Η ανακοίνωση της επίτευξης συμφωνίας επί των αρχών που θα οριστικοποιήσουν την πορεία εξομάλυνσης των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, όπως αυτή ανακοινώθηκε στη Ζυρίχη στις 17 Δεκεμβρίου 2015, σε συνδυασμό με την επίσκεψη του Προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής κ.Mahmud Abbas στην Αθήνα στις 20-21 Δεκεμβρίου, μπορεί να έδωσαν την εντύπωση ότι το ρολόι είχε γυρίσει πίσω στην περίοδο 1996-2006 όταν η τουρκο-ισραηλινή συμμαχία άνθιζε, υποχρεώνοντας την Ελλάδα στην εμβάθυνση των σχέσεων της με τον Αραβικό κόσμο.
Το γεγονός ότι η επίσκεψη Abbas συνέπεσε με την απόφαση της Ελληνικής Βουλής να απαιτήσει από την κυβέρνηση την αναγνώριση του “Παλαιστινιακού κράτους” στα σύνορα του 1967 και συνδυάστηκε με τη συμβολική απόφαση του κ.Τσίπρα να αντικατασταθεί ο όρος Παλαιστινιακή Αρχή με τον όρο Παλαιστίνη σε όλα τα
επίσημα έγγραφα του ελληνικού κράτους, ίσως να επέτειναν την αίσθηση ότι είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό στη Ζυρίχη μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μάλλον πολύ περισσότερο πεζή, όσο και πολυσύνθετη.
Το ψήφισμα του Ελληνικού Κοινοβουλίου, που ακολουθεί ανάλογα ψηφίσματα ευρωπαϊκών κοινοβουλίων από το 2014, αποσκοπεί στη δημιουργία κινήτρων για την επανέναρξη των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων στο Παλαιστινιακό και δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτικό για την ελληνική κυβέρνηση. Η απόφαση του κ. Τσίπρα, αν και μεστή συμβολισμών, δεν μπορεί να παρερμηνευτεί από τους Ισραηλινούς ως αναγνώριση Παλαιστινιακού Κράτους και απέχει παρασάγγας από τη στάση άλλων ευρωπαϊκών κρατών όπως η Σουηδία, η οποία όντως έχει προχωρήσει τυπικά και ουσιαστικά σε αναγνώριση “Παλαιστινιακού Κράτους”.
Είναι άλλωστε μάλλον απίθανο να μην είχε υπάρξει εκ των προτέρων συνεννόηση ή έστω ενημέρωση των Ισραηλινών από την Αθήνα για την πρόθεση του Ελληνικού Κοινοβουλίου πολύ πριν από την ανακοίνωση της τουρκο-ισραηλινής συμφωνίας στη Ζυρίχη. Σε κάθε περίπτωση, η ελλαδική στάση είναι συνεπής με το αμοιβαία
αποδεκτό επίπεδο διπλωματικής ευελιξίας που Αθήνα και Τελ Αβίβ αναγνώρισαν ο ένας στον άλλο όταν ξεκίνησε η Ελλαδο-Ισραηλινή στρατηγική συνεργασία, κυρίως μετά τα γεγονότα του Μαβί Μαρμαρά. Παρά το αυξημένο επίπεδο στρατιωτικής συνεργασίας -ιδίως μεταξύ των Πολεμικών Αεροποριών των δύο κρατών- το Ισραήλ και η Ελλάδα δεν διαθέτουν κοινά θαλάσσια σύνορα, ενώ η δυναμική της ενεργειακής τους συνεργασίας δεν προχώρησε σε βαθμό ανάλογο με αυτόν ανάμεσα στην Κύπρο και το Ισραήλ.
Η Κύπρος έχει υπογράψει συμφωνία ΑΟΖ με το Ισραήλ, μολονότι συνεχίζει η εκκρεμότητα με τη μη-υπογραφή Συμφωνίας Κοινής Εκμετάλλευσης (Common Unitization Agreement-CUA) που είναι νομικά απαραίτητη για την ανάπτυξη του πεδίου Αφροδίτη. Οι ισραηλινές εταιρίες Avner Oil Delek και Drilling αναπτύσσουν το μοναδικό πεδίο Υ/Α που διαθέτει η Κυπριακή Δημοκρατία, ελέγχοντας το 30% της κοινοπραξίας μαζί με τις Noble και British Gas, αν και την ίδια ώρα ηγούνται -τουλάχιστον από το 2013- του φιλοτουρκικού λόμπυ στο Ισραήλ που επιδιώκει την εξομάλυνση των διμερών σχέσεων για να κατασκευάσει τον αγωγό αερίου Λεβιαθάν-Τζεϋχάν. Από την άποψη αυτή η Κύπρος, συγκριτικά με την Ελλάδα, κινδυνεύει να ζημιωθεί πολύ πιο ουσιαστικά από μια ενδεχόμενη τουρκο-ισραηλινή επαναπροσέγγιση εφόσον αυτή αγνοήσει τα ζωτικά συμφέροντα του Κυπριακού Ελληνισμού.
Διαβάστε το πλήρες κείμενο της ανάλυσης ΕΔΩ