Την αυστηρή, απερίφραστη καταδίκη τους τόσο για την τουρκική πρακτική των παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων της Ελλάδας όσο και για την εξορυκτική δραστηριότητα της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας εξέφρασαν στο σημερινό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε.
Όπως αναφέρει το τελικό, συμφωνημένο προσχέδιο της κοινής δήλωσης των ΥΠΕΞ, «η Ε.Ε. βρίσκεται σε πλήρη αλληλεγγύη με την Κύπρο και επαναλαμβάνει ότι απαιτούνται χειροπιαστά βήματα για τη δημιουργία ενός κλίματος που ευνοεί το διάλογο».
Η δήλωση καλωσορίζει την πρόσκληση της Κύπρου προς την Τουρκία να «διαπραγματευθούν καλή τη πίστη» τα όρια των θαλάσσιων οικονομικών τους ζωνών και τονίζει ότι «οι πρόσφατες δράσεις κλιμάκωσης της Τουρκίας [σ.σ.: με τη νέα αποστολή πλοίου για γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ] κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση».
Οι υπουργοί Εξωτερικών της Ένωσης προσθέτουν: «Αποδοκιμάζουμε το γεγονός ότι η Τουρκία δεν έχει ακόμα ανταποκριθεί στις επανειλημμένες κλήσεις της Ε.Ε. να σταματήσει αυτές τις δραστηριότητες και επαναλαμβάνουμε το κάλεσμά μας στην Τουρκία να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, να αποφύγει τέτοιες κινήσεις και να σεβαστεί την κυριαρχία και τα κυρίαρχα δικαιώματα της Κύπρου, όπως ορίζονται από το διεθνές Δίκαιο».
Για τα ελληνοτουρκικά αναφέρεται το εξής: «Η Ε.Ε. καταδικάζει την κλιμάκωση των παραβιάσεων του ελληνικών χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου από την Τουρκία, που περιλαμβάνει υπερ-πτήσεις πάνω από κατοικημένες περιοχές, κατά παράβαση του διεθνούς Δικαίου». Η Τουρκία καλείται «να σταματήσει να εξαπολύει απειλές και να αναλαμβάνει δράσεις που βλάπτουν τις σχέσεις καλής γειτονίας».
Η δήλωση καταλήγει: «Η αποχή από μονομερείς ενέργειες είναι βασικό στοιχείο ώστε να μπορέσει να προχωρήσει ο διάλογος. Αυτός είναι ο λόγος, σε πλήρη αλληλεγγύη με την Κύπρο και την Ελλάδα, που η Ε.Ε. αναδεικνύει εκ νέου τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες που έχουν αυτές οι παράνομες ενέργειες σε όλο το φάσμα των σχέσεων Ε.Ε.-Τουρκίας. Το Συμβούλιο θα συνεχίσει να επιλαμβάνεται του θέματος».
Πηγή: Kathimerini