Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Τρία επίμονα και βασανιστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κύπρος σε σχέση με την κρίση, και τα οποία έχω θίξει σε προηγούμενη αρθρογραφία, είναι η ανεπαρκής ηγεσία, ο λαϊκισμός και οι πελατειακές σχέσεις. Τα ζητήματα αυτά οδηγούν αναπόφευκτα στην αδυναμία διαμόρφωσης ολοκληρωμένων και ορθολογιστικών στρατηγικών αλλά και τακτικών προσεγγίσεων. Εξ ορισμού η διαιώνισή τους οδηγεί στη διαφθορά, στην έλλειψη διαφάνειας και σε επιδείνωση των δεδομένων.
Στη σημερινή συγκυρία όπου η Κύπρος χρειάζεται τη στήριξη της Τρόικα τόσο σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα όσο και για τα δημοσιονομικά, εξ ορισμού πρέπει να τίθενται προτεραιότητες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αποφευχθούν απολύσεις και αποκοπή του 13ου μισθού καθώς και να περιορισθεί το μέγεθος της μείωσης των μισθών. Και όμως, ενώ αυτά πρέπει να είναι οι προτεραιότητες, γίνεται συζήτηση για κόκκινες γραμμές σε σχέση με την ΑΤΑ, όταν ακόμα υπάρχει μία ευρύτερη συναίνεση για την αναθεώρηση της με τρόπο που να την καθιστά δικαιότερη. Είναι στρατηγικό λάθος να τίθεται η ΑΤΑ ως κόκκινη γραμμή ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία. Δημιουργείται η εντύπωση ότι οι προτεραιότητές μας είναι λανθασμένες και, επιπρόσθετα, ότι δεν κατανοούμε τα δεδομένα. Με τέτοιες προσεγγίσεις δεν είναι δυνατόν να πείσουμε τους συνομιλητές και δανειστές μας.
Μια δική μας εισήγηση για 10% μείωση των μισθών στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα και ταυτόχρονα τρία χρόνια παγοποίηση θα αποτελούσε ουσιαστικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ταυτόχρονα θα ήταν λογική η εισήγηση για φορολογική επιβάρυνση κατά 10% των προνομιακών ή/και διπλών συντάξεων. Παράλληλα η σταδιακή μείωση του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα χωρίς απολύσεις θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Υπογραμμίζεται επίσης η ανάγκη για επιμήκυνση της χρονικής περιόδου για την πλήρη δημοσιονομική εξυγίανση.
Προφανώς και στον τραπεζικό τομέα πρέπει να γίνουν ανάλογες κινήσεις. Είναι επίσης σημαντικό να υπογραμμισθεί ενώ η εξάσκηση του εποπτικού ρόλου της Κεντρικής Τράπεζας είναι επιβεβλημένη, ο υπερβάλλων ζήλος είναι δυνατό να υποσκάψει την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος με απρόβλεπτες συνέπειες.
Σημειώνεται επίσης ότι αντί για επιπρόσθετες φορολογίες θα ήταν χρήσιμο όπως υιοθετηθεί πολιτική για αυστηρή εφαρμογή των υφιστάμενων προνοιών. Η ουσία είναι να εφαρμοσθεί μια πολιτική χαμηλών φορολογικών συντελεστών με ψηλές ποινές μη συμμόρφωσης. Μια τέτοια πολιτική θα οδηγήσει σε ψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και σε αύξηση των εσόδων. Θα πρέπει ταυτόχρονα να προωθηθεί μια φορολογική μεταρρύθμιση η οποία να αποκαθιστά κάποιες κοινωνικές ισορροπίες. Για παράδειγμα, με την υιοθέτηση εισοδηματικών κριτηρίων και την αποκοπή των επιδομάτων για παιδιά και φοιτητές θα πρέπει να επανέλθουν κάποιες φοροελαφρύνσεις.
Υπογραμμίζεται ταυτόχρονα η ανάγκη προώθησης νέων και εφαρμόσιμων μοχλών οικονομικής μεγέθυνσης ούτως ώστε να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα και να δημιουργηθούν νέες θέσεις απασχόλησης. Παράλληλα λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μικρό μέγεθος της Κύπρου είναι δυνατόν να υπάρξουν κάποιοι περιορισμοί σε σχέση με την έλευση κοινοτικών εργατών.
Η ευκολία με την οποία το πολιτικό μας σύστημα διολισθαίνει στον λαϊκισμό πρέπει να τερματισθεί άμεσα και ανεξάρτητα από το εάν ήδη είμαστε σε προεκλογική περίοδο. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και μάλιστα χωρίς δίδακτρα: αυτό φαίνεται παράλογο υπό την έννοια ότι διαιωνίζεται η μη ορθολογιστική διαχείριση πόρων σε μια δύσκολη περίοδο. Αν επιθυμεί η Πολιτεία και το Πανεπιστήμιο Κύπρου να προχωρήσουν με την Ιατρική Σχολή ας γίνει αυτό αλλά με ορθολογιστικό τρόπο όπου τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος των απαιτούμενων πόρων να προέρχεται από δίδακτρα. Αυτό παραπέμπει και στην επαναξιολόγηση των τρόπων οικονομικής διαχείρισης των κρατικών πανεπιστημίων διότι και σε αυτά ήδη υφίστανται στρεβλώσεις με ευρύτερες αρνητικές συνέπειες.
Στη σημερινή συγκυρία προέχει η ολοκληρωμένη και αποτελεσματική αντιμετώπιση πραγμάτων. Πέρα από τη συμβολή της διανόησης της Μεγαλονήσου με απόψεις και θέσεις, υπογραμμίζεται η ανάγκη όπως η πολιτική ηγεσία αφουγκράζεται τις επιθυμίες του λαού αλλά ταυτόχρονα να καθοδηγεί. Ο φόβος του πολιτικού κόστους δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει τους ηγέτες. Ενώ κρίνεται και επικρίνεται η ανεπαρκής ηγεσία, ο λαϊκισμός και οι πελατειακές σχέσεις, σημειώνουμε ότι σήμερα καλείται και ο λαός να προβεί ψύχραιμα στις δικές του αξιολογήσεις σε σχέση με τις αναγκαίες αλλαγές.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.