Το “Ημερολόγιο του D.P. 743” είναι το βιβλίο ντοκουμέντο που πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός των ημερών στη Λευκωσία. Ο D.P. 743 είναι ο κρατούμενος Ρένος Λυσιώτης.
Ο 25χρονος, τότε κρατούμενος δικηγόρος, κατέγραφε σε ημερολόγιο τα όσα έζησε ως κρατούμενος στα κρατητήρια που είχαν στήσει οι Άγγλοι την περίοδο 1955-1959. Ο νεαρός είχε την ιδέα να βγάζει από τα κρατητήρια σελίδα-σελίδα μέσω της μητέρας του τα όσα κατέγραφε. Εκείνη με τη σειρά της τα έδινε στον, τότε, πρόξενο της Ελλάδας Ροδή Κανακάρη-Ρούφο, ο οποίος και τα διαφύλαξε μέχρι σήμερα, οπότε και συγκεντρώθηκαν, για να εκδοθούν σε μορφή βιβλίου. Ο Ρένος Λυσιώτης ήταν ο πρώτος επικεφαλής της ΠΕΚΑ( Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα), στην ηλικία των 25 ετών, ο οποίος πριν από τη σύλληψή του είχε αναλάβει, εθελοντικά, την υπεράσπιση πολλών Ελληνοκύπριων. Ο ίδιος μέσα από τη φυλακή είχε απευθείας αλληλογραφία με τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, Γεώργιο Γρίβα-Διγενή.
“Το Ημερολόγιό μου”, σημειώνει ο Ρένος Λυσιώτης, ‘πιστεύω πως καθρεφτίζει όχι μόνο τη δική μου ζωή στα κρατητήρια της Πύλας, της Κοκκινοτριμιθιάς και του Πυροίου, αλλά όλων όσων κλείστηκαν στα κρατητήρια…”. Στο ημερολόγιο ο Λυσιώτης περιγράφει τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, αλλά και τη σημαντικότητα της συμβολής, τόσο πρακτικά όσο και ψυχολογικά του κυπριακού Ελληνισμού, στον αγώνα απελευθέρωσης.
Στο βιβλίο δημοσιεύονται ανέκδοτες φωτογραφίες και έγγραφα της εποχής, συμπεριλαμβανομένων και επιστολών του Διγενή.
Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων δημοσιεύει, με την άδεια του συγγραφέα αποσπάσματα του βιβλίου.
5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1956 « Πάμε» είπε αγροίκα ο Εγγλέζος. «Πού τον πάτε;» ρώτησε με αγωνία η μάνα. Ο Εγγλέζος την παραμέρισε. Δεν ήταν συνηθισμένος ν’ απαντά. «Πού τον πάτε…;» «Πες της κυρίας», σύστησε μελαγχολικά ο Σω. Ο Εγγλέζος έσκυψε και κάτι της ψιθύρισε. Δεν άκουσα. Η συνοδεία κατέβηκε τις σκάλες. Η μάνα ακολουθούσε. Στο κατώφλι μ’ αγκάλιασε. Περίμενα τα δάκρυα ν’ αρχίσουν να τρέχουν. Μα όχι. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν η μάνα μου. Ήταν μια Ελληνίδα. Με φίλησε στο μέτωπο και ψιθύρισε απλά: «Στάθου εντάξει ώς το τέλος». Το αστυνομικό αυτοκίνητο άρχισε να τρέχει. «Πού πάμε;» ρώτησα. «Στο Ομορφίτα Πάλας» κάγχασε ο Εγγλέζος.
Ο ΧΑΦΙΕΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ
Το κελί μου είχε δύο άλλους «φιλοξενούμενους». Μου συστήθηκαν. Ήταν και οι δύο από τη Λεμεσό. Ο ένας λεγόταν Δάφνης. Ο άλλος άκουγε στο παράνομο «Τσούκας». «Γατί σε πιάσανε;» με ρώτησε ο δεύτερος. Ο Δάφνης μου έκλεισε το μάτι. Κατάλαβα. Ο νεαρός ήταν χαφιές. «Δεν ξέρω» απάντησα.
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Μου άνοιξε το στόμα με το ζόρι και μου έχωσε μέσα την κάνη του όπλου του. Ένοιωσα το κρύο σίδερο να τυραννά τη γλώσσα μου. «Ένα… δύο… τρία…» ξαναμέτρησε. Το «κλικ» ξανακούστηκε. «Δεν θα σε σκοτώσουμε τόσο γρήγορα», είπε εκείνος με τα χαρακτηριστικά αλεπούς. «Θα παίξουμε λιγάκι. Όσο ακούεις το «κλικ« μη φοβάσαι, όλα θα είναι εντάξει. Όταν δεν τ’ ακούσεις, θα είσαι νεκρός…»
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ
Σε λίγο εισβάλλει στο στρατόπεδο ο στρατός, οπλισμένος από την κορφή ώς τα νύχια. Κράνη, ρόπαλα, δακρυγόνα, περίστροφα, αυτόματα. Οι στρατιώτες μπαίνουν στο Κομπάουντ G, για να επιβάλουν την τάξη… Κτυπούν, με τα ρόπαλά τους, τους κρατουμένους. Το G ανταποδίδει την επίθεση. Με γροθιές και με πέτρες. Τα άλλα Κομπάουντς υποστηρίζουν τα αδέλφια του G με ό,τι μπορούν, με πέτρες, με μπουκάλες. Η συμπλοκή γενικεύεται. Οι στρατιώτες πυροβολούν στην αρχή στον αέρα κι ύστερα χωρίς ενδοιασμούς αδιάκριτα, παντού.
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΠΥΡΟΪ
Μέσα από τη μάζα των παιδιών ξεχωρίζει ένα αγόρι, κάπου 12 – 13 χρόνων. Βγαίνει μπροστά, ρίχνοντας σεμνά το βλέμμα κατάματα κι αρχίζει να τραγουδά. Λέει για πατριώτες που αγωνίστηκαν, για το μαύρο φίδι της προδοσίας, για νίκη και λευτεριά… Το πρόσωπό του λάμπει, αντιφεγγίζει τον αγώνα μας. Τα μάτια θολώνουν από τα δάκρυα, μπροστά στο ξέσπασμα του άδολου παιδιού. Σκύβω και τον ρωτώ το όνομά του. Είναι ο Κυριάκος Μιχαήλ της έκτης τάξης του Δημοτικού. Τον σφίγγω στην αγκαλιά μου.