Η νέα αντιτρομοκρατική στρατηγική της κυβέρνησης του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ δίνει την προτεραιότητα στο Ιράν και στις ριζοσπαστικές οργανώσεις που υποστηρίζει, τόνισε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον, σηματοδοτώντας την κλιμάκωση της πίεσης της Ουάσινγκτον στην Τεχεράνη.
Η νέα στρατηγική που παρουσίασε ο Μπόλτον είναι η πρώτη που εκπονήθηκε μετά το 2011, όταν η προσοχή της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα ήταν επικεντρωμένη στην απειλή που ήγειρε η Αλ Κάιντα μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Οσάμα μπιν Λάντεν.
Το γεγονός ότι η προτεραιότητα πλέον δίνεται στο Ιράν εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολιτική του Τραμπ με στόχο να περιοριστεί η επιρροή της Ισλαμικής Δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή, να τερματιστεί το πρόγραμμά της για την απόκτηση βαλλιστικών πυραύλων και να εξαναγκαστεί η Τεχεράνη να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων διά της εκ νέου επιβολής οικονομικών κυρώσεων.
Το Ιράν αναφερόταν μόλις μία φορά — στην προτελευταία σελίδα — στην αντιτρομοκρατική στρατηγική των ΗΠΑ το 2011, όπου χαρακτηριζόταν «ενεργό» κράτος-σπόνσορας της «τρομοκρατίας».
Αντιθέτως, η νέα αντιτρομοκρατική στρατηγική δείχνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ βάζει το σιιτικό Ιράν στο επίκεντρο, παρότι μέρος της προσοχής της παραμένει στραμμένο σε σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις που δρουν στη Συρία και στο Ιράκ.
Οι ΗΠΑ «αντιμετωπίζουν τρομοκρατικές απειλές από το Ιράν, που παραμένει ο πιο εξέχων κρατικός υποστηρικτής της τρομοκρατίας», είναι «στ’ αλήθεια ο κεντρικός τραπεζίτης της διεθνούς τρομοκρατίας από το 1979», είπε ο Μπόλτον σε δημοσιογράφους.
«Οι τρομοκρατικές οργανώσεις που υποστηρίζονται από το Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ του Λιβάνου, η Χαμάς και η παλαιστινιακή οργάνωση Ισλαμικός Τζιχάντ, συνεχίζουν να αποτελούν απειλή για τις ΗΠΑ και τα συμφέροντά μας», συνέχισε.
Για τον Μπόλτον, οι «ριζοσπαστικές ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις» είναι η κυριότερη διεθνής τρομοκρατική απειλή για τις ΗΠΑ και τα συμφέροντά τους.
Αναγνώρισε ότι «πράγματι συνεχίζουν να υπάρχουν περαιτέρω προκλήσεις», παρά το γεγονός ότι δυνάμεις που υποστηρίχθηκαν από τις ΗΠΑ απέσπασαν σχεδόν όλα τα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ που είχαν κυριεύσει οι τζιχαντιστές της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) πριν από χρόνια.
Η ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν, δυο κράτη η σχέση των οποίων χαρακτηρίζεται από εχθρότητα μετά την ιρανική επανάσταση του 1979, δεν σταματά να ανεβαίνει αφότου ο Τραμπ απέσυρε τον Μάιο την χώρα του από τη συμφωνία έξι μεγάλων δυνάμεων με την Τεχεράνη για το πυρηνικό πρόγραμμα της Ισλαμικής Δημοκρατίας κι άρχισε να επαναφέρει σε ισχύ τις αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις.
Οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν ξανά τις κυρώσεις στον πετρελαϊκό τομέα του Ιράν την 4η Νοεμβρίου. Ο Μπόλτον επανέλαβε ότι η κυβέρνηση εννοεί να αναγκάσει όλες τις χώρες που εισάγουν αργό από το Ιράν να μειώσουν τις αγορές τους στο μηδέν.
«Ο σκοπός μας είναι να μην υπάρχει καμιά εξαίρεση από τις κυρώσεις ώστε οι εξαγωγές ιρανικού πετρελαίου και αερίου και συμπυκνωμάτων να πέσουν στο μηδέν. Δεν λέω ότι θα το επιτύχουμε αυτό αναγκαστικά, αλλά κανένας δεν πρέπει να έχει ψευδαισθήσεις για το ποιος είναι ο σκοπός», υπογράμμισε.
Ο Μπόλτον, που θεωρείται γεράκι ως προς το Ιράν, πιστεύει ότι η εκ νέου επιβολή των κυρώσεων ήδη ασκεί πίεση στους ιρανούς ηγέτες.
Το στοιχείο-κλειδί της νέας στρατηγικής είναι η καταδίωξη των εξτρεμιστών ως «την πηγή», και η αποκοπή τους από τις «πηγές υποστήριξής τους», είπε, προφανώς υπονοώντας οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ ή το κίνημα των ανταρτών Χούθι στην Υεμένη.
Στο κείμενο για την αντιτρομοκρατική στρατηγική της κυβέρνησης Ομπάμα το 2011 γίνονταν εκτενείς αναφορές σε αρχές όπως ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η προώθηση της καλής διακυβέρνησης και το κράτος του νόμου. Στο κείμενο της κυβέρνησης Τραμπ σπανίζουν τέτοιου είδους αναφορές.
Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