Εννέα χώρες -ΗΠΑ, Ρωσία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ και Λαϊκή Δημοκρατία της Βόρειας Κορέας- ανέπτυσσαν ή ενέταξαν στα πυρηνικά τους οπλοστάσια νέα όπλα, αναφέρει στην ετήσια έκθεσή του το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Στις αρχές του 2017 οι πυρηνικές δυνάμεις του πλανήτη διέθεταν περίπου 4.150 επιχειρησιακώς ανεπτυγμένα πυρηνικά όπλα ενώ αν υπολογισθούν όλα τα πυρηνικά που κατέχουν ο αριθμός τους ανέρχεται στα 14.935 όπλα, εν σχέσει με τα 15.395 που υπήρχαν το 2016.
Παρόλο που ο αριθμός των πυρηνικών σε διεθνές επίπεδο παρουσιάζει αξιοσημείωτη μείωση από την εποχή της δεκαετίας του ΄80, όταν τα οπλοστάσια των πυρηνικών δυνάμεων διέθεταν σχεδόν 70.000 πυρηνικές κεφαλές, καμμία από τις χώρες αυτές δεν προτίθεται να προβεί σε σημαντικό περιορισμό τους. “Oύτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε ή Ρωσία -οι οποίες μαζί κατέχουν περίπου το 93% των πυρηνικών όπλων παγκοσμίως- έχουν δείξει ότι θα μειώσουν περαιτέρω τις στρατηγικές πυρηνικές δυνάμεις τους πέραν των μετρίων περιορισμών που προέβλεπε η νέα συνθήκη START (Treaty on Measures for the Further Reduction and Limitation of Strategic Offensive Arms) του 2010” επισημαίνει η έκθεση του SIPRI.
“Eπιπροσθέτως, τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ έχουν δρομολογήσει εκτενή και δαπανηρά προγράμματα εκσυγχρονισμού των υπαρχόντων πυρηνικών μέσων, κεφαλών και εγκαταστάσεων παραγωγής των… Τα πυρηνικά οπλοστάσια των άλλων χωρών είναι σημαντικά μικρότερα, ωστόσο όλες τους εκσυγχρονίζουν είτε αναπτύσσουν νέα όπλα είτε έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να το πράξουν” αναφέρεται στην έκθεση.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, η Ινδία και το Πακιστάν έχουν αυξήσει τα πυρηνικά τους οπλοστάσια αναπτύσσοντας νέα πυραυλικά συστήματα ενώ η Κίνα εστιάζει τις προσπάθειές της στην ποιοτική αναβάθμιση των πυρηνικών της κεφαλών. Από την πλευρά τους, Βόρεια Κορέα και Ισραήλ δοκιμάζουν νέους βαλλιστικούς πυραύλους την ώρα που οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να ξοδέψουν 400 δισεκατομμύρια δολάρια το διάστημα 2017-2026 για συντήρηση και εκσυγχρονισμό των πυρηνικών τους δυνάμεων, ποσό το οποίο κατά άλλες εκτιμήσεις δεν αποκλείεται να φθάσει το 1 δισ. δολάρια μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2040.