Ο πόλεμος στη Συρία, αφού προκάλεσε μείζονα μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη, εισέρχεται την Τρίτη στο έκτο χρόνο του με την επανάληψη των διεθνών προσπαθειών για μια πολιτική διευθέτηση, η οποία ευνοείται από την εκεχειρία που τηρείται έπειτα από πρωτοβουλία των Αμερικανών και των Ρώσων.
Υπάρχει πραγματική ευκαιρία να σιγήσουν τα όπλα; Κανείς δεν μπορεί να το πει καθώς η σύγκρουση, η οποία μετρά περισσότερους από 270.000 νεκρούς, είναι πολύπλοκη με την εμπλοκή πολλών παραγόντων επί του πεδίου.
Η κρίση ξεκίνησε στις 15 Μαρτίου του 2011 όταν, στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, μικρές διαδηλώσεις καταστάλθηκαν βίαια στη Δαμασκό από το καθεστώς που κυβερνούσε με σιδηρά πυγμή επί 45 χρόνια δια του προέδρου Χάφεζ αλ Άσαντ και στη συνέχεια του διαδόχου του και γιου του, τυ Μπασάρ.
Αυτή η ειρηνική εξέγερση που ζητούσε πολιτικές μεταρρυθμίσεις μετατράπηκε σταδιακά σε έναν πόλεμο που έγινε όλο και πιο περίπλοκος, με την αύξηση της δύναμης τζιχαντιστικών οργανώσεων και την εμπλοκή παραγόντων από το εξωτερικό.
«Άφησαν να εξελιχθούν στη Συρία πολλαπλοί πόλεμοι μέσω πληρεξούσιων οι οποίοι δεν έχουν πλέον μεγάλη σχέση με τα αρχικά αιτήματα του συριακού λαού», γράφει ο Καρίμ Μπιτάρ, διευθυντής έρευνας στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS).
Τα δεδομένα ανατράπηκαν τον Σεπτέμβριο του 2015 με τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας, για τη διάσωση του συμμάχου της, του προέδρου Ασαντ, η τύχη του οποίου παραμένει το βασικό σημείο διαφωνίας μεταξύ των περιφερειακών και διεθνών παραγόντων που έχουν εμπλακεί στη σύγκρουση.
Και η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων στην Ευρώπη, που προκάλεσε τη χειρότερη μεταναστευτική κρίση στη γηραιά ήπειρο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώθησε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες να εξετάσουν την πολιτική τους απέναντι στο συριακό καθεστώς.
Δεν υπήρξε πτώση του Άσαντ
«Η ευρωπαϊκή εμμονή όσον αφορά τις προσφυγικές ροές είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν σε μια επαναξιολόγηση της πολιτικής στη Συρία, κάνοντας τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα απόλυτη προτεραιότητα σε βάρος άλλων πολιτικών και γεωστρατηγικών στόχων», παρατηρεί ο Μπιτάρ. Η ρωσική επέμβαση «επέτρεψε στο καθεστώς Άσαντ, ενώ έχανε έδαφος (από τους αντάρτες), να εδραιώσει τον έλεγχό του στη «χρήσιμη Συρία», τις πιο πολυάνθρωπες περιοχές της χώρας, επισημαίνει.
Ο πρόεδρος της Συρίας παραμένει στον θώκο του και τίποτε δεν προμηνύει την αναχώρησή του, ένα αίτημα που θα θέσει η αντιπολίτευση για πολλοστή φορά την προσεχή εβδομάδα στη Γενεύη.
Ο μελλοντικός γύρος των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ αρχίζει στις 14 Μαρτίου και θα επικεντρωθεί στον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, στην κατάρτιση νέου Συντάγματος και τη διεξαγωγή βουλευτικών και προεδρικών εκλογών.
Ωστόσο το χάσμα παραμένει μεγάλο. «Κατέστη σαφές στους Αμερικανούς ότι πρέπει να κάνουν παραχωρήσεις (…) αλλά την ίδια στιγμή, δεν είναι έτοιμοι να δεχτούν ότι ο Άσαντ θα παραμείνει επ’ αόριστον στην εξουσία», τονίζει ο Γεζίντ Σάγιγ, ερευνητής στο Κέντρο Carnegie για τη Μέση Ανατολή.
«Θέλουν τουλάχιστον ως προϋπόθεση, ο Ασαντ να φύγει στην αρχή, κατά τη διάρκεια ή στο τέλος μιας περιόδου μετάβασης, κάτι που οι Ρώσοι εξακολουθούν να μην δέχονται. Θα επιτραπεί στον Άσαντ να θέσει υποψηφιότητα στις προσεχείς προεδρικές εκλογές (το 2021); αυτό είναι ένα κρίσιμο θέμα».
Οι δύο εγγυητές της πρωτοφανούς εκεχειρίας που τέθηκε σε ισχύ στις 27 Φεβρουαρίου μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των ανταρτών, γνωρίζουν ωστόσο ότι, χωρίς συμφωνία, οι μάχες θα αρχίσουν και πάλι να μαίνονται.
«Αν η εκεχειρία δεν υποστηριχθεί από μια πολιτική συμφωνία, η βία θα επιστρέψει σταδιακά», προειδοποιεί ο Σάγιγ.
Πόλεμοι μέσω πληρεξούσιων
Ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας στη Γενεύη, οι τζιχαντιστικές οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος και το Μέτωπο Αλ-Νόσρα που ελέγχουν το ήμισυ του συριακού εδάφους, θα συνεχίσουν να πολεμούν. Καθώς έχουν αποκλειστεί από την εκεχειρία, εξακολουθούν να βομβαρδίζονται ταυτόχρονα από τους Ρώσους και τον υπό τις ΗΠΑ συνασπισμό.
Τα πλοκάμια του ΙΚ έχουν εξαπλωθεί έξω από τη Συρία, στον Κόλπο, τη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη, περιοχές που έχουν πληγεί από αιματηρές επιθέσεις, κυρίως στο Παρίσι και στην Τυνησία.
Από τη σύγκρουση διαφαίνεται μια θρησκευτική μάχη μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας που υποστηρίζει τους αντάρτες οι οποίοι είναι σουνίτες στην πλειοψηφία τους, και του σιιτικού Ιράν που θέλει να διατηρήσει τη φατρία των Αλαουιτών στην εξουσία της Δαμασκού. Η σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου πολεμά επίσης στο πλευρό της συριακής κυβέρνησης.
«Οι περιφερειακές σουνιτικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, παραμένουν σε μια γραμμή πολύ πιο αδιάλλακτη και μαξιμαλιστική σε σχέση με αυτή της κυβέρνησης Ομπάμα», η οποία δοκιμάστηκε από την εισβολή στο Ιράκ και διστάζει να εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον του Άσαντ, αναφέρει ο Μπιτάρ.
Το Ριάντ απαιτεί την αποχώρηση του Άσαντ, όπως και η Άγκυρα η οποία βομβαρδίζει άλλωστε τις συριακές κουρδικές δυνάμεις που προσδοκούν αυτονομία στα σύνορά της.
Σε μια Συρία γεμάτη ερείπια πλέον, όπου 450.000 άνθρωποι ζουν υπό πολιορκία σε δραματικές συνθήκες από ανθρωπιστική άποψη και με την οικονομία της διαλυμένη, ο Μπιτάρ θυμίζει: «ο λαός παραμένει το θύμα ενός ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ των δυνάμεων».