Ο Ερντογάν, οι εκλογές και τα “πήλινα πόδια” της Τουρκικής οικονομίας

Γράφει ο
Ευάγγελος Διαμαντόπουλος
MA Middle East Studies

Η χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της Τουρκίας, το 2001-2002, ανέβασε το AKP και τον Ερντογάν στην εξουσία. Για 12 συνεχόμενα χρόνια, έως το 2014, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης κέρδιζε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις στη γείτονα χώρα με σημαία του την επιτυχή διαχείριση της οικονομίας. Η ειρωνεία της ιστορίας όμως έφερε τον Ερντογάν αντιμέτωπο με την πολιτικο-οικονομική κρίση των τελευταίων μηνών, για την οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος, που μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο την πολιτική του καριέρα.

Στις εκλογές της εβδόμης Ιουνίου κανένα κόμμα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την πλειοψηφία και οι προσπάθειες σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας απέτυχαν μετά από πιέσεις του Τούρκου Προέδρου προς τον Πρωθυπουργό Νταβούτογλου. Ο Ερντογάν προκήρυξε νέες πρόωρες εκλογές για την πρώτη Νοεμβρίου επιτείνοντας το κλίμα αβεβαιότητας. Στην προσπάθειά του να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους γύρω από το AKP και να δημιουργήσει έναν αντιπερισπασμό στα διογκούμενα οικονομικά προβλήματα ο Πρόεδρος της Τουρκίας ενταφίασε απότομα τις ειρηνευτικές συνομιλίες με το PKK και ξεκίνησε επιθέσεις κατά των Κούρδων και του Ισλαμικού Κράτους.

Έκτοτε, περίπου 60 μέλη των Τούρκικων δυνάμεων ασφαλείας είναι ήδη νεκρά από τους Κούρδους μαχητές. Με έναν παράτολμο πολιτικό ελιγμό λοιπόν, για πρώτη φορά το AKP πηγαίνει σε εκλογές με ανοιχτά πολεμικά μέτωπα αφού στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις η κυβέρνηση είχε επιτύχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κατάπαυση πυρός.

Τα αποτελέσματα για την ήδη ταλαιπωρημένη Τουρκική οικονομία είναι δραματικά. Ο πληθωρισμός αυξάνεται, η οικονομία επιβραδύνεται και οι καχύποπτοι πολίτες σπεύδουν να ανταλλάξουν τις λίρες τους με δολάρια. Οι τουρίστες αποφεύγουν μία χώρα με αυξανόμενα κύματα βίας πληγώνοντας τα αποθεματικά ενώ οι ξένοι επενδυτές καταστρώνουν σχέδια διαφυγής λόγω της παρακμής του χρηματιστηρίου και της πιθανής αύξησης των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Η Τούρκικη λίρα, το καμάρι του Ερντογάν στο επονομαζόμενο “Τούρκικο οικονομικό θαύμα”, που το 2013 είχε αξία περίπου 1,90 στο ένα δολάριο κοντεύει να ανταλλάσσεται με 1 προς 3 διακινδυνεύοντας μελλοντικά μέχρι και τη θέση της Τουρκίας στο G-20.


Αν και σε κάποιες οικονομίες η υποτίμηση του νομίσματος φέρνει θετικά αποτελέσματα, η Τουρκία υποφέρει.
Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών καταρρέει ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο είναι αρνητικό. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου που θα μπορούσε να ωφελήσει την οικονομία επισκιάζεται από την αδύναμη λίρα. Παράλληλα, οι εταιρείες με δάνεια σε ξένο συνάλλαγμα αναγκάζονται να δαπανούν μεγαλύτερο μέρος των αποθεματικών τους. Η Τουρκία εγκλωβίζεται στο φαύλο κύκλο της οικονομικής στασιμότητας και του πληθωρισμού. Από τη μία, αν επιχειρήσει να αναζωογονήσει την οικονομική δραστηριότητα, ειδικά μέσω δημόσιων δαπανών, θα τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό. Από την άλλη, αν προσπαθήσει να μετριάσει τον πληθωρισμό πολύ πιθανό να επιβραδύνει περαιτέρω την οικονομία της.

Η επιλογή της Τουρκίας να δανείζεται σε ξένο συνάλλαγμα φαίνεται να μετατρέπεται σε εφιάλτη για τον Ερντογάν αφού το εκρηκτικό μείγμα πολιτικής αβεβαιότητας και η αύξηση των επιτοκίων από τη FED μπορεί να στείλουν τη γείτονα χώρα πίσω στο δραματικό 2001. Η εγκατάλειψη των ειρηνευτικών συνομιλιών και οι επιθέσεις κατά του PKK ενώ δείχνουν στις δημοσκοπήσεις να ευνοούν ελαφρώς το AKP, ανεβάζουν επίσης τα ποσοστά του φιλοκουρδικού HDP μειώνοντας τις πιθανότητες του Νταβούτογλου να έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση. Αν τελικά οι στρατιωτικοί λεονταρισμοί και ο λαϊκισμός επιτρέψουν στο AKP να κρατηθεί στην εξουσία ή αν θα ακολουθήσει την κατρακύλα της Τουρκικής οικονομίας μένει να φανεί.