Της Χριστίνας Σ. Φλάσκου ٭
Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα ομιλίας της υπογράφουσας με θέμα «Η Τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή ꞉ Η περίπτωση της Συρίας», στο πλαίσιο διεξαγωγής της επιστημονικής Ημερίδας «Η ελληνική προεδρία της ΕΕ και η συμβολή της στη διαχείριση παλαιών και νέων προκλήσεων στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή». Η Ημερίδα έλαβε χώρα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο την Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014.
Η επικρατούσα κατάσταση στη Συρία, ενώ συνεχίζονται οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας για εξεύρεση πολιτικής λύσης, έχει ως κατωτέρω ꞉
Πρώτον, η επιτευχθείσα Συμφωνία για την απομάκρυνση και καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της Συρίας, διέλυσε τα σύννεφα ενός γενικευμένου πολέμου στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αν και παρατηρούνται χαμηλοί ρυθμοί υλοποίησης του χρονοδιαγράμματος (μέχρι τέλος Ιανουαρίου είχε απομακρυνθεί από τη Συρία μόνο το 5% του συνολικού χημικού οπλοστασίου), υπάρχει αισιοδοξία ότι ο τεθείς στόχος για απομάκρυνση όλων των χημικών όπλων μέχρι 30 Ιουνίου 2014, είναι εφικτός.
Δεύτερον, η ανθρωπιστική κρίση στη Συρία έχει ξεπεράσει κάθε όριο της ανθρώπινης φαντασίας. Πάνω από 100.000 είναι μέχρι στιγμής οι νεκροί, ενώ περίπου 5.000.000 έχουν εκτοπιστεί από τις περιοχές τους και άλλα 2.400.000 έχουν προσφύγει σε γειτονικές χώρες (Τουρκία, Λίβανο, Ιορδανία, Ιράκ και Αίγυπτο) προκαλώντας, εκτός των άλλων, οικονομική αιμορραγία δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη φιλοξενία τους. Οι παραμένοντες δε στη Συρία, εκτός του ότι κινδυνεύει καθημερινά η ζωή τους από τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις και τις προβοκάτσιες των αντιμαχομένων δυνάμεων, αντιμετωπίζουν και ανυπέρβλητες δυσκολίες για την επιβίωση τους, δεδομένου ότι είτε υπάρχει έλλειψη, είτε δεν έχουν πρόσβαση σε είδη πρώτης ανάγκης (δηλ. τροφής, νερού, φαρμάκων, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ).
Τρίτον, στη Συρία φαίνεται ότι η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος του Assad δεδομένης της στρατιωτικής του υπεροχής, αλλά και της αδύναμης και χωρίς συνοχή αντιπολίτευσης και αντικαθεστωτικών δυνάμεων. Επιπρόσθετα, οι δραστηριότητες των πλέον καλά εξοπλισμένων εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων, με επιθέσεις κατά αμάχων και καταστροφές των υποδομών (σχολικά κτίρια, νοσοκομεία, δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κλπ), έχουν στρέψει την κοινή γνώμη του Συριακού λαού υπέρ του Assad.
Τέταρτον, οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης ΙΙ για εξεύρεση πολιτικής λύσης, που ξεκίνησαν στις 22 Ιανουαρίου 2014 στο Μοντρέ της Ελβετίας και ολοκληρώθηκαν στις 31 Ιανουαρίου 2014 στη Γενεύη, δεν κατέληξαν σε ουσιαστική συμφωνία. Από τη μια πλευρά, οι εκπρόσωποι του Assad εστίασαν την προσοχή τους στον πόλεμο κατά των τρομοκρατών (συμπεριλαμβάνουν στο χαρακτηρισμό αυτόν όλες τις ένοπλες αντικαθεστωτικές ομάδες), ενώ η αντιπολίτευση, στην ανάγκη συγκρότησης μεταβατικής κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του Assad, γεγονός που αποτελεί κόκκινη γραμμή για την κυβερνητική αντιπροσωπεία.
Παρά το αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε η συνδιάσκεψη, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπήρξε σχετική πρόοδος, αφενός μεν διότι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης έκατσαν στο ίδιο τραπέζι, αφετέρου διότι οι δύο πλευρές συζήτησαν με κατανόηση ανθρωπιστικά ζητήματα και συμφώνησαν για τοπικές παύσεις εχθροπραξιών, ώστε να δοθεί η δυνατότητα προσέγγισης ανθρωπιστικής βοήθειας.
Αν και ο δρόμος για επίτευξη πολιτικής λύσης φαίνεται μακρύς και δύσβατος, με δεδομένη την απόφαση των ΗΠΑ και Ρωσίας για πολιτική και μόνο λύση στη Συριακή κρίση, εκτιμάται ότι τελικά αυτή θα επιτευχθεί μετά από διεθνείς προσπάθειες για σταδιακό έλεγχο ή περιορισμό των δραστηριοτήτων των εξτρεμιστικών ομάδων και στη συνέχεια συγκρότηση μεταβατικής Κυβέρνησης στην οποία όμως κύριο ρόλο θα έχει το καθεστώς Assad. Σε οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη, ο κίνδυνος διχοτόμησης ή και τριχοτόμησης της Συρίας και η μετάδοση μιας γενικευμένης ανάφλεξης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, είναι πολύ πιθανός.
Τέλος, σε ότι αφορά στην Τουρκία, επισημαίνεται ότι η έστω και μικρή πρόοδος που παρατηρείται στις διαπραγματεύσεις για εξεύρεση πολιτικής λύσης στη Συριακή κρίση, καθώς και η προβλεπόμενη περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Ιράν, θα απομειώσουν τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας.
٭ Η Χριστίνα Σ. Φλάσκου είναι Διεθνολόγος, MSc Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές (Πάντειο Πανεπιστήμιο)