Τη δεκαετία του 1990, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) των ΗΠΑ εξέταζε εάν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ένα μη επανδρωμένο υποβρύχιο όχημα (Unmanned Underwater Vehicle) και έτσι ξεκίνησαν οι έρευνες και ο σχεδιασμός ενός drone το οποίο θα χρησιμοποιούνταν για τη συλλογή δειγμάτων νερού και δεν θα κινούσε υποψίες από τον εχθρό.
Έτσι οι Αμερικανοί κατέληξαν σε μια απίστευτη και απρόσμενη ιδέα για το νέο τους επίτευγμα και αυτό δεν ήταν άλλο από ένα ρομπότ που θα είχε το σχήμα ενός γατόψαρου, με το σκεπτικό ότι έτσι δεν θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τον αντίπαλο, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της αποστολής του με την ονομασία «Charlie».
Το Γραφείο Προηγμένων Τεχνολογιών της CIA θέλησε να «μελετήσει τη σκοπιμότητα μη επανδρωμένων υποβρύχιων οχημάτων και άλλων τεχνολογιών ρομπότ που θα επιχειρούσαν στο νερό» με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών. Γι’ αυτό το λόγο, η CIA αποφάσισε ότι το συγκεκριμένο ρομπότ θα χαρακτηριζόταν από ταχύτητα, αντοχή, ευελιξία, ακρίβεια πλοήγησης, αυτονομία.
Τα χαρακτηριστικά του
Το μη επανδρωμένο υποβρύχιο όχημα «Charlie», όπως το ονόμασε η CIA, διέθετε συστήματα ελέγχου για την πλοήγηση και την κατάδυσή του, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα πρόωσης με μικρά πτερύγια που περιστρέφονταν δεξιά και αριστερά.
Επίσης, η CIA εγκατέστησε ένα ασύρματο σύστημα ελέγχου εντολών και όρασης, ώστε ο χειριστής τους να έχει την ικανότητα να το κατευθύνει όταν θα βρίσκεται μέσα στο νερό αλλά και για να προσέχει το βάθος, ώστε να μην προκαλέσει ζημιά στο ρομπότ.
Όμως αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα, διότι ο χειριστής έπρεπε να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το UUV για να μη χάσει την σύνδεση και τη δυνατότητα πλοήγησης του. Η CIA κατάφερε να αποκρύψει περισσότερες πληροφορίες για το «πείραμά της» ωστόσο όταν αυτό έγινε γνωστό, αρκετοί είχαν αμφισβητήσει τη λειτουργικότητα του αλλά και απέναντι σε ποια αντίπαλη χώρα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.