Ρωσία – ΕΕ: Γεωπολιτικοί αντίπαλοι ή στρατηγικοί εταίροι;

Του Νικολάι Καβέσνικοφ* από τη Ρωσία Τώρα

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία επιβεβαίωσαν τα σκαμπανεβάσματα που υπάρχουν στις ρωσο-ευρωπαϊκές σχέσεις. Η ΕΕ, είναι ώρα πλέον να κάνει την ιστορική επιλογή της: Θέλει τη Ρωσία σαν «συνεταίρο» στη δημιουργία της μεγάλης «Ζώνης της Ευρασίας» ή θέλει να την περιθωριοποιήσει;

Οι σημερινές σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), σίγουρα δεν χαρακτηρίζονται από τη μονοτονία. Έχουν να επιδείξουν σημαντικά επιτεύγματα, αλλά και πολλά σημεία τριβής. Ωστόσο, οποιαδήποτε αντιπαλότητα ή αρνητικό γεγονός, εύκολα επισκιάζει το σύνολο των συσσωρευμένων θετικών εξελίξεων. Ο λόγος; Η έλλειψη μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδίου ανάπτυξης των σχέσεων. Και αυτό, διότι δεν έχει ακόμα επιλυθεί το «υπαρξιακό» ερώτημα: «Τι είμαστε ο ένας για τον άλλο;»: Γείτονες χωρίς να το θέλουμε, γεωπολιτικοί ανταγωνιστές ή στρατηγικοί εταίροι;

Τα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια ακόμα σοβαρή κρίση μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ. Αλλά ακριβώς αυτές οι εξελίξεις, είναι που δείχνουν επίσης έναν πρακτικό τρόπο για τη μετατροπή των σχέσεων σε μια πραγματική στρατηγική εταιρική συνεργασία. Ο λόγος για όλα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα της λογικής της εξής ψευδεπίγραφης «επιλογής», που επινόησε η ΕΕ: «Είτε με την Ευρώπη, είτε με τη Ρωσία». Αυτή η προσέγγιση αγνόησε εμφανώς τις διαδικασίες ολοκλήρωσης που συντελούνται ή προωθούνται αυτή τη στιγμή στο μετασοβιετικό χώρο. Εξελίξεις που θεωρήθηκαν είτε «ανώριμες», είτε σαν μια ακόμα προσπάθεια της Ρωσίας να υλοποιήσει τις «αυτοκρατορικές» βλέψεις της.


Οδυνηρά ανεπαρκής η ΕΕ

Η πολιτική της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης αντιγράφει την προηγούμενη αποτελεσματική στρατηγική μετασχηματισμού των μετα-σοσιαλιστικών κρατών, που είχε υλοποιηθεί με επιτυχία στις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Η σημαντικότερη πηγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η «ήπια ισχύ» της, το ελκυστικό μοντέλο πολιτικής και κοινωνικο – οικονομικής ολοκλήρωσης. Το κύριο συμπέρασμα της ουκρανικής κρίσης είναι προφανές: Η ήπια δύναμη της ΕΕ δεν είναι αρκετή. Και η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά επώδυνη για την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι η αντίδραση στην απόφαση Γιανουκόβιτς ήταν συναισθηματική, «στο όριο να γίνει ένα διπλωματικό φάουλ».

Η διπλωματία της Μόσχας πέτυχε να αποδείξει στους πολιτικούς της Ουκρανίας (χωρίς να αμφισβητήσει την επιθυμία της Ουκρανίας να αναπτύξει στενότερες σχέσεις με την ΕΕ), ότι η σύνδεση με την ΕΕ θα έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για την Ουκρανία. Πρώτα απ’ όλα, θα είναι η αύξηση του ανταγωνισμού των ντόπιων με τα ευρωπαϊκά προϊόντα στην εσωτερική αγορά, εξέλιξη για την οποία η ουκρανική οικονομία δεν είναι έτοιμη. Επιπλέον, θα χαθεί τμήμα της ρωσικής αγοράς από τη μετάβαση στο σύνηθες καθεστώς εμπορικών συναλλαγών, από το προνομιακό καθεστώς που ισχύει σήμερα. Να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα της συνεδρίασης της ρωσο-ουκρανικής διακρατικής Επιτροπής της 17ης Δεκεμβρίου, εκφράζουν την επιθυμία της Ρωσίας να παράσχει πραγματική στήριξη στον εταίρο της. Αυτή την πρακτική υποστήριξη που η Ουκρανία δεν πήρε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όχι στους νέο-«μεσσιανισμούς»

