Το ΝΑΤΟ είναι απαρχαιωμένο και χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, και ο Πρόεδρος Τραμπ θα πρέπει να πάρει την γενναία απόφαση να μειώσει δραματικά την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Συμμαχία και να αφήσει τους «τζαμπατζήδες» να τα βγάλουν περά μόνοι τους, αυτά υποστηρίζει σε άρθρο του ο Κρίστιαν Γουίτον, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών των Κυβερνήσεων Μπους και Τραμπ.
Πριν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιχειρήσει πραγματική διπλωματία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύνοδο κορυφής στο Ελσίνκι στις 16 Ιουλίου, θα πρέπει πρώτα να υπομείνει μια άλλη σύνοδο κορυφής. Αυτή η πρώτη σύνοδος κορυφής είναι μια συνάντηση ηγετών του ΝΑΤΟ. Οι χώρες αυτές διαβεβαιώνουν διαρκώς ότι είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ, ακόμα κι αν οι περισσότεροι συνεισφέρουν ελάχιστα στην άμυνα της Αμερικής και συγκεντρώνουν τεράστια εμπορικά πλεονάσματα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τραμπ θα πιέσει για μια καλύτερη συμφωνία, αλλά ίσως θα έπρεπε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και να μειώσει την συνεισφορά των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Μετά την ίδρυση της συμμαχίας το 1949, ο πρώτος γενικός γραμματέας του, Λόρδος Hastings Ismay, συνόψισε με μια πολύ χαρακτηριστική στιχομυθία τον σκοπό της Συμμαχίας: «να κρατήσει τους Ρώσους έξω, τους Αμερικανούς μέσα και τους Γερμανούς κάτω». Η ανεπίσημη αυτή αποστολή ταίριαζε πολύ με το κλίμα της εποχής: το μεταπολεμικό μέλλον ήταν αμφίβολο υπό την απειλή μιας σοβιετικής εισβολής, του αμερικανικού απομονωτισμού και του γερμανικού μιλιταρισμού – όλες πολύ πιθανές, αν κρίνουμε τι είχε συμβεί τις προηγούμενες δεκαετίες.
Σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, καμία από αυτές τις ανησυχίες δεν υπάρχει. Επιπλέον, η αντιτιθέμενη συμμαχία στο ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, διαλύθηκε και η ίδια η Σοβιετική Ένωση πέρασε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας το 1991– είκοσι επτά χρόνια πριν.
Παρά τις ατελείωτες έρευνες για μια νέα αποστολή που να δικαιολογεί την τεράστια επιβάρυνσή του ΝΑΤΟ για τους φορολογούμενους των ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ έχει αποτύχει να κάνει κάτι χρήσιμο από τότε. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η συμμαχία επικαλέστηκε την αμοιβαία-αμυντική διάταξη του άρθρου 5 για λογαριασμό των ΗΠΑ, αλλά η δράση των συμμάχων της Αμερικής δεν είχε αντίκρισμα – η αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν βασιζόταν κυρίως στις αμερικανικές δυνάμεις και ήταν μια μεγάλη αποτυχία.
Σήμερα, οι γραφειοκράτες της συμμαχίας και ορισμένα κράτη μέλη επικαλούνται μια απειλή από τη Ρωσία ως λόγο για τη διατήρηση της ζωντανής, μαζί με ατέρμονη λίστα «αποστολών εκπαίδευσης και εξοπλισμού».
Ωστόσο, οι αμυντικοί προϋπολογισμοί των μελών του ΝΑΤΟ δεν αντικατοπτρίζουν μια πραγματική αίσθηση κινδύνου από τη Ρωσία ή οποιονδήποτε άλλο. Μεταξύ των είκοσι εννέα μελών, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πραγματικά σοβαροί για τις υποχρεώσεις του άρθρου 3 για αυτοάμυνα, δαπανώντας περίπου 700 δισεκατομμύρια δολάρια ή 3,5% του ΑΕΠ της για την άμυνα. Κανένα άλλο μέλος του ΝΑΤΟ δεν πλησιάζει αυτό το ποσοστό και η μεγάλη πλειοψηφία αποτυγχάνει ακόμη και να ανταποκριθεί στη μέτρια αυτοεπιβληθείσα απαίτηση να αφιερώσει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ στην άμυνα.
Η Βρετανία, η Ελλάδα, η Εσθονία και η Πολωνία είναι τα ελάχιστα μέλη που πληρούν την απαίτηση του 2% τα τελευταία χρόνια. Ένας από τους χειρότερους «τζαμπατζήδες» είναι ο Καναδάς, ο οποίος ξοδεύει μόλις το 1% του ΑΕΠ του για την άμυνα και ασφάλεια, περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπλέον, η Γερμανία ξοδεύει ένα παρόμοια αξιολύπητο 1,2%.
