Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα συναντηθούν στο Ελσίνκι, σήμερα Δευτέρα 16 Ιουλίου. Μεταξύ της ελίτ της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει μια αίσθηση επιφυλακτικής αισιοδοξίας για τη σύνοδο κορυφής. Παρά την σαφή κατανόηση των υπαρχόντων εμποδίων για βελτιωμένες σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, πολλοί πιστεύουν ότι οι δύο πρόεδροι μπορούν να βρουν έναν τρόπο να αρχίσουν να μειώσουν τις εντάσεις. Για να αποκτήσουμε μια καλύτερη αίσθηση των ρωσικών προσδοκιών, ας δούμε τι δήλωσαν πολλοί κορυφαίοι πολιτικοί και ακαδημαϊκοί της Μόσχα.
Στη Ρωσία, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις κατευθύνονται προς μια επικίνδυνη καθοδική πορεία. «Η σημερινή σχέση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της από την κρίση στην Καραϊβική (σ.σ. αναφέρεται στην κρίση των πυραύλων της Κούβας)» προειδοποιεί ο Konstantin Zatulin, ο οποίος είναι ο πρώτος αναπληρωτής πρόεδρος της επιτροπής της Δούμας για τις σχέσεις με την ΚΑΚ και τους Ρώσους υπηκόους στο εξωτερικό και ο οποίος είναι ένας από τους πιο εθνικιστικά προσανατολισμένους ηγέτες του Κόμματος Ενωμένης Ρωσίας του Πούτιν. Η ανησυχία του Zatulin βρίσκει υποστηρικτές ακόμα και σε ορισμένα μέλη της αντιπολίτευσης.
Ο Maksim Shevchenko, ένας εξέχων αριστερός δημοσιογράφος που ήταν ο εκπρόσωπος κομμουνιστών στα πρόσφατα τηλεοπτικά debate εν όψει των προεδρικών εκλογών, και νυν υποψήφιος κυβερνήτης της περιοχής Βλαντιμίρ κοντά στη Μόσχα, εξηγεί ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία έχουν βρεθεί υπερβολικά κοντά ο ένας στον άλλο στη Μέση Ανατολή». Βλέπει με μεγάλη απαισιοδοξία ενδεχόμενες πιθανές ρωσικές παραχωρήσεις προς στην Ουάσιγκτον. Ερωτηθείς για τις προσπάθειες της κυβέρνησης Τράμπ για να πείσει τη Μόσχα για να βοηθήσει στη μείωση της ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή, απάντησε: «Αυτό είναι αδύνατο, αυτό είναι ένας δρόμος προς τον πόλεμο». Σύμφωνα με τον ίδιο, «προσωπικά πιστεύω ότι η Ρωσία δεν πρέπει να προδώσει το Ιράν. … Δεν επιτρέπεται να υιοθετήσουμε μια θέση για τη Μέση Ανατολή που να υποστηρίζει μόνο το Ισραήλ».
Ωστόσο, πριν τη σύνοδο κορυφής, υπάρχει κάποια ανανεωμένη αισιοδοξία στη Μόσχα για την επιθυμία του Ντόναλντ Τραμπ να καταλήξει σε μια συμφωνία κοινής αντίληψης με τη Ρωσία. Ο Andranik Migranyan, καθηγητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας και ένας άτυπος σύμβουλος της προεδρικής διοίκησης, υποστηρίζει ότι ο Τραμπ δεν μπόρεσε να βελτιώσει τις σχέσεις του με το Κρεμλίνο κατά τη διάρκεια του πρώτου του έτους διότι «έπρεπε να δείξει στο αμερικανικό λαό και στους πολιτικούς του αντιπάλους ότι μπορεί να είναι σκληρός απέναντι στη Ρωσία και ότι δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση από αυτήν. «Έχοντας αποδείξει τα παραπάνω και έχοντας ενισχυθεί από την πρόσφατη επιτυχία της αμερικανικής οικονομίας, ο Τραμπ» αισθάνεται πιο σίγουρος» για την ικανότητά του να επιτύχει συμφωνία με τον Πούτιν. Για τη Μόσχα, οι εσωτερικοί περιορισμοί του Τραμπ όσον αφορά τη συνεργασία με τη Ρωσία φαίνονται λιγότερο αυστηροί από ότι πριν από ένα χρόνο.
Επιπλέον, το κατεστημένο ρωσικής εξωτερικής πολιτικής βλέπει τον John Bolton και τον Mike Pompeo ως αναβαθμίσεις σε σχέση με τους προκάτοχούς τους, παρά τη φήμη τους πως έχουν σκληρές απόψεις κατά της Ρωσίας. Ο Dmitry Suslov, Αναπληρωτής Διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών της Ανώτατης Σχολής Οικονομικών, συναντήθηκε με τον Bolton, όταν αυτός ταξίδεψε στη Μόσχα για να βοηθήσει στην οργάνωση της συνόδου κορυφής μεταξύ των δύο Προέδρων. «Ο Bolton με βάση τις προσωπικές του πεποιθήσεις είναι ένας νεοσυντηρητικός, αλλά ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Ντόναλντ Τραμπ εκφράζει την άποψη του Προέδρου και όχι τη δική του προσωπική ατζέντα», δήλωσε ο Sulsov. Ο Suslov βλέπει το Pompeo με παρόμοιο τρόπο. Ως εκ τούτου, αναμένει ότι οι δύο άνδρες θα εργαστούν πιστά για να εφαρμόσουν την πολιτική του Τραμπ έναντι της Ρωσίας, ακόμα κι αν δεν την υποστηρίζουν πλήρως.
