Οι Κούρδοι της Συρίας, που στο παρελθόν διώκονταν από το καθεστώς, κατάφεραν στα έξι χρόνια του εμφύλιου πολέμου να ελέγχουν ένα μέρος της χώρας και πλέον υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ στην επιχείρησή τους για την ανακατάληψη της Ράκας, προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους.
Η τύχη χαμογέλασε στους Κούρδους μετά την απόφαση των ηγετών τους να κρατήσουν αποστάσεις από τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν τον Μάρτιο του 2011 με αίτημα μεταρρυθμίσεις, οι οποίες γρήγορα κατεστάλησαν βίαια από την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Η απόφασή τους να μην εμπλακούν στην αντικυβερνητική εξέγερση εξόργισε την αντιπολίτευση, αλλά επέτρεψε στα μέσα του 2012 την αποχώρηση του συριακού στρατού από τις περιοχές όπου η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Κούρδοι στη βορειοανατολική Συρία.
Οι Κούρδοι, που έχουν αναχθεί στην αιχμή του δόρατος στη μάχη κατά του ΙΚ, ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Χασακέ, ένα μέρος της επαρχίας Ράκα και ένα μέρος της επαρχίας του Χαλεπιού. Εκεί έχουν εγκαταστήσει αυτόνομη διοίκηση, έχουν αναπτύξει πολιτικούς θεσμούς και δυνάμεις ασφαλείας και έχουν δημιουργήσει τρία «καντόνια».
Η απόφαση της ηγεσίας των Κούρδων «να περιορίσει τις φιλοδοξίες της» και η συνύπαρξή της με το καθεστώς, του οποίου δεν ζητά την ανατροπή, της επέτρεψαν να εδραιώσει την εξουσία της, επισημαίνει ο Σαμ Χέλερ ειδικός σε θέματα Συρίας στο Century Foundation.
Όμως τα κέρδη των Κούρδων παραμένουν προβληματικά, εκτιμούν οι ειδικοί, καθώς αυτή η μειονότητα δεν χαίρει παρά μιας περιστασιακής στήριξης από τις ΗΠΑ, ενώ η Τουρκία επιδιώκει την εξόντωσή της.
«Οι Κούρδοι ελπίζουν ότι η κατάληψη της Ράκας θα τους προσφέρει μακροπρόθεσμη διεθνή στήριξη ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν το Ροζάβα», το κουρδικό όνομα που έχει δοθεί στην περιοχή της βόρειας Συρίας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι Κούρδοι, δηλώνει ο Φαμπρίς Μπαλάνς ειδικός σε θέματα Συρίας στο Washington Institute.
Το ισχυρό Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (PYD) και η ένοπλη πτέρυγά του οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) έχουν αναχθεί σε ντε φάκτο κυβέρνηση και δυνάμεις ασφαλείας στη Ροζάβα.
Μετά την κατάκτηση περιοχών της Συρίας από το ΙΚ το 2014, οι YPG έγιναν ένα ζωτικής σημασίας κομμάτι του υπό τις ΗΠΑ διεθνούς συνασπισμού κατά των τζιχαντιστών, υπογραμμίζει ο Χέλερ.
Η συμμαχία αυτή επέτρεψε μια σειρά νικών κατά των τζιχαντιστών, όμως πολλοί αντάρτες δεν έχουν συγχωρήσει στους Κούρδους το γεγονός ότι δεν εξεγέρθηκαν κατά του Άσαντ. Και η επέκτασή τους στις περιοχές της βόρειας Συρίας, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είναι Άραβες έχει προκαλέσει εθνοτικές εντάσεις.
Επιπλέον η αυξανόμενη στρατιωτική τους ισχύ έχει προκαλέσει την οργή της Τουρκίας, η οποία κατηγορεί τη YPG ότι συνδέεται με τους Κούρδους αυτονομιστές του Εργατικοί Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK).
Τον Οκτώβριο του 2015 για να αμβλύνουν την ένταση που είχε δημιουργηθεί από την αυξανόμενη επιρροή της YPG, ανακοινώθηκε η δημιουργία της αραβοκουρδικής συμμαχίας Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF). Όμως αυτή η συμμαχία «ουσιαστικά παραμένει υπό τη διοίκηση της YPG», επισημαίνει το International Crisis Group.
Μετά τη δημιουργία των SDF η Ουάσινγκτον ενίσχυσε τη στρατιωτική της στήριξη προς την αραβοκουρδική συμμαχία.
Τον Νοέμβριο του 2016 η SDF ξεκίνησε την επιχείρηση για την ανακατάληψη της Ράκας, της ντε φάκτο «πρωτεύουσας» του ΙΚ στη Συρία. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι στηρίζουν την εκστρατεία αυτή, προς μεγάλη απογοήτευση της Τουρκίας.
Ωστόσο οι ειδικοί εκτιμούν ότι τα κέρδη της YPG δεν είναι απρόσβλητα.
«Προς το παρόν η αμερικανική στήριξη στην YPG της προσφέρει κάποια προστασία», διαβεβαιώνει ο Νόα Μπόνσεϊ, ένας αναλυτής του ICG, εκτιμώντας ωστόσο ότι «τίποτε δεν εγγυάται» ότι η στήριξη αυτή «θα είναι μόνιμη και θα διαρκέσει περισσότερο από την τρέχουσα εκστρατεία» για την κατάληψη της Ράκας.
Στο μεταξύ διαφαίνονται και άλλα προβλήματα στον ορίζοντα, κυρίως το ενδεχόμενο ο Άσαντ να προσπαθήσει να αποκαταστήσει τον έλεγχο του στις περιοχές, όπου πλειοψηφούν οι Κούρδοι.
Η κουρδική ηγεσία θα πρέπει «να δείξει αν προτίθεται να κάνει στρατηγικούς συμβιβασμού, περιορίζοντας κάποιες από τις φιλοδοξίες της προκειμένου να διασφαλίσει τα κέρδη της», σημειώνει ο Μπόνσεϊ. «Αν το καταφέρει, θα μπορέσει να διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος αυτών που έχει κατακτήσει».