Φυσικά, είναι μεγάλος ο πειρασμός να χαρακτηριστεί αυτή η βοήθεια σαν μια πληρωμή με στόχο την απόρριψη της «ευρωπαϊκής επιλογής». Όμως, οι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας ξεχνάνε μια σημαντική λεπτομέρεια: Η Ουκρανία δεν έχει προβεί σε καμιά δήλωση απόρριψης του ενδιαφέροντος της για σύνδεση με την ΕΕ. Και η ρωσική βοήθεια δεν είναι φιλανθρωπία. Βασίζεται, όχι μόνο στη φιλία, αλλά και στην οικονομική σκοπιμότητα. Η μείωση των τιμών του «γαλάζιου χρυσού» θα επιτρέψει στην «Gazprom» να διατηρήσει τους όγκους παραδόσεων φυσικού αερίου στη μεγάλη ουκρανική αγορά. Και μια ολόκληρη σειρά από συμφωνίες που συνομολογήθηκαν, ειδικότερα οι συμφωνίες για την συμπαραγωγή αεροσκαφών «AN–124», καθώς και για τη συνεργασία στους τομείς της ναυπηγο-κατασκευαστικής και της πυραυλικής – διαστημικής βιομηχανίας, ανοίγουν μεγάλες ευκαιρίες για αμοιβαία επωφελείς συμπράξεις στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας.

Ωστόσο, η τακτική επιτυχία της ρωσικής πολιτικής δεν σημαίνει αυτόματα και τη μετάβαση της Ουκρανίας στην τροχιά της Ρωσίας. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ουσιαστικά αδύνατον να συμβεί, τη στιγμή που πολλοί Ουκρανοί βλέπουν τη Ρωσία σαν το διάδοχο των «αυτοκρατορικών» φιλοδοξιών της ΕΣΣΔ. Το παράδοξο είναι ότι και η Ρωσία δεν θέτει ένα τέτοιο στόχο. Ετσι, το δίλημμα «είτε με την Ευρώπη, είτε με τη Ρωσία», αποδεικνύεται ψευδές. Είναι ωφέλιμο μόνο στους υποστηρικτές του «μεσσιανισμού» στην εξωτερική πολιτική. Η ρωσική διπλωματία έχει επανειλημμένα δηλώσει, ότι δεν αντιτίθεται ούτε στην ένταξη της Ουκρανίας στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, ούτε και στην εμβάθυνση της συνεργασίας της γειτονικής της χώρας με την ΕΕ και καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες για να συντονίσει τις δύο «διαδρομές».


Η «Μεγάλη Ευρώπη» χωρίς διαχωριστικές γραμμές είναι δυνατή μόνο σαν ένα μεγάλος χώρος οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας, που να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και με την προϋπόθεση ότι θα λαμβάνονται υπόψη τα αμοιβαία συμφέροντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός παίκτη

Η μεγάλη «Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου»

Τόσο η Ουκρανία, όσο και η Ρωσία προχωρούν στο δύσκολο δρόμο για την οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Η διαδικασία του εσωτερικού εκσυγχρονισμού, μόνο κέρδη θα έχει από τη δημιουργία ενός υψηλού επιπέδου σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της ΕΕ. Και ο τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου (μια μελλοντική «Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου plus»). Σε ένα τέτοιο χώρο μπορεί και πρέπει να ενταχθούν, όχι μόνο η Ρωσία και η ΕΕ, αλλά και οι χώρες της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης, της Τελωνειακής Ένωσης, η Ουκρανία, καθώς και άλλες χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης.

