Το όνειδος της Ρωσίας στο Γκρόζνι: Μία ήττα του στρατού από 3.000 αντάρτες

Οι δύο πολεμικές συγκρούσεις στην Τσετσενία άφησαν το στίγμα τους στην πρόσφατη ρωσική ιστορία. Το 1994-95 οι ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν τη πρωτεύουσα της Τσετσενίας Γκρόζνι, εκδιώκοντας τους φανατικούς ισλαμιστές αντάρτες και εγκαθιστώντας ισχυρή φρουρά.

Το 1996 όμως τα πράγματα έμελλε να ανατραπούν. Το έτος αυτό η ρωσική ηγεσία εγκατέλειψε την προσπάθεια εξεύρεσης λύσης μέσω συνομιλιών με τους Τσετσένους ισλαμιστές και εξαπέλυσε νέες επιθέσεις.

Στις 20 Ιουλίου 1996 οι Ρώσοι εξαπέλυσαν μεγάλης κλίμακας επιχείρηση στα νότια τσετσενικά υψίπεδα αποσύροντας δυνάμεις από το Γκρόζνι. Στις 6 Αυγούστου δε απέσυραν άλλους 1.500 άνδρες από την πρωτεύουσα για την εκτέλεση επιχείρησης σε γειτονικό χωριό. Την ίδια ημέρα οι ισλαμιστές επιτέθηκαν στην πόλη.

Έφοδος τζιχαντιστών

Οι Ρώσοι παρά την απόσυρση δυνάμεων εξακολουθούσαν να διατηρούν περί τους 12.000 γύρω και μέσα στη πόλη και για αυτό δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα. Μέσα στη πόλη ήταν ανεπτυγμένοι περί τους 7.000 άνδρες κυρίως μέλη παραστρατιωτικών δυνάμεων ασφαλείας.

Στις 6 Αυγούστου οι Τσετσένοι εφόρμησαν. Αν και ο ηγέτης του Ασλάν Μασκάντοφ διέθετε το πολύ 3.000 άνδρες, έχοντας άριστη γνώση της πόλης, κατάφερε να αποφύγει τα ρωσικά σημεία στηρίγματος, χρησιμοποιώντας τακτικές διείσδυσης.

Κύριοι στόχοι τους ήταν το στρατιωτικό και το πολιτικό αεροδρόμιο της πόλης, η έδρα διοίκησης των ρωσικών δυνάμεων, τα αρχηγεία των ρωσικών υπηρεσιών FSB και GRU και κέντρα επικοινωνιών. Οι Τσετσένοι κατάφεραν να διεισδύσουν υφιστάμενοι ελάχιστες απώλειες (47 άνδρες) και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους, ουσιαστικά, την πόλη εντός μόλις τριών ωρών ξεκινώντας από τις 05.50 το πρωί.

 

 

Αντί να επιτεθούν στα ρωσικά φυλάκια, στα αστυνομικά τμήματα και τα άλλα σημεία στηρίγματος απλώς τα απομόνωσαν, παγίδευσαν τις προσβάσεις σε αυτά ώστε ούτε οι αποκλεισμένοι να μπορούν να βγουν, ούτε τυχόν ενισχύσεις να φτάσουν εύκολα σε αυτά και περίμεναν την παράδοση των Ρώσων από την πείνα και τη δίψα.

Ρωσικές πηγές, στις 9 Αυγούστου, ανέφεραν ότι στην πόλη είχαν παγιδευτεί 7.000 Ρώσοι. Ο μεγαλύτερος θύλακας ήταν στον τομέα των κυβερνητικών κτηρίων στο κέντρο της πόλης όπου και το αρχηγείο της ρωσικής υπηρεσίας ασφαλείας FSB. Η ρωσόφιλη κυβέρνηση της Τσετσενίας κατέφυγε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Κανκάλα, στα προάστια.

