Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Είναι σημαντικό να κατανοηθεί πως προέκυψε τελικά η συμφωνία για στήριξη του Νίκου Αναστασιάδη από το ΔΗΚΟ με τη συντριπτική πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής. Πριν μερικούς μήνες μία τέτοια συνεργασία ήταν από απομακρυσμένη ως απίθανη. Υπενθυμίζουμε ότι το ΔΗΚΟ παρέμεινε στην κυβέρνηση Χριστόφια ακόμα και μετά την έκρηξη στο Μαρί και αποχώρησε όταν δεν υπήρχε πλέον η δυνατότητα διαφοροποίησης της κατηφορικής πορείας.
Παρά ταύτα η ηγεσία του ΔΗΚΟ εξακολουθούσε να προσδοκεί σε συνεργασία με το ΑΚΕΛ με υποψηφιότητα από το ΔΗΚΟ. Ο ενδιάμεσος χώρος ταυτόχρονα προσπαθούσε να καταθέσει τη δική του πρόταση. Η ηγεσία του ΔΗΚΟ προσπαθούσε να προωθήσει τη σύζευξη του ενδιάμεσου χώρου και του ΑΚΕΛ. Αυτή η προοπτική, η οποία προφανώς θα δημιουργούσε πλειοψηφικό ρεύμα, ματαιώθηκε καθώς σημαντικά στελέχη του ΔΗΚΟ και άλλων κομμάτων απέκλειαν τη συνεργασία με το ΑΚΕΛ.
Όταν τελικά εξαντλήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις για μία τέτοια συνεργασία, το ΔΗΚΟ προσπάθησε ξανά με την υποψηφιότητα Μάκη Κεραυνού η οποία τελικά δεν καρποφόρησε αφού υποσκάφθηκε ποικιλοτρόπως από διάφορα στελέχη του χώρου. Όταν και αυτή η προσπάθεια ματαιώθηκε οριστικά, η ηγεσία του ΔΗΚΟ στράφηκε προς τον ΔΗΣΥ και τον Νίκο Αναστασιάδη. Αυτό άλλωστε συμβάδιζε με την αρχική θέση της ηγεσίας του ΔΗΚΟ για εκλογές ενός γύρου. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι πέραν των προεδρικών εκλογών υπάρχουν και άλλα δεδομένα τα οποία επηρεάζουν τις τοποθετήσεις των εμπλεκομένων.
Ο Νίκος Αναστασιάδης κατανοούσε τις αντικειμενικές δυσκολίες της δικής του υποψηφιότητας. Αλλά γνωρίζοντας τα δεδομένα του κυπριακού δημόσιου βίου και τις πραγματικότητες με τις έριδες και τις προσωπικές επιδιώξεις στα κόμματα, αποφάσισε να κατέλθει ο ίδιος ως υποψήφιος. Άλλωστε η απελπιστική κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα ενίσχυε τις πιθανότητές του.
Για πολλά στελέχη του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου δεν υπήρξε ποτέ η πεποίθηση νίκης στις προεδρικές εκλογές. Αρκετά από τα ονόματα που προτάθηκαν δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν τη χώρα σε μια νέα εποχή. Επιπρόσθετα, η υποψηφιότητα του Γιώργου Λιλλήκα που τελικά προκρίθηκε βιαστικά από την ΕΔΕΚ δεν κατέστη επιλογή ευρύτερης αποδοχής και συναίνεσης. Κατ’ ουσίαν, για αρκετούς κομματικούς παράγοντες του ενδιάμεσου χώρου η επιλογή υποψηφίου νίκης δεν ήταν στρατηγική προτεραιότητα διότι η προσοχή τους ήταν στραμμένη στον δεύτερο γύρο και στην επιλογή μεταξύ Νίκου Αναστασιάδη και του υποψηφίου στον οποίον θα κατέληγε το ΑΚΕΛ. Εφ’ όσον ο Νίκος Αναστασιάδης είχε εξαγγείλει την υποψηφιότητά του η επικράτηση του ενδιάμεσου χώρου στις εκλογές θα μπορούσε να γίνει μόνο με τη στήριξη του ΑΚΕΛ. Έτσι η επιλογή του Νίκου Αναστασιάδη στον δεύτερο γύρο ή η ανοχή προς την υποψηφιότητά του, κατέστη γι’ αυτούς στρατηγικός μονόδρομος.
Το ΑΚΕΛ από την πλευρά του δεν φαίνεται να θεώρησε την επικράτηση στις εκλογές ή την προσπάθεια αποτροπής της εκλογής του Νίκου Αναστασιάδη ως στρατηγική προτεραιότητα. Αντίθετα, η προτεραιότητα ήταν/είναι η συσπείρωση και περαιτέρω ενίσχυση του κόμματος στα πλαίσια του αναμενόμενου αντιπολιτευτικού του ρόλου μετά τον Φεβρουάριο του 2013. Το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ δεν προέκρινε ξανά την υποψηφιότητα Χριστόφια αποτελεί έμμεση παραδοχή της αποτυχίας του. Και ο Σταύρος Μαλάς, παρά την έντιμη προσπάθεια του, δεν πείθει ως Προεδρικός υποψήφιος ενώ παράλληλα επισκιάζεται από στελέχη του ΑΚΕΛ, όπως ο Νίκος Κατσουρίδης και ο Τάκης Χατζηγεωργίου, οι οποίοι τον πλαισιώνουν. Πάνω απ’ όλα η υποψηφιότητά του επηρεάζεται δυσμενώς από την πολύ αρνητική εικόνα της κυβέρνησης Χριστόφια.
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα υφιστάμενα δεδομένα, και όπως προκύπτει από τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, η συνεργασία ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ παρουσιάζεται για πολλούς πολίτες ως η πιο πραγματιστική προοπτική ή ως η λιγότερο προβληματική επιλογή. Το ζητούμενο για τον Νίκο Αναστασιάδη είναι κατά πόσον θα εξασφαλίσει την νίκη από τον πρώτο γύρο, με τη στήριξη του ΔΗΚΟ και άλλων δυνάμεων, για ουσιαστικούς αλλά και για συμβολικούς λόγους. Άλλωστε τα μηνύματα προς τα έσω και προς τα έξω είναι σημαντικά. Εκείνο όμως που προβληματίζει βαθύτατα τους σκεπτόμενους πολίτες είναι κατά πόσον θα επιτελεσθεί το πολύ δύσκολο έργο την επόμενη μέρα.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.