Σε ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Ιορδανίας, τρεις Αμερικανοί επιχειρηματίες στέκονται και θαυμάζουν το κεντρικό έκθεμα της Διεθνούς Έκθεσης και Συνδιάσκεψης Ειδικών Επιχειρήσεων, που έμοιαζε ιδιαίτερα οικείο: ένα μεγάλο drone, οπλισμένο με όπλα κάτω από τα φτερά του, με τρούλο στην κεφαλή.
«Έφεραν εδώ τον Predator», δήλωσε ο ένας, εννοώντας το πανταχού παρόν αμερικανικό drone που έχει χρησιμοποιηθεί σε όλους τους μεγάλους πολέμους από τη Βοσνία μέχρι και το Ιράκ.
«Αυτό δεν είναι ο Predator», συνέχισε ένας άλλος.
Το drones στην έκθεση ήταν, στην πραγματικότητα, ένα κινεζικό μη επανδρωμένο εναέριο όχημα (UAV) που ονομάζεται Rainbow CH-4, το οποίο έχει εξαπλωθεί γρήγορα σε όλο τον κόσμο. Η Ιορδανία αγόρασε το συγκεκριμένο drone το 2015, αλλά την παρουσίασε για πρώτη φορά το 2018 στην Έκθεση και Συνδιάσκεψη Ειδικών Επιχειρήσεων, γνωστή ως SOFEX, μια εκδήλωση στην οποία οι εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας παρουσιάζουν τα τελευταία προϊόντα τους.
Πριν από λίγο καιρό, αυτό το θέαμα θα ήταν αδιανόητο: Ο MQ-1 Predator και ο διάδοχός του, ο πιο θανατηφόρος MQ-9 Reaper, ήταν για περισσότερο από μια δεκαετία συνώνυμα με τα πολεμικά drones. Πλεόν, αυτό έχει αλλάξει, όχι επειδή το Πεκίνο έχει κατασκευάσει ένα καλύτερο drone, αλλά επειδή ήταν πρόθυμο να το πουλήσει σε χώρες όπου οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να το πουλήσουν.
Για χρόνια, οι υποστηρικτές της πώλησης όπλων των ΗΠΑ παραπονιόντουσαν για τους αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές πολεμικών drones, οι οποίοι επέτρεψαν στην Κίνα να κινηθεί σε μια προσοδοφόρα αγορά, ενώ στερούσαν πολύτιμες αγορές από τις αμερικανικές εταιρείες. Η Ιορδανία είχε αρχικά ζητήσει να αγοράσει τον Reaper, ο οποίος κατασκευάστηκε από την General Atomics Aerospace Systems του Σαν Ντιέγκο, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε. Όταν το Πεκίνο στη συνέχεια εξασφάλισε τη συμφωνία, ο Ρεπουμπλικανός κ. Duncan Hunter δήλωσε στα τέλη του 2015 ότι «η Κίνα εκμεταλλεύεται την ευκαιρία».
Περισσότερο από δύο χρόνια αργότερα, το αυξανόμενο μερίδιο της Κίνας στην αγορά πολεμικών drones βρίσκεται στο επίκεντρο. Μέχρι σήμερα, μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία αγόρασαν μια οπλισμένη έκδοση του MQ-9 Reaper, ενώ άλλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Ιορδανίας, έχουν αγοράσει κινέζικα drones, όπως το CH-4.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τώρα με καθυστέρηση προσπαθούν να ανακαταλάβουν την αγορά των οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Για χρόνια, οι εταιρείες των ΗΠΑ αδυνατούσαν να πραγματοποιήσουν τέτοιες πωλήσεις, εν μέρει ως αποτέλεσμα του καθεστώτος ελέγχου τεχνολογίας πυραύλων, ενός διεθνούς συμφώνου που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση της εξαγωγής ορισμένων πυραύλων «Κρουζ» μεγάλης εμβέλειας και drones. (Η Κίνα δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία.)
Αλλά η Κυβέρνηση Trump, στο πλαίσιο της καμπάνιας «Buy American», ανακοίνωσε μια νέα πολιτική που αποσκοπούσε στη χαλάρωση των περιορισμών στις εξαγωγές πολεμικών drones. Ανακοινώνοντας τις αλλαγές. Ο Πίτερ Ναβάρο, σύμβουλος του Προέδρου του Τραμπ, καταφέρθηκε εναντίον των «κινεζικών απομιμήσεων» αμερικανικών μη επανδρομένων αεροσκαφών «που βρίσκονται στους αεροδιαδρόμους της Μέσης Ανατολής.» Οι υπερβολικά περιοριστικές πολιτικές είχαν θέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε κίνδυνο να χάσουν περίπου 50 δισεκατομμύρια δολάρια από διεθνείς αγορές για τα αεροσκάφη τέτοιας κατηγορίας, σύμφωνα με τον Ναβάρο. «Η πολιτική εξαγωγής των μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων της Κυβέρνησης θα εξισορροπήσει τον ανταγωνισμό, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις των ΗΠΑ να αυξήσουν τις απευθείας πωλήσεις σε εξουσιοδοτημένους συμμάχους και συνεργάτες», ανέφερε.
Ωστόσο, η νέα πολιτική εξαγωγών δεν φαίνεται να έχει άμεσο αντίκτυπο. Τα αποτελέσματα της αλλαγής αυτής δεν έχουν ακόμα φτάσει στην αγορά και αυτό φαίνεται από την μικρής κλίμακας συμμετοχή στην SOFEX και την προβολή μόνο άοπλων εκδόσεων drones από τις αμερικανικές εταιρίες.
«Είμαστε ακόμα στη διαδικασία αξιολόγησης της πρόσφατης ανακοίνωσης για την πολιτική εξαγωγών και των επιπτώσεών της στις πιθανές πωλήσεις», έγραψε εκπρόσωπος της εταιρείας General Atomics Aerospace Systems σε απάντηση σε ερώτηση σχετικά με δυνητικές πωλήσεις. «Σε αυτό το σημείο, είναι πολύ νωρίς για να σχολιάσω.»