικανός αναλυτής Μάικλ Ρούμπιν, στέλεχος άλλοτε του Πενταγώνου και νυν του American Enterprise Institute, ο οποίος σε άρθρο του στο The National Interest επισημαίνει ότι μια τέτοια αναζωπύρωση θα παρουσίαζε σημαντικές διαφορές σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Διότι στα 15 χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην έναρξη του ένοπλου αγώνα του ΡΚΚ το 1984 και την σύλληψη του ηγέτη του, Αμπντουλάχ Οτζαλάν το 1999, μοναδικό διεθνές στήριγμα των Κούρδων αυτονομιστών ήταν η Συρία του Άσαντ (με την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης).
Έκτοτε άλλαξαν πολλά: o Ερντογάν στήριξε την πολιτική του άνοδο στον προσεταιρισμό της κουρδικής ψήφου και προχώρησε με τη βοήθεια και του έγκλειστου Οτζαλάν σε αρχικά μυστικές συνομιλίες με το ΡΚΚ που έμοιζαν να ανοίγουν την πιθανότητα οριστικής διευθέτησης του προβλήματος.
Από την πλευρά του το ΡΚΚ εγκατέλειψε τον μαρξισμό και τον στόχο της εδαφικής απόσχισης, υπέρ ενός αυτοδιαχειριστικού μοντέλου τοπικής αυτονομίας, το οποίο έθεσε στην πράξη η αδελφή οργάνωση PYD στη βόρεια Συρία, τη στιγμή που αναδεικνυόταν σε πολύτιμο σύμμαχο των ΗΠΑ, καταπολεμώντας αποτελεσματικά τους (ενισχυόμενους από την Άγκυρα) τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους.
Η εμφάνιση νοτίως των συνόρων μίας ακόμη (μετά από αυτήν του Ιράκ) αυτονομημένης κουρδικής οντότητας σήμανε για τους Τούρκους ιθύνοντες τον συναγερμό, ενώ και η πολιτική αυτονόμηση του κορυδικού στοιχείου μέσω του σχηματισμού του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) αποτέλεσε απειλή για την εξουσία του Ερντογάν. Το Κουρδικό είναι το πρόβλημα από το οποίο η σύγχρονη Τουρκία δεν μπορεί να ξεφύγει ποτέ.
Κατά τον Ρούμπιν, οι εντάσεις που έχουν συσσωρευθεί στις σχέσεις της Τουρκίας με τις περισσότερες χώρες της περιοχής, πολλαπλασιάζουν και τον αριθμό όσων θα έβλεπαν με καλό μάτι (λ.χ. η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος ή και η Ελλάδα) την οικονομική, εξοπλιστική και άλλη ενίσχυση του ΡΚΚ, ή κάποιας αποσχισθείσας παραφυάδας του, όπως τα Γεράκια για την Απελευθέρωση του Κουρδιστάν” (ΤΑΚ).
Οι Τούρκοι εθνικιστές, καταλήγει ο Αμερικανός αναλυτής, θα πρέπει να είναι ρεαλιστές: άπαξ και τρίτες χώρες αρχίσουν να υποστηρίζουν υπογείως την κουρδική εξέγερση στην Τουρκία δεν θα υπάρχει γυρισμός. Κάθε Τούρκος που υιοθετεί την μεγαλοστομία και την περιφερειακή επιθετικότητα του Ερντογάν δεν ενισχύει το μεγαλείο της Τουρκίας, αλλά μάλλον συντελεί στον μελλοντικό της διαμελισμό.