Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της αφήγησής του στον Αντώνη Κακαρά ο υπαξιωματικός του ΠΝ Δημήτρης Κωνσταντίνου που έζησε τον Αττίλα μιλά για τους Ελληνοκύπριους που απέφυγαν να εμπλακούν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Και επαναλαμβάνει με πίκρα αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Ότι «καταστρέψαμε τη