Η Άνγκελα Μέρκελ ομολογεί ότι αισθάνθηκε ανακούφιση όταν, την περασμένη Τρίτη, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ της επέδωσε επισήμως το έγγραφο της «απόλυσής» της και εκφράζει ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία που της δόθηκε να παραμείνει στην καγκελαρία επί 16 χρόνια. «Είναι καλό τώρα να έρθει κάποιος άλλος», λέει για τον διάδοχό της, υπερασπίζεται ωστόσο τις αποφάσεις της για το προσφυγικό και την πανδημία και προειδοποιεί εναντίον του κινδύνου «να ξεχαστεί η ιστορία».
Σε συνέντευξή της στην Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, η – υπηρεσιακή πλέον – καγκελάριος ζητά «να μην ξεχάσουμε τα σημαντικά διδάγματα από την ιστορία» και θυμίζει ότι η πολυμερής τάξη παγκόσμια πραγμάτων δημιουργήθηκε λόγω των διδαγμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Ένας κίνδυνος», επισημαίνει, «είναι ότι οι Ευρωπαίοι θεωρούν την Ευρωπαϊκή Ένωση δεδομένη». Στην ιστορία αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν τις δομές με ελαφρότητα όταν πλέον οι γενιές που τις δημιούργησαν δεν είναι πια στη ζωή, εξηγεί η κυρία Μέρκελ.
Στην ίδια συνέντευξη, η καγκελάριος προειδοποιεί ακόμη εναντίον οποιασδήποτε επιπολαιότητας στην αντιμετώπιση της πανδημίας και εκφράζει την ανησυχία της για τη συνεχή αύξηση των κρουσμάτων στη Γερμανία. Μου προκαλεί «μεγάλη ανησυχία» η εξέλιξη των αριθμών των νεκρών και των νοσηλευομένων, αναφέρει και καλεί τους πολίτες να εμβολιαστούν. «Για παράδειγμα, το γεγονός ότι δύο ή τρία εκατομμύρια πολίτες άνω των 60 ετών είναι ακόμη ανεμβολίαστοι με στενοχωρεί πολύ, γιατί αυτό θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά – τόσο για αυτούς προσωπικά, όσο και για την κοινωνία συνολικά», δηλώνει.
Ερωτηθείσα για την περίπτωση του Γιόσουα Κίμιχ, ποδοσφαιριστή της Μπάγερν Μονάχου, ο οποίος αρνείται να εμβολιαστεί επικαλούμενος την έλλειψη στοιχείων για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των εμβολίων, η Άνγκελα Μέρκελ σημειώνει καταρχήν ότι στη Γερμανία ο εμβολιασμός δεν είναι υποχρεωτικός, αλλά προσθέτει ότι υπάρχουν πολύ καλά τεκμηριωμένα επιχειρήματα και εκφράζει την ελπίδα ο κ. Κίμιχ να το ξανασκεφτεί. «Είναι γνωστός ως ποδοσφαιριστής που μελετά τα πράγματα», προσθέτει η απερχόμενη Καγκελάριος.
Ταυτόχρονα, υπερασπίζεται τους κάποιες φορές δραστικούς περιορισμούς στις ατομικές ελευθερίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Θεώρησε, όπως λέει, καθήκον του κράτους να προστατεύσει την υγεία όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων και να αποτρέψει την υπερφόρτωση των νοσοκομείων. «Φυσικά, μπορεί κανείς να διαφωνήσει για αυτό ή εκείνο το μέτρο», δηλώνει και παραδέχεται ότι το πλέον αμφιλεγόμενο μέτρο ήταν ο περιορισμός εξόδου, καθώς και ότι η πανδημία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τα παιδιά και τους νέους. «Το ήξερα κάθε στιγμή, απαιτούσαμε πάρα πολλά από αυτούς», λέει χαρακτηριστικά.
Η Άνγκελα Μέρκελ αναφέρεται ακόμη στην προσφυγική κρίση και στις αποφάσεις που έλαβε το 2015, εξηγώντας ότι από την πρώτη στιγμή είχε σκεφτεί τη λύση της συνεργασίας ΕΕ – Τουρκίας, «αλλά χρειαζόταν λίγος καιρός». Αναγνωρίζει ότι η ίδια, ως καγκελάριος, ήταν πάντα πολιτικά υπεύθυνη για ό,τι συνέβαινε – θετικό ή αρνητικό. «Τόσο για τις καλές στιγμές, εκεί όπου υποδεχόμασταν θερμά τους πρόσφυγες όσο και για τις σκοτεινές ώρες, για παράδειγμα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στην πλατεία της Κολωνίας, όπου συνέβησαν τερατώδη πράγματα, στα οποία συμμετείχαν πρόσφυγες, αλλά και άλλοι, οι οποίοι βρίσκονταν εδώ περισσότερο καιρό», λέει η κυρία Μέρκελ, αναφερόμενη στα περιστατικά βιασμών και σεξουαλικής παρενόχλησης από πρόσφυγες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2016 στην Κολωνία.
Η Γερμανία «δεν μπορεί να ρυθμίσει μόνη της το μεταναστευτικό, τουλάχιστον όχι βιώσιμα, μόνο ως μέρος της ΕΕ και στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο από κοινού με την Τουρκία», προσθέτει η καγκελάριος και επισημαίνει ότι η συμφωνία Βρυξελλών – Άγκυρας «ήταν επιτυχής και είναι μέχρι και σήμερα επωφελής και για τις δύο πλευρές».
Την χαρακτηρίζει μάλιστα, μαζί με την εγγύηση των αποταμιευτών στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 «απόφαση με μεγάλο αντίκτυπο» κατά τη διάρκεια αυτών των 16 ετών. «Αυτή η προσοχή στις κρίσεις και η συνεχής προσπάθεια πρόληψης ή τουλάχιστον έγκαιρης αντίδρασης καθιστούν το έργο της καγκελαρίας τόσο απαιτητικό», καταλήγει η κυρία Μέρκελ.