Επιπλέον, οι Ρώσοι εμπειρογνώμονες εκτιμούν την σταθερότητα που έφεραν οι Bolton και Pompeo στην ομάδα εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ. «Καλύτερα να έχουμε έναν σκληρό αντίπαλο από έναν ασαφή εταίρο που λέει ένα πράγμα τη μια μέρα και την επομένη ένα άλλο», δήλωσε ο Migranyan.
Ποιοι είναι οι στόχοι της Μόσχας για την προσεχή σύνοδο κορυφής;
Σύμφωνα με τον Suslov, η ρωσική πλευρά έχει τρεις πρωταρχικούς στόχους:
- Πρώτον, το Κρεμλίνο επιδιώκει να δημιουργήσει πιο αξιόπιστες γραμμές επικοινωνίας με τους ομολόγους του στη διοίκηση Τραμπ και να ξεκινήσει διάλογο για ζητήματα ασφάλειας που κυμαίνονται από την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο έως τα πυρηνικά όπλα.
- Δεύτερον, θέλει η Ουάσιγκτον να μειώσει την πίεση σε τρίτες χώρες όπως η Ινδία και το Βιετνάμ για τη διατήρηση οικονομικών και στρατιωτικών δεσμών με τη Ρωσία.
- Τέλος, το Κρεμλίνο πιστεύει ότι μπορεί να φτάσει σε συμφωνία με τον Τράμπ, ο οποίος είναι λιγότερο προσηλωμένος στην απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία από ότι ο Ομπάμα.
Οι ρώσοι αναλυτές κατανοούν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πρόοδος στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις μέχρι να τελεσφορήσει το ζήτημα γύρω από την φερόμενη παρέμβαση της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016. «Αν η Ρωσία δεν το κάνει αυτό, δεν θα είμαστε σε θέση να κάνουμε τίποτα με τις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Suslov. Επισημαίνει πιθανές λύσεις σχετικά με το θέμα της ασφάλειας στον κυβερνοχώρου. Η πρώτη είναι μια συμφωνία που θέτει όρια στη πραγμάτωση κυβερνοεπιθέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, η Ρωσία θα μπορούσε να μειώσει το επίπεδο των επιχειρήσεων της στον κυβερνοχώρο εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών με αντάλλαγμα αμερικανικές παραχωρήσεις σε άλλους τομείς.
Ωστόσο, μια εντελώς αμοιβαία κατανόηση σχετικά με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο είναι απίθανη. Ο Suslov λέει ότι η Ρωσία θα σταματήσει μόνο να προσπαθεί να επηρεάσει την αμερικανική εγχώρια πολιτική εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποκηρύξουν εντελώς πράξεις που το Κρεμλίνο θεωρεί ως παρεμβολή στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας. Αυτές περιλαμβάνουν τη χρηματοδότηση ρωσικών ΜΚΟ, την παροχή ηθικής και πολιτικής υποστήριξης στη ρωσική αντιπολίτευση και την έκφραση οιασδήποτε άποψης σχετικά με ενέργειες και κινήσεις διαμαρτυρίας που συμβαίνουν κατά διαστήματα στη Ρωσία. Ο Suslov δεν περιμένει από την κυβέρνηση Τραμπ να συμφωνήσει με τέτοιους όρους.
Ένα άλλο θέμα στο οποίο το Κρεμλίνο μπορεί να είναι πρόθυμο να δείξει κάποια ευελιξία είναι το Ιράν. Ο Migranyan υποδεικνύει ότι η Μόσχα θα μπορούσε να δει αν η Τεχεράνη θα ήταν διατεθειμένη να επαναδιαπραγματευτεί ορισμένες πτυχές της συμφωνίας για τα πυρηνικά που Τραμπ θεωρεί απαράδεκτες. Ο Suslov διατύπωσε την ιδέα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να βοηθήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν την ιρανική στρατιωτική παρουσία στη Συρία με αντάλλαγμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστηρίξουν μια ειρηνευτική διαδικασία που θα άφηνε τον Άσαντ στην εξουσία. Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι η Ρωσία θα υποχρεωθεί τότε να αυξήσει τη συνεργασία της με το Ιράν σε άλλους τομείς, προκειμένου να αποφευχθεί η αποξένωση του συμμάχου της στη Μέση Ανατολή. Ο εκπρόσωπος του Πούτιν, Dmitry Peskov, αρνήθηκε τη πιθανότητα μιας τέτοιας συμφωνίας.
Ένας τομέας όπου η ελίτ της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής δεν περιμένει πρόοδο είναι η Ουκρανία. Η Μόσχα σίγουρα δεν έχει σχέδια να κάνει παραχωρήσεις σχετικά με την Ουκρανία, ιδιαίτερα να παραιτηθεί από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. «Δεν θα συζητήσουμε για την επιστροφή της Κριμαίας», λέει ο Zatulin. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία πρόβλεψη ότι η Αμερική θα αλλάξει τη θέση της στην Κριμαία σύντομα.
Όπως και οι αμερικανοί ομολόγοι τους, οι ρωσικοί αναλυτές παρακολουθούν με μεγάλη ανησυχία την αυξανόμενη ένταση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των ευρωπαίων συμμάχων τους. Ο κ. Suslov θεωρεί την κατάσταση ως μια ευκαιρία για τη Ρωσία να έρθει πιο κοντά με τους Ευρωπαίους. Ωστόσο, υπογραμμίζει γρήγορα ότι «είναι πολύ σαφής η αντίληψη ότι η Ρωσία δεν θα πετύχει να φέρει τους Ευρωπαίους στο στρατόπεδό της». Ενώ οι Ρώσοι βλέπουν θετικά τον Τραμπ, το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του σημαίνει ότι ενώ ελπίζουν σε καλύτερες σχέσεις με την Ουάσιγκτον, παραμένουν επιφυλακτικοί για την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει τελικά η κυβέρνηση του.