Ο Λευκός Οίκος διέψευσε χθες Σάββατο ότι ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε ενημερωθεί για τα πριμ που φέρονται να προσέφεραν κατάσκοποι της Ρωσίας σε αφγανούς αντάρτες για να σκοτώνουν αμερικανούς ή δυτικούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν, πληροφορία που δημοσίευσε πρώτη την Παρασκευή η εφημερίδα The New York Times, επικαλούμενη πηγές προσκείμενες στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και αξιωματούχους τους οποίους δεν κατονόμασε.
Η εκπρόσωπός του Κέιλι Μακενάνι διαβεβαίωσε ότι «ούτε ο πρόεδρος ούτε ο αντιπρόεδρος έχουν ενημερωθεί για τα λεγόμενα ρωσικά πριμ», στηλιτεύοντας την «ανακρίβεια του δημοσιεύματος» των NYT, στο οποίο αναφέρεται το ακριβώς αντίθετο, χωρίς να εξετάσει το εάν αληθεύει η πληροφορία για τη ρωσική «επικήρυξη» αμερικανών και δυτικών στρατιωτικών που επιχειρούσαν στο Αφγανιστάν.
Από την πλευρά τους, τόσο η Ρωσία όσο και οι Ταλιμπάν διέψευσαν με έντονο τρόπο το δημοσίευμα χθες Σάββατο, με τη Μόσχα να κάνει λόγο για «ανοησίες» των «υπευθύνων προπαγάνδας των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών».
Σύμφωνα με αμερικανικές πηγές που επικαλέστηκαν χωρίς να τις κατονομάσουν οι Τάιμς, η υπηρεσία κατασκοπείας του ρωσικού στρατού (GRU) μοίραζε διακριτικά χρήματα σε ισλαμιστές μαχητές και κακοποιούς «προσκείμενους» στους Ταλιμπάν για να σκοτώνουν στρατιώτες των ΗΠΑ ή κρατών μελών του NATO στο Αφγανιστάν [1].
«Αυτές οι αβάσιμες πληροφορίες από μη κατονομαζόμενες πηγές που αναφέρουν πως η Μόσχα βρισκόταν πίσω από τον θάνατο αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν είχαν αποτέλεσμα να γίνουν ήδη άμεσες απειλές κατά τη ζωής υπαλλήλων των ρωσικών πρεσβειών στην Ουάσινγκτον και στο Λονδίνο», επισήμανε η ρωσική πρεσβεία στις ΗΠΑ.
Η πρεσβεία παρότρυνε τους Τάιμς της Νέας Υόρκης να «πάψουν να κατασκευάζουν ψευδείς ειδήσεις» και ζήτησε από τις αμερικανικές αρχές να «λάβουν αποτελεσματικά μέτρα» για να εγγυηθούν την ασφάλεια του ρωσικού διπλωματικού προσωπικού.
Οι Ταλιμπάν, που πολεμούν εναντίον της αφγανικής κυβέρνησης και των ξένων στρατευμάτων αφότου εκδιώχθηκαν από την εξουσία το 2001 με την επέμβαση διεθνούς συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, επίσης διέψευσαν τους Τάιμς.
«Ο ιερός πόλεμος που διεξάγει εδώ και 19 χρόνια το Ισλαμικό Εμιράτο (σ.σ. έτσι αποκαλούσε το Αφγανιστάν το καθεστώς των Ταλιμπάν από το 1996 ως το 2001) δεν έχει καμία σχέση με τα δώρα οποιασδήποτε υπηρεσίας πληροφοριών ή ξένης χώρας», τόνισαν οι ισλαμιστές αντάρτες με ανακοίνωση που έδωσαν στη δημοσιότητα στην Καμπούλ.
Ταυτόχρονα, οι Ταλιμπάν διαβεβαίωσαν ότι παραμένουν προσηλωμένοι στη συμφωνία που υπέγραψαν στη Ντόχα με τους απεσταλμένους της Ουάσινγκτον την 29η Φεβρουαρίου, που προβλέπει μεταξύ άλλων ότι θα σταματήσουν να επιτίθενται στις ξένες δυνάμεις με αντάλλαγμα τη σταδιακή αποχώρηση των τελευταίων πριν από την άνοιξη του 2021.
Οι Ταλιμπάν πράγματι έχουν ουσιαστικά πάψει να βάζουν στο στόχαστρο ξένους στρατιωτικούς, αλλά συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους εναντίον των αφγανικών δυνάμεων, τις οποίες η Ουάσινγκτον βοηθά επεμβαίνοντας στο πεδίο.
Κατά τους Τάιμς, ο Τραμπ ήταν ενήμερος εξαρχής, οι σύμβουλοί του για ζητήματα εθνικής ασφαλείας συζήτησαν το θέμα κατά τη διάρκεια συνεδρίασής τους στα τέλη του Μαρτίου, ενώ η Ουάσινγκτον μοιράστηκε τις πληροφορίες της με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι στρατιωτικοί του οποίου ήταν επίσης στόχοι.
Η εφημερίδα ανέφερε πως δεν είναι σε θέση να κρίνει πόσοι από τους 20 θανάτους Αμερικανών στρατιωτών στα πεδία των μαχών στο Αφγανιστάν το 2019 συνδέονταν με την «επιχείρηση» της ρωσικής υπηρεσίας κατασκοπείας.
Παρουσιάστηκαν διάφορες επιλογές στον Λευκό Οίκο, από την υποβολή επίσημης διπλωματικής διαμαρτυρίας στη Μόσχα ως την επιβολή κυρώσεων ή άλλων αντιποίνων, όμως δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση σε αυτό το στάδιο, συμπλήρωσαν οι Τάιμς. Λίγο-πολύ τις ίδιες πληροφορίες δημοσίευσαν επίσης άλλες μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες [2].
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο Τζο Μπάιντεν, δήλωσε «εξοργισμένος» για τις πληροφορίες αυτές, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας The Washington Post.
Προτού αναλάβει την εξουσία, ο Τραμπ υποσχόταν αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν. Πρόσφατα, είπε πως θα ήθελε να καλέσει τον ρώσο πρόεδρο στην προσεχή σύνοδο της G7 — η Μόσχα αποκλείστηκε από την τότε ακόμη G8 το 2014, μετά την προσάρτηση της χερσονήσου της Κριμαίας.
Όμως η πρόθεση του δισεκατομμυριούχου να υπάρξει επαναπροσέγγιση προσέκρουσε στις κατηγορίες περί ρωσικής ανάμιξης στις προεδρικές εκλογές του 2016, που είχαν διατυπώσει οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, καθώς και στις υποψίες περί αθέμιτης σύμπραξης της ομάδας που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία του με το Κρεμλίνο.
Η κατηγορία περί αθέμιτης σύμπραξης έχει μπει στο συρτάρι, όμως πολλά προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ, ειδικά ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, όπως και η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του Κογκρέσου, τάσσονται υπέρ της τήρησης σκληρής στάσης έναντι της Μόσχας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