Μεσημέρι Κυριακής στον πολύβουο καταυλισμό της Ειδομένης και σε μία από τις σκηνές, εκεί που ξεκουράζουν τα ταλαιπωρημένα από το μακρύ κι επίπονο ταξίδι κορμιά τους οι πρόσφυγες, το γέλιο μιας ηλικιωμένης «σκίζει» τον αέρα και αντηχεί σαν γάργαρο κελάρυσμα στα αυτιά των υπολοίπων. Στα 85 της χρόνια, η Σιρίν έχει κάθε λόγο, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, να γελά, αφού δεν «πλήρωσε», όπως πολλοί ομοεθνείς της, το βαρύ τίμημα της «λάθος» -για τους τζιχαντιστές- ταυτότητας, αυτής των Γεζίντι.
Ταξιδεύει μόνη, στηρίζοντας το βαρύ από τα χρόνια κορμί της στις πλάτες των γειτόνων της, που θέλησαν να της δώσουν τη δυνατότητα να ζήσει αξιοπρεπώς ως τη δύση της ζωής της.
Η Σιρίν θέλει να πάει στη Γερμανία, να βρει τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της -τα άλλα δύο ζουν στη Σουηδία- και παρ’ όλο που η κατάσταση στην Ειδομένη «δεν είναι άνετη», διατηρεί αμείωτη τη «δίψα» για ζωή, ενώ στην ερώτηση πώς ταξιδεύει μόνη σ’ αυτή την προχωρημένη ηλικία, απαντά αφοπλιστικά: «Ο Θεός με οδηγεί»…
Στο πρόσωπο της 85χρονης είναι χαραγμένη όλη η ιστορία της κατατρεγμένης από τον ISIS κουρδικής φυλής των Γεζίντι. Κυνηγημένοι από το Ισλαμικό Κράτος ως «λάτρεις του σατανά», οι Γεζίντι αναζητούν καταφύγιο στη βόρεια Ευρώπη για να δώσουν, όπως εξηγούν, μια ευκαιρία στα παιδιά τους να ζήσουν με ασφάλεια.
Άγριες δολοφονίες παιδιών, βιασμοί και απαγωγές γυναικών
Το πρόσωπο του 20χρονου Αμπάς -ενός από τους γείτονες και συνοδοιπόρους της Σιρίν, που μαζί με άλλες δεκατρείς οικογένειες Γεζίντι εγκατέλειψαν τη Σιντζάρ και ξεκίνησαν το μακρύ ταξίδι για τη βόρεια Ευρώπη- σκυθρωπιάζει, όταν η συζήτηση περνά στον Daesh (τον ISIS ή Ισλαμικό Κράτος).
«Πολλοί συγγενείς μας σκοτώθηκαν κι έτσι αποφασίσαμε να φύγουμε. Βιάζουν τις γυναίκες μας, τις απαγάγουν και τις χρησιμοποιούν σαν σκλάβες, σκοτώνουν παιδιά με αφάνταστη αγριότητα…» τονίζει, σφίγγοντας δυνατά τα δύο του χέρια.
«Δεν ξέρω γιατί έχουν τέτοιο μένος απέναντί μας. Μας λένε απλώς ότι είμαστε καφίρ, άπιστοι. Μας λένε ότι δεν ξέρουμε τίποτα για το Ισλάμ και πρέπει να μπούμε στον σωστό δρόμο» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αμπάς.
Όταν η αγριότητα των τζιχαντιστών σού χτυπά την πόρτα…
Στη συζήτηση παρεμβαίνει η Μπούσρα για να καταθέσει τη δική της, πικρή ιστορία με τους τζιχαντιστές. Όταν ήρθε ο ISIS στην περιοχή, όπου έμενε, απήγαγε τον άνδρα της και άλλα πέντε συγγενικά της πρόσωπα. «Έκτοτε έχουμε χάσει παντελώς τα ίχνη τους» λέει και σηκώνει το βλέμμα προς τον ουρανό, παρακαλώντας τον Θεό να της δώσει δύναμη να συνεχίσει το ταξίδι και να προσφέρει στα παιδιά της μια καλύτερη ζωή.
«Θέλω να πάω στη Γερμανία. Εκεί που είναι οι συγγενείς μου» ψιθυρίζει και αποχωρεί για να κρύψει τα δάκρυά της.
Στη Γερμανία θέλει να πάει και μια άλλη νεαρή Γεζίντι, που ανοίγει την μπλούζα του τρίχρονου γιου της για να μας δείξει την ουλή κατά μήκος του στήθους του. «Από τον πόλεμο» λέει και ρωτά με αγωνία πότε θα ανοίξουν τα σύνορα…
Στον δρόμο με τα έντεκα παιδιά τους
Όπως οι περισσότεροι Γεζίντι στον καταυλισμό της Ειδομένης, έτσι και η οικογένεια του Εζεντίν ζούσε μια ήρεμη ζωή στη Χανέκ έως ότου ένιωσε την απειλή του ISIS να πλησιάζει… «Εμείς είμαστε τα πραγματικά θύματα του πολέμου. O Daesh μας κυνηγά, γι αυτό και αποφασίσαμε να φύγουμε. Για να σωθούμε» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Για να μπορέσει να φτάσει στην Ειδομένη ο Εζεντίν και η οικογένειά του χρειάστηκε να πουλήσουν όλα τα υπάρχοντά τους. Το σπίτι τους, κάποια στρέμματα γης που είχαν, το όμορφο καφέ, «παλιό αλλά γρήγορο σαν τον άνεμο», όπως λέει χαριτολογώντας, αμάξι του, το οποίο «κουβαλά» μαζί του ως φωτογραφία μόνο πλέον στο κινητό του…
Δεκατρία άτομα όλη η οικογένεια, με τα περισσότερα παιδιά άρρωστα και εξαντλημένα από την κούραση, περιμένουν εδώ και 17 ημέρες στον καταυλισμό της Ειδομένης να περάσουν στην απέναντι πλευρά των συνόρων. «Τα χρήματά μας έχουν τελειώσει. Είναι δύσκολο να θρέψεις τόσα στόματα. Μού έστειλε κάποια χρήματα ο αδελφός μου, που είναι στη Γερμανία. Αλλά πόσο θα μπορέσουν να μας κρατήσουν χορτάτους;» αναρωτιέται.
Για την Ειδομένη -εκεί όπου ο Εζεντίν και η οικογένειά του, ο Αμπάς, η Μπούσρα και η 85χρονη Σιρίν προσπαθούν ανάμεσα στα συρματοπλέγματα μιας «Ευρώπης των φραχτών» να …στριμώξουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο- έβαλε πυξίδα χθες το μεσημέρι και μια άλλη οικογένεια Γεζίντι. Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους ανά χείρας, ο 20χρονος Ράεντ, οι γονείς του και τα υπόλοιπα έξι αδέλφια του διαβαίνουν την πύλη του κέντρου προσωρινής μετεγκατάστασης στο Χέρσο και παίρνουν τον δρόμο προς την ουδέτερη ζώνη Ελλάδας-ΠΓΔΜ.
«Μιλήσαμε με άλλες οικογένειες Γεζίντι που βρίσκονται ήδη στην Ειδομένη και μας είπαν να πάμε εκεί επειδή μόνο αν είμαστε δίπλα στα σύνορα θα μας αφήσουν να περάσουμε» απαντά ο Ράεντ, στην ερώτηση γιατί επιλέγει το χάος της Ειδομένης με τους περισσότερους από 13.000 ανθρώπους από την ηρεμία του Χέρσου…
Ποιοι είναι οι Γεζίντι;
Υπολογίζεται πως υπάρχουν περίπου 700.000 Γεζίντι (ή Γιαζίντι) στον κόσμο, με την πλειονότητα αυτών να είναι -ή τουλάχιστον να ήταν- στο βόρειο Ιράκ, εντός και γύρω της Σιντζάρ.
Κουρδόφωνος πληθυσμός, με τους περισσότερους να μιλούν διάφορες παραλλαγές της βόρειας κουρδικής διαλέκτου Κουρμάντζι, οι Γεζίντι έχουν προσκολληθεί πνευματικά σε ένα κλάδο του Γιαζντανισμού, που συμπλέκει στοιχεία του Μιθραϊσμού, των προϊσλαμικών θρησκευτικών παραδόσεων της Μεσοποταμίας, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ.
Η κεντρική λατρευτική τοποθεσία τους βρίσκεται στο Λάλις, βορειοανατολικά της Μοσούλης. Πιστεύουν σε έναν Θεό που αντιπροσωπεύεται από επτά αγγέλους. Ένας από αυτούς, ο Malak Tawous, που έχει τη μορφή παγωνιού, εστάλη στη Γη μετά από την άρνησή του να υποκύψει στον Αδάμ, αλλά οι μουσουλμάνοι τον ταυτίζουν με τον «σατανά». Γι αυτό αυτό και η Αλ Κάιντα στο Ιράκ (πρόδρομος του ISIS) ήταν αυτή που άναψε το «πράσινο φως» για τη χωρίς διακρίσεις εξόντωσή τους, ενώ το Ισλαμικό Κράτος έχει δικαιολογήσει τη σφαγή τους λέγοντας ότι είναι «λάτρεις και προσκυνητές του διαβόλου».
ΑΠΕ-ΜΠΕ – Σ. Παπαδοπούλου