Κάποια πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη γίνει. Η Ρωσία και η ΕΕ έχουν αναπτύξει μια κοινή αντίληψη για τη φύση εκείνων των πτυχών της νέας συμφωνίας-πλαισίου, οι αντιφάσεις των οποίων είχαν προηγουμένως αναγκάσει τις δύο πλευρές να πάρουν ένα παρατεταμένο τάϊμ –άουτ. Υπάρχει επίσης συμφωνία σχετικά με τη μορφή της συμμετοχής της Ευρασιατικής Οικονομικής Επιτροπής στις διαπραγματεύσεις. Δεν θα είναι συμβαλλόμενο μέρος, αλλά θα μπορεί να παρευρεθεί στις διαπραγματεύσεις σαν παρατηρητής. Συμφωνήθηκε επίσης το σχέδιο δράσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας για την επίλυση σύνθετων ζητημάτων στο διμερές εμπόριο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τους όρους της συμφωνίας σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ. Όλα τα παραπάνω είναι τα πρώτα δειλά ακόμα βήματα για το συντονισμό των διαφόρων διαδικασιών ολοκλήρωσης που «τρέχουν» αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Η πρόταση της Ρωσίας για τριμερείς διαπραγματεύσεις, δίνει μια ευκαιρία συγκερασμού των τρόπων λειτουργίας των τριών εμπορικών περιοχών.

Η αποτυχία της στρατηγικής της ΕΕ απέναντι στην Ουκρανία, είναι μια ευκαιρία για τους αρμόδιους Ευρωπαίους πολιτικούς να σκεφτούν το εξής: Είναι δυνατόν να οικοδομήσουμε τη Μεγάλη Ευρώπη με το σχήμα «Ευρωπαϊκή Ένωση συν μετασχηματισμένες σύμφωνα με το μοντέλο ΕΕ και προσδεμένες σε αυτήν χώρες της περιφέρειας»; Το σενάριο αυτό δεν είναι καθόλου ρεαλιστικό, αφού σπρώχνει τη Ρωσία στην περιθωριοποίηση. Και η Ρωσία, όπως είναι φυσικό, ποτέ δεν θα δεχθεί να παίξει το ρόλο της περιφέρειας.

Η «Μεγάλη Ευρώπη» χωρίς διαχωριστικές γραμμές είναι δυνατή μόνο σαν ένα μεγάλος χώρος οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας, που να βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και με την προϋπόθεση ότι θα λαμβάνονται υπόψη τα αμοιβαία συμφέροντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός παίκτη. Το σύνθημα της ΕΕ, «Η ενότητα βασίζεται στην πολυμορφία», πρέπει να ερμηνευτεί ευρύτερα. Με τη δημιουργία κοινών δομών συνεργασίας που μπορούν να διασφαλίσουν τη συνέργεια των διαφορετικών παικτών, όπως είναι τα κράτη του πυρήνα της ΕΕ και οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι χώρες της Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης, η Ρωσία και τα κράτη–μέλη της Τελωνειακής Ένωσης, καθώς και η Ευρασιατική Οικονομική Ένωση.

Μακροπρόθεσμα, μόνο η συγκέντρωση πόρων και ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων μπορεί να οδηγήσει σε μια επανάσταση για τη βελτίωση της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας και των οικονομιών της ευρύτερης Ευρώπης, αλλά και να δημιουργήσει τις νέες προωθητικές δυνάμεις εκσυγχρονισμού τόσο στα Δυτικά, όσο και στα Ανατολικά της ηπείρου.

*Ο Ν.Γ. Καβέσνικοφ, είναι καθηγητής της έδρας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του Κρατικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας (MGIMO), διακεκριμένος ερευνητής του Ινστιτούτου Ευρώπης της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.