Στο μεταξύ οι ισλαμιστές άρχισαν το έργο τους καταδιώκοντας κυρίως Τσετσένους συνεργάτες των Ρώσων. Πολλοί εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Ενισχύσεις και επιθέσεις

Την πρώτη εβδομάδα της ισλαμικής κατοχής στην πόλη συνέρρευσαν και άλλοι ισλαμιστές ώστε ο αριθμός τους να ανέλθει συνολικά σε 7.000 άνδρες. Από ρωσικής πλευράς, στις 7 Αυγούστου έφτασε στην πόλη η 205η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Τυφεκιοφόρων για να βοηθήσει τις παγιδευμένες ρωσικές δυνάμεις.

Στο μεταξύ οι ισλαμιστές είχαν καταλάβει τον σιδηροδρομικό σταθμό σκοτώνοντας πάνω από 300 Ρώσους και κυριεύοντας τεράστιο αριθμό φορητών αντιαρματικών εκτοξευτών, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν δεόντως από αυτούς.

Στις 8 Αυγούστου 900 άνδρες του ρωσικού 276ου Μηχανοκίνητου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων επιχείρησαν να προχωρήσουν προς το κέντρο της πόλης αλλά απέτυχαν παταγωδώς. Το σύνταγμα έχασε σχεδόν τους μισούς από τους άνδρες που ενέπλεξε.

 

Μόνο μια τεθωρακισμένη ρωσική φάλαγγα κατάφερε να διεισδύσει στην πόλη και να ανεφοδιάσει κάποια σημεία στηρίγματος. Παρόμοιες διεισδύσεις επιχειρήθηκαν αρκετές τις επόμενες πέντε ημέρες αλλά οι απώλειες ήταν βαριές. Χάθηκαν 18 άρματα, άλλα 69 θωρακισμένα οχήματα και 23 φορτηγά και οχήματα, ενώ καταρρίφθηκαν και τρία ρωσικά ελικόπτερα.

Στις 19 Αυγούστου οι Ρώσοι εξέδωσαν τελεσίγραφο απαιτώντας τη αποχώρηση των ισλαμιστών από την πόλη εντός 48 ωρών. Διαφορετικά απειλούσαν με γενική επίθεση. Το ρωσικό τελεσίγραφο σκόρπισε πανικό στον άμαχο πληθυσμό που είχε παγιδευτεί εκεί – περίπου 300.000 ψυχές.

Οι Ρώσοι άρχισαν πάντως να βομβαρδίζουν με πυροβολικό και αεροπορία από τις 20 Αυγούστου την πόλη. Από τον βομβαρδισμό επλήγη τουλάχιστον ένα νοσοκομείο, αλλά και αυτοκινητοπομπές αμάχων. Περίπου 220.000 άμαχοι εγκατέλειψαν την πόλη. Παρέμειναν στο Γκρόζνι περίπου 50-70.000 πολίτες. Οι Ρώσοι δεν επέτρεψαν την αποχώρηση πολλών παιδιών και ανδρών άνω των 11 ετών καθώς τους θεωρούσαν ύποπτους.

Διπλωματική λύση

Τελικά η λύση δόθηκε με τη διπλωματία. Ο Ρώσος στρατηγός Λεμπέντ ξεκίνησε συνομιλίες με τον ισλαμιστή Μασκάντοφ οι οποίες κατέληξαν, στις 30 Αυγούστου, στην υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας βάσει της οποίας έληγε ο Α’ Πόλεμος της Τσετσενίας. Ενώ τον Νοέμβριο του 1996 ο Ρώσος τότε πρόεδρος Γέλτσιν δέχτηκε να αποζημιώσει την Τσετσενία για τις καταστροφές που είχαν προκληθεί.

Η μάχη του Γκρόζνι είχε χαθεί μαζί με το ρωσικό γόητρο και ηθικό. Επισήμως οι Ρώσοι παραδέχτηκαν απώλειες 2.100 νεκρών, τραυματιών και εξαφανισθέντων και την καταστροφή 18 αρμάτων μάχης, 69 θωρακισμένων οχημάτων και τριών ελικοπτέρων. Επίσης παραδέχτηκαν τον θάνατο 2.000 περίπου αμάχων. Οι απώλειες των ανταρτών δεν έγιναν γνωστές.

Πηγή: History Point