Αυτή η μανία του είναι παλιά. Στην πρώτη διαφημιστική του εκστρατεία, πριν από τριάντα χρόνια, κατήγγειλε τον Ρόναλντ Ρήγκαν ότι δεν έχει «σπονδυλική στήλη». Αντίθετα, ο ίδιος ο Τραμπ πιστεύει ότι διαθέτει «δύναμη» και δεν χάνει ευκαιρία να την επιδεικνύει, σαν ένδειξη ισχύος της αμερικανικής κυριαρχίας. Έτη φωτός μακριά από το στυλ του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος, λέει ο Τραμπ, πέρασε τις δύο θητείες του να ζητάει συγγνώμη από τον πλανήτη γιατί διοικούσε την πρώτη παγκόσμια δύναμη.
Αυτό το κατασκεύασμα, το οποίο «πιάνει» στους ψηφοφόρους του Τραμπ, έσπασε πάνω σε ένα βράχο, την Δευτέρα, 16 Ιουλίου. «Κανείς δεν ήταν τόσο σκληρός με τη Ρωσία όσο εγώ», είχε δηλώσει ο Τραμπ τον περασμένο Απρίλιο. Αυτή η φράση θα ακουγόταν περίεργα, αυτή τη φορά, στο προεδρικό μέγαρο του Ελσίνκι, όπου έγινε η συνάντησή τους.
Η συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν μεταφράστηκε από μια επίδειξη δύναμης, εις βάρος του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος προσήλθε, προφανώς, ελάχιστα προετοιμασμένος και έτοιμος να θυσιάσει ένα μέρος των θεσμών της χώρας του για να αρέσει στον συνομιλητή του.
Καταστροφική συνέντευξη τύπου
Σε αυτό το κακό επεισόδιο τηλε-ριάλιτι, ο Ντόναλντ Τραμπ περιορίστηκε σε ρόλο παρατηρητή. Επιβεβαίωσε, χωρίς να διστάσει, τις παγωμένες διαβεβαιώσεις του Ρώσου προέδρου, ότι δεν ενεπλάκησαν οι Ρώσοι στην προεδρική εκλογή του 2016. Ο μετρ του Κρεμλίνου έβαλε τη σφραγίδα του στα θέματα που συζητήθηκαν και έφερε τη σχέση Ουάσιγκτον-Μόσχας στα μέτρα του.
Αγνοώντας την άποψη της δικαιοσύνης και των μυστικών υπηρεσιών της χώρας του, ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει, από τον Νοέμβριο του 2016, ανίκανος να αναγνωρίσει την παραμικρή παρέμβαση των Ρώσων στην εκλογή που κέρδισε με μικρή διαφορά. Μπορεί κάποιος να κατανοήσει τα προσωπικά κίνητρα καθώς και το φόβο ότι μπορεί να παραπεμφθεί σε δίκη για καθαίρεση, όπως ζητούν οι επικριτές ενός Τραμπ που μπήκε αργά στην πολιτική και με εντελώς ασυνήθιστο τρόπο. Το πρόβλημα για τον Ντόναλντ Τραμπ είναι πως αυτό το ψυχολογικό μπλοκάρισμα καθορίζει πλέον το σύνολο των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία.
Το αποκορύφωμα στην καταστροφική συνέντευξη τύπου μετά το τέλος της συνάντησης με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν αναμφίβολα τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ εκτίμησε ότι «δεν έχει κανένα λόγο να πιστεύει» ότι υπήρξε ρωσική παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές. Κι αυτό παρότι ο Πούτιν του πρόσφερε τουλάχιστον έναν λόγο λέγοντας ότι είχε προτίμηση για υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ «διότι ήθελε να επαναφέρει την σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στο φυσιολογικό επίπεδο».
Η καταστροφή στην αξιοπιστία του προέδρου των ΗΠΑ είχε αρχίσει μέρες πριν την συνάντηση του Ελσίνκι. Οταν, δηλαδή, ο Τραμπ πολλαπλασίαζε τις επιθετικές δηλώσεις εναντίον των ιστορικών του συμμάχων στην ετήσια σύνοδο του ΝΑΤΟ, στις Βρυξέλλες, όπως και κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο. Ακόμη και την παραμονή της συνάντησής του με τον Ρώσο ομόλογό του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κατατάξει την ΕΕ στους «εχθρούς» της Ουάσινγκτον, επειδή οι εμπορικές της μέθοδοι είναι άδικες, όπως είπε, και συμβούλευσε την βρετανή πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, όπως εξομολογήθηκε η ίδια, να σύρει την ΕΕ στα δικαστήρια!
Τον περασμένο Δεκέμβριο δημοσιεύτηκε η στρατηγική άποψη των ΗΠΑ, ένα πολιτικό κείμενο το οποίο συνέταξε ο δεύτερος σύμβουλος της εθνικής ασφάλειας, στρατηγός H.R. McMaster. Ήταν ένα κείμενο προφητικό: ανέφερε με λεπτομέρειες ότι η Ρωσία επιθυμεί «να αποκόψει την Ουάσιγκτον από τους συμμάχους και εταίρους της» και να «περιορίσει την διατλαντική συμμαχία». Όλα δείχνουν ότι ο Τραμπ, αποφασισμένος και απελπισμένος, κάνει αυτή την προφητεία πραγματικότητα, όλο και περισσότερο».