Με την πανδημία του κορονοϊού να μαίνεται, ο αμερικανικός λαός φαίνεται να τάσσεται υπέρ του Τζο Μπάιντεν και να απορρίπτει τον Ντόναλντ Τραμπ. Τι μπορεί να σημαίνει όμως αυτό για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ;
Ο Δημοκρατικός υποψήφιος, Τζο Μπάιντεν, προηγείται στις δημοσκοπήσεις του Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο νυν Αμερικανός πρόεδρος χάνει συνεχώς έδαφος, καθώς οι Αμερικανοί δείχνουν να δυσφορούν από την πολιτική του.
Σε νέα δημοσκόπηση του CNN που διεξήγαγε η SSRS, Στον αγώνα για τον Λευκό Οίκο, μεταξύ των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ο Τραμπ βρίσκεται 14 πόντους πίσω από τον Μπάιντεν. Το 41% που δηλώνουν ότι υποστηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ είναι το χαμηλότερο στις μετρήσεις του CNN από τον Απρίλιο του 2019 και η υποστήριξη 55% του Μπάιντεν είναι το υψηλότερο ποσοστό. Συνολικά, το 38% εγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ χειρίζεται την προεδρία, ενώ το 57% την απορρίπτει. Αυτή είναι η χειρότερη βαθμολογία έγκρισής του από τον Ιανουάριο του 2019.
Ο Τραμπ φυσικά, κατά πάγια πρακτική, ισχυρίζεται ότι οι δημοσκοπήσεις είναι «ψεύτικες».
Την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα στη γειτονική Τουρκία, τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών θα καθορίσουν πολλά. Μια έκθεση του Επιχειρηματικού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα κάλεσε τους Τούρκους αξιωματούχους να εκμεταλλευτούν το κενό που δημιουργείται από την αύξηση των εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας με σκοπό την αύξηση του εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ενίσχυση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας.
Ένας «πιστός φίλος»
Από τότε που η Τουρκία απελευθέρωσε τον Αμερικανό Πάστορα Άντριου Μπράνσον στα τέλη του 2018, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Τούρκος ομόλογός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιβεβαίωσαν σε όλους μία πανίσχυρη φιλία, στο σημείο που ο Τραμπ τείνει να συμβαδίζει με τις επιθυμίες του Ερντογάν…
Ο Ταγίπ Ερντογάν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους «δικτάτορες» με τους οποίους τα πήγαινε πολύ καλά ο Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με όσα καταμαρτυρεί ο Τζον Μπόλτον. «Το βιβλίο σκιαγραφεί μια εικόνα όπου οι αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες Ερντογάν – Τραμπ ήταν πολύ αποτελεσματικές στο να φέρνουν τον Αμερικανό πρόεδρο στα νερά της Αγκυρας», αναφέρει η τουρκική ιστοσελίδα Ahval, η οποία διαθέτει αντίγραφο του βιβλίου, αν και αναγνωρίζει ότι σε αρκετές περιπτώσεις (έκδοση Γκιουλέν κ.ά.) δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα.
Στη σελίδα 191 του βιβλίου του, ο Μπόλτον αναφέρεται στη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν στο περιθώριο συνόδου κορυφής του G20 στο Μπουένος Αϊρες, την 1η Δεκεμβρίου του 2018. «Ο Ερντογάν του έδωσε ενημερωτικό σημείωμα δικηγορικού γραφείου που αντιπροσώπευε την (τουρκική κρατική τράπεζα) Halkbank», η οποία αντιμετωπίζει ποινική δίωξη στις ΗΠΑ για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν. Η υπόθεση εμπλέκει τον ίδιο τον Ερντογάν και τον γαμπρό του, υπουργό Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. «Ο Τραμπ ξεφύλλισε βιαστικά το έγγραφο προτού δηλώσει ότι, κατά τη γνώμη του, η Halkbank ήταν εντελώς αθώα. Μου ζήτησε μάλιστα να τηλεφωνήσω στον υπουργό Δικαιοσύνης Ματ Γουίτακερ, κάτι που παρέκαμψα. Στη συνέχεια, είπε στον Ερντογάν ότι θα φρόντιζε να διευθετηθεί το ζήτημα, εξηγώντας του ότι οι εισαγγελείς της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης, που ασχολούνταν με την υπόθεση, ήταν άνθρωποι του Ομπάμα, και όχι δικοί του, και ότι σκόπευε να τους αντικαταστήσει», αναφέρει ο Μπόλτον.
«Δεν θέλω να συμβεί τίποτα το αρνητικό για σένα ή την Τουρκία», φέρεται να δήλωσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Στην ίδια συνάντηση, ο Ερντογάν εξέφρασε τα γνωστά παράπονα και απειλές εναντίον των Κούρδων μαχητών στη βόρεια Συρία, ζήτημα για το οποίο ο Τραμπ απέφυγε να τοποθετηθεί.
Επιστροφή στο παρελθόν
Αυτές οι αποκαλύψεις υπονομεύουν τις ΗΠΑ ως τον «ηγέτη του ελεύθερου κόσμου» και είναι βέβαιο ότι μία, πιθανή, νέα ηγεσία δεν θα το επιτρέψει. «Να είστε σίγουροι γι αυτό», τονίζει ο Adam McConnel, καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Sabancı της Κωνσταντινούπολης, «με τη φυγή του Τραμπ από το αξίωμα, αλλά κυρίως εξαιτίας του διαδόχου του, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα επιστρέψει στην εποχή Ομπάμα. Αυτό δεν είναι καλό για την Τουρκία».
Αρκετές από τις βασικές διαφωνίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας προήλθαν κατά την εποχή διακυβέρνησης Ομπάμα, όταν ο Μπάιντεν υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος. Η κυβέρνηση Ομπάμα εφάρμοσε τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, έβαλε στο στόχαστρο τον Ερντογάν και περιόρισε την προκλητική ρητορική και πολιτική του. Αρνούμενος να επιβάλει κυρώσεις, ο ίδιος ο Τραμπ κατηγόρησε τον Ομπάμα για την αγορά της Τουρκίας S-400 ενώ «κρατούσε» το χέρι του Ερντογάν σε κάθε «απερισκεψία» του.
Ως αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν αρχικά φάνηκε να στηρίζει την Τουρκία: αφού πέρασε χρόνο με τον Τούρκο ηγέτη στην Ουάσινγκτον τον Μάιο του 2013 είπε ότι θαύμαζε τον Ερντογάν. Αλλά τον Οκτώβριο του 2014, ο Μπάιντεν σε ομιλία του ανέφερε ότι η Τουρκία βοήθησε στη δημιουργία του Ισλαμικού Κράτους (ISIS).
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ομπάμα έδωσε τη δύναμη στις Κουρδικές Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) να ηγηθούν του αγώνα ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, παραμερίζοντας την Τουρκία. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκαν με τους Σύρους Κούρδους, επειδή η Τουρκία απέτυχε ξανά και ξανά να κάνει τα δικά της καθήκοντα και να βοηθήσει τον παγκόσμιο αγώνα κατά του ISIS», είχε υποστηρίξει τότε. «Οι πολιτικές της Τουρκίας επέτρεψαν την ανάπτυξη της απειλής του ISIS και άλλων τέτοιων ομάδων».
Ο Μπάιντεν θα είναι πιθανότατα λιγότερο πρόθυμος από τον Τραμπ να συνεργαστεί με τον Ερντογάν σε θέματα που θίγουν την ασφάλεια του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, όπως η παρέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη, η αγορά των S-400, οι θαλάσσιες προκλήσεις κατά της Ελλάδας και οι διεκδικήσεις φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιστροφή στο παρελθόν δεν είναι δεδομένη, ο Τραμπ δεν είναι ξεγραμμένος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε περίπτωση ήττας του Τραμπ, ο μεγαλύτερος ηττημένος θα βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.