Αν συγκρίνεται αυτό με τα μη-κράτη μέλη του ΝΑΤΟ που αντιμετωπίζουν πραγματικές απειλές, μερικά από τα οποία δαπανούν από 5% έως και 10% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Σε αυτές περιλαμβάνονται η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίες πρέπει να ανταγωνιστούν με το Ιράν και ξοδέψουν σχεδόν 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Το Ισραήλ, το οποίο αντιμετωπίζει τον ίδιο εχθρό, προσθέτει 15 δισεκατομμύρια δολάρια στην εξίσωση.
Παρά τις διαμαρτυρίες τους για έλλειψη πόρων σε μια περίοδο που οι οικονομίες τους δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερες, τα μέλη του ΝΑΤΟ είναι περισσότερο πρόθυμα να αφήσουν τους στρατούς τους να απαξιώνονται, γνωρίζοντας ότι η Αμερική θα τους καλύψει. Πέρυσι, η συμμαχία υποδέχθηκε το Μαυροβούνιο. Σήμερα είναι έτοιμη να υποδεχθεί την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, πράγμα που σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να υπερασπιστούν ένα έθνος που αφιερώνει μόνο 120 εκατομμύρια δολάρια ετησίως για την άμυνα του, ποσό λιγότερο και από τον προϋπολογισμό του Αστυνομικού Τμήματος του Cincinnati των ΗΠΑ.
Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει πραγματικά ένας ικανός Ρώσος αντίπαλος που να απειλεί σοβαρά τη Δύση. Η Ρωσία έχει ένα εκατομμύριο άνδρες στο στρατό της, τον δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο πίσω από την Αμερική, αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε εύκολα να αντέξει οικονομικά να ισοφαρίσει το νούμερο αυτό με τη κοινή οικονομία των 17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από τη ρωσική. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να ανησυχεί γιατί η Μόσχα δαπανάει μόλις 61 δισεκατομμύρια δολάρια για τον υπερβολικό στρατό της.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν έχει αποκομίσει τα μέγιστα από τους στρατιώτες της Ρωσίας, καταλαμβάνοντας τμήματα της Γεωργίας και της Ουκρανίας και αποκτώντας επιρροή στη Συρία υποστηρίζοντας το καθεστώς Άσαντ. Ωστόσο, η επιτυχία του και στις τρεις περιπτώσεις βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον αιφνιδιασμό, κάτι που η Μόσχα φαίνεται απίθανο να μπορέσει να επαναλάβει ενάντια σε ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν προετοιμαστεί και χρηματοδοτηθεί επαρκώς.
Δεν πρέπει να περιμένουμε να ακούσουμε τίποτα από αυτή τη διάσταση στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου οι ηγέτες της θνήσκουσας παλαιάς ευρωπαϊκής πολιτικής τάξης θα υποδεχθούν τον Πρόεδρο Τραμπ στην έδρα της συμμαχίας, αξίας 1,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που χρηματοδοτήθηκε κυρίως από τους Αμερικανούς φορολογούμενους.
Για να βγει η Αμερική από αυτή την καταχρηστική σχέση, ο Τραμπ θα πρέπει να ξεκινήσει τη διαδικασία περιορισμού του ρόλου της Αμερικής στο ΝΑΤΟ. Ένα καλό μοντέλο είναι αυτό της Σουηδίας, η οποία συνεργάζεται με το ΝΑΤΟ σε ορισμένα θέματα και σε άλλα όχι. Μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να επιτρέψει την από κοινού εκπαίδευση, αλλά να τερματίσει την πρακτική της επιβάρυνσης των αμερικανών φορολογουμένων με την πληρωμή του λογαριασμού για την ασφάλεια των πλουσίων Ευρωπαίων. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, ο Τραμπ θα μπορούσε να παροπλίσει τις αμερικανικές βάσεις στην Ευρώπη και να μετατοπίσει τους περισσότερους πόρους που δαπανούνται εκεί και στον Ατλαντικό στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, όπου η Κίνα και το Ιράν αποτελούν πραγματικές απειλές για την Αμερική – και έναντι των οποίων το ΝΑΤΟ δεν έχει κάποια σημασία και ρόλο.
Η Ευρώπη είναι πλούσια και θεωρεί τις ΗΠΑ ανόητες. Είναι καιρός να αναλάβει τις ευθύνες της.