Το ζήτημα της κοινής άμυνας της Ευρώπης απασχολεί τον σημερινό γαλλικό Τύπο ενόψει και της επίσκεψης του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν στο Βερολίνο.
Η εφημερίδα Les Échos, σε σχετικό αφιέρωμά της, επισημαίνει την άποψη του ερευνητή στο Γερμανικό Ινστιτούτο Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP) Γιάκομπ Ρος, ο οποίος αναφέρει ότι το «ωστικό κύμα» που προκάλεσε η Ουκρανία θα πρέπει να καταστήσει δυνατή την επανέναρξη ενός εις βάθος γαλλογερμανικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου ο Εμανουέλ Μακρόν θα ήθελε να συνδέσει τη Γερμανία με ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης, για την αντιμετώπιση των δαπανών και των επενδύσεων, που απαιτήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στην άμυνα.
«Είναι μία μεγάλη πρόκληση αυτός ο ευρωπαϊκός επανεξοπλισμός να χρηματοδοτηθεί από κοινού και όχι με προσθήκη εθνικών επενδύσεων», εκτιμά από πλευράς του ο Αλεξάντρ Ρομπινέ Μποργκομάνο από το γαλλικό Institut Montaigne, που υπογραμμίζει ωστόσο ότι «η επιφυλακτικότητα του Ολαφ Σολτς δεν φαίνεται να επιτρέπει προς το παρόν τη λήψη απόφασης».
«Πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί εμπιστοσύνη ως προς την ύπαρξη κοινής διαπίστωσης ότι ένα νέο ταμείο για την άμυνα είναι απαραίτητο», αναφέρεται στο δημοσίευμα της εφημερίδας με τον Γάλλο αναλυτή να θεωρεί, ότι «70 χρόνια μετά την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ‘Ανθρακα και Χαλυβα, η από κοινού παραγωγή όπλων μας για διεξαγωγή πολέμου μαζί θα ήταν μια πειστική απάντηση στον Πούτιν» και τον Γερμανό αναλυτή να εκτιμά, ότι «το Βερολίνο δεν θα έχει την πολυτέλεια να μείνει ξανά σιωπηλό».
Από πλευράς της η εφημερίδα Le Monde αναφέρει ότι «η σύγκρουση που ξεκίνησε από τη Ρωσία αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θέτει τρομερές προκλήσεις». Ο Στεφάν Λεν, ερευνητής διεθνών σχέσεων και πρώην Αυστριακός διπλωμάτης, τονίζει ότι η ρωσική εισβολή «ώθησε την ΕΕ σε μια νέα εποχή», με την ανάληψη για πρώτη φορά υποχρέωσης χρηματοδότησης και παράδοσης όπλων σε μια τρίτη χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο.
Στην ίδια εφημερίδα η Αλεξάντρα Ντε Χοπ Σιφερ, διευθύντρια του γραφείου του Γερμανικού Ταμείου Marshall στο Παρίσι, πιστεύει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία υπογράμμισε τις τρέχουσες αδυναμίες μιας Ευρώπης, που απέχει πολύ από το να έχει οικοδομήσει τη «συλλογική ασφάλεια», που υποστηρίζει ο Μακρόν. Επί του θέματος αυτού ο Λεν υπενθυμίζει την ανάγκη για μια «πιο εύρωστη και πιο ενεργή» Ευρώπη, υποστηρίζοντας την ανάγκη κατάργησης της ομοφωνίας για τη λήψη των ευρωπαϊκών αποφάσεων στον τομέα της διεθνούς πολιτικής, καθώς και την ανάγκη σύνδεσης οικονομίας και διπλωματίας. Η γαλλική εφημερίδα υπογραμμίζει την επιθυμία κάποιων, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου Μακρόν, να δουν την Ευρώπη να κινείται πιο γρήγορα προς μία πραγματική κυριαρχία στο στρατιωτικό τομέα, ωστόσο, όπως σημειώνεται, η πραγματικότητα, κυρίως χάρη στον Πούτιν, δείχνει τη σημασία του θεμελιώδους ρόλου του ΝΑΤΟ στην άμυνα του ευρώ-ατλαντικού χώρου. «Σε λίγες εβδομάδες, η Συμμαχία έχει καταφέρει να κάνει τους ανθρώπους να ξεχάσουν τις οπισθοδρομήσεις που γνώρισε στο Αφγανιστάν, τις εσωτερικές της διαιρέσεις, τις διαμάχες γύρω από το ρόλο της Τουρκίας ή ακόμα και τα περί «εγκεφαλικού θανάτου»», αναφέρει η εφημερίδα.
Τέλος σε δημοσίευμα της εφημερίδας Figaro επισημαίνεται πως «είναι σαφές ότι η δομή μιας οικονομίας πολέμου τίθεται σε εφαρμογή, ιδιαίτερα στην Ευρώπη» και ότι το σοκ, πέρα από οικονομικό, είναι κυρίως πολιτικό, αλλά και ασύμμετρο, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες επωφελούνται από τον πόλεμο, μέσω της πρόσθετης ζήτησης στους τομείς της ενέργειας, των εξοπλισμών ή της γεωργίας, ενώ η Ευρώπη συγκεντρώνει όλους τους κινδύνους και όλα τα κόστη.
Εκτιμάται επίσης ότι το Κράτος «πρέπει για άλλη μια φορά να γίνει στρατηγός και να αποκτήσει ξανά την ικανότητα να ορίζει και να επιδιώκει μακροπρόθεσμους στόχους, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να μεταμορφωθεί, προκειμένου να ενσωματώσει τις διαστάσεις της κυριαρχίας και της ασφάλειας, οικοδομώντας παράλληλα εταιρικές σχέσεις με τους άλλους παγκόσμιους δημοκρατικούς πόλους».