Ο συριακός στρατός και οι σύμμαχοί του έχουν τεθεί σε πλήρη ετοιμότητα σε όλη τη χώρα, ενώ έχουν εγκαταλείψει και κάποιες από τις θέσεις τους εν αναμονή πιθανών πληγμάτων από το εξωτερικό, ανακοίνωσε σήμερα το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο συριακός στρατός βρίσκεται «σε πλήρη ετοιμότητα σε όλα τα στρατιωτικά αεροδρόμια, τις μεγάλες στρατιωτικές βάσεις που βρίσκονται στην πρωτεύουσα Δαμασκό και τα περίχωρά της, τη Χομς και τις παραθαλάσσιες περιοχές της Λαττάκειας και της Ταρτούς», δήλωσε ο Ράμι Άμπντελ Ράχμαν επικεφαλής του Παρατηρητηρίου.
Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες στη Ντέιρ αλ Ζορ, οι συριακές ένοπλες δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους εκκενώνουν τα βασικά στρατιωτικά σημεία ελέγχου.
Οι κινήσεις αυτές γίνονται αφού ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ καταδίκασε χθες Δευτέρα τη «φρικιαστική» επίθεση με χημικά που φέρεται να εξαπολύθηκε στη Ντούμα της Ανατολικής Γούτα και διεμήνυσε ότι «θα λάβει μείζονες αποφάσεις μέσα στις προσεχείς 24-48 ώρες».
Ο εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης προειδοποίησε σήμερα ότι «εάν παραβιάστηκε η κόκκινη γραμμή» στη Συρία, θα υπάρξει «απάντηση», προσθέτοντας ότι οι ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στον Εμανουέλ Μακρόν και τον Ντόναλντ Τραμπ «επιβεβαιώνουν a priori τη χρήση χημικών όπλων».
«Εάν οι ευθύνες αποδειχθούν, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας το έχει πει πολλές φορές, εάν η κόκκινη γραμμή έχει παραβιαστεί, θα δώσει έδαφος σε μία απάντηση», δήλωσε ο Μπενζαμέν Γκριβό στο ραδιοφωνικό δίκτυο Europe 1. «Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αντάλλαξαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν a priori τη χρήση χημικών όπλων», είπε.
Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διεμήνυσε τη Δευτέρα ότι θα ληφθούν «μείζονες αποφάσεις», «απόψε ή πολύ σύντομα» για την πιθανολογούμενη αμερικανική στρατιωτική δράση στη Συρία, μετά την επίθεση που φέρεται να έγινε με χημικά όπλα στη Ντούμα, στην Ανατολική Γούτα, εντείνοντας την πίεση στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και στους συμμάχους του, τη Ρωσία και το Ιράν.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ συζήτησε τηλεφωνικό με τον γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν για τις εξελίξεις, για δεύτερη φορά σε δύο ημέρες, και οι δύο ηγέτες θέλουν να υπάρξει «σθεναρή αντίδραση» από πλευράς της διεθνούς κοινότητας, γνωστοποίησε το Ελιζέ τη νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη.
Στον ΟΗΕ διεξήχθη κατεπείγουσα συνεδρίαση που ζήτησαν οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία. Οι τρεις δυτικές χώρες θέλουν να επιδείξουν ενιαία στάση έναντι της Ρωσίας. Θέλουν να δείξουν επίσης ότι δοκίμασαν όλες τις διπλωματικές οδούς πριν από την ενδεχόμενη καταφυγή στα όπλα.
Η Ουάσινγκτον θέλει κυρίως το Συμβούλιο Ασφαλείας να δώσει εντολή να διενεργηθεί «ανεξάρτητη έρευνα» για την επίθεση του Σαββάτου που φέρεται να έγινε με «τοξικά αέρια» στη Ντούμα, τον τελευταίο θύλακα των ανταρτών στον θύλακα της Ανατολικής Γούτας, στα όρια της Δαμασκού, για την οποία κατηγορεί το συριακό καθεστώς. Αξιώνει οι «δράστες» της να λογοδοτήσουν. Η πρεσβεύτρια των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι απαίτησε να διεξαχθεί ψηφοφορία επί του αμερικανικού σχεδίου απόφασης σήμερα Τρίτη.
Νωρίτερα στον Λευκό Οίκο, ο αμερικανός πρόεδρος κατήγγειλε τη «φρικιαστική» επίθεση και διεμήνυσε πως θα έχει συναντήσεις «με αξιωματικούς του στρατού και με όλους τους άλλους» και «θα λάβουμε μείζονες αποφάσεις μέσα στις προσεχείς 24-48 ώρες», πριν προσθέσει «θα πάρουμε μια απόφαση απόψε ή πολύ σύντομα».
Ο αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζιμ Μάτις διαβεβαίωσε ότι δεν αποκλείεται τίποτε όσον αφορά ενδεχόμενα πλήγματα εναντίον του συριακού καθεστώτος.
Ο Λευκός Οίκος έχει ήδη κάνει λόγο περί «ευθυνών» της Ρωσίας και του Ιράν για την επίθεση με χημικά όπλα, καθώς θεωρεί ότι το συριακό καθεστώς δεν θα μπορούσε να τη διαπράξει «χωρίς την υλική τους υποστήριξη» και προειδοποίησε Δαμασκό, Μόσχα και Τεχεράνη ότι θα «πληρώσουν μεγάλο τίμημα».
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν από την πλευρά του χαρακτήρισε «απαράδεκτες» τις «θεωρητικές υποθέσεις» περί επίθεσης με χημικά όπλα στη Ντούμα και τόνισε πως είναι απαραίτητο να διαλευκανθεί «με πολύ σχολαστικό τρόπο» τι ακριβώς συνέβη στην πόλη αυτή.
Μετά τη δημόσια φάση της συνεδρίασης του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επίθεση στη Ντούμα, ο ρώσος πρεσβευτής Βασίλι Νεμπένζια τόνισε ότι το αμερικανικό σχέδιο απόφασης περιέχει «απαράδεκτα στοιχεία» που θα κάνουν «χειρότερα» τα πράγματα: είναι «επικίνδυνο όχι μόνο για τη Συρία, αλλά όλο τον κόσμο (…), την ειρήνη και τη διεθνή ασφάλεια».
Εν αναμονή της «σθεναρής αντίδρασης» της διεθνούς κοινότητας καταγράφηκε η επιδρομή εναντίον της στρατιωτικής βάσης στην κεντρική Συρία. Η Δαμασκός, η Ρωσία και το Ιράν κατηγόρησαν όμως το Ισραήλ για αυτή την επιδρομή.
Το Παρίσι και η Ουάσινγκτον διέψευσαν ότι βρίσκονταν πίσω από τα πλήγματα στη βάση. «Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ δεν διεξάγουν αεροπορικά πλήγματα στη Συρία», επανέλαβε τη Δευτέρα η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Σάρα Χάκαμπι Σάντερς, απηχώντας τη διάψευση του Πενταγώνου λίγη ώρα μετά τον βομβαρδισμό, αλλά επέμεινε στο γεγονός ότι αυτό δεν προλέγει το μέλλον.
Πριν από έναν χρόνο, τον Απρίλιο του 2017, ο Τραμπ έδινε διαταγή να βομβαρδιστεί μια συριακή στρατιωτική βάση σε αντίποινα για μια επίθεση με αέριο σαρίν η ευθύνη για την οποία είχε αποδοθεί ξανά στο συριακό καθεστώς στο χωριό Χαν Σεϊχούν (βορειοδυτικά) με 80 νεκρούς.
Σύμφωνα με οργανώσεις αρωγής προσκείμενες στην αντιπολίτευση, τα Λευκά Κράνη και τη Συριακή Αμερικανική Ιατρική Ένωση, πάνω από 40 άνθρωπο έχασαν τη ζωή τους από την επίθεση «με τοξικά αέρια» στη Ντούμα, στην Ανατολική Γούτα, μια περιοχή που το καθεστώς οδεύει να ανακαταλάβει πλήρως.
Το καθεστώς Άσαντ και η Ρωσία διέψευσαν αυτές τις πληροφορίες, που δεν έχουν επιβεβαιωθεί από ανεξάρτητες πηγές. Το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μια μη κυβερνητική οργάνωση που επίσης πρόσκειται στην αντιπολίτευση, ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει πως έγινε επίθεση με χημικά όπλα στη Ντούμα.
Ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων ανακοίνωσε από πλευράς του ότι άρχισε να διενεργεί έρευνα για την επίθεση στη Ντούμα.
Χάρη στην στρατιωτική υποστήριξη της Μόσχας, που έχει επέμβει από το 2015 στον συριακό πόλεμο, οι δυνάμεις του Άσαντ έχουν καταφέρει να ανακτήσουν τον έλεγχο σε πάνω από τη μισή συριακή επικράτεια, εν μέσω ενός καταστροφικού πολέμου που έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 350.000 ανθρώπους μέσα σε επτά χρόνια.
Επωφελούμενο επίσης από τη ρωσική υποστήριξη το καθεστώς κατάφερε εντέλει να πείσει τους τελευταίους αντάρτες να αρχίσουν να αποχωρούν από τη Ντούμα, την τελευταία πόλη που παρέμενε υπό τον έλεγχό τους στην Ανατολική Γούτα. Όλος ο υπόλοιπος θύλακας ανακαταλήφθηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, έπειτα από έναν καταιγισμό πυρός στον οποίο εκτός των άλλων σκοτώθηκαν τουλάχιστον 1.700 άμαχοι, κατά το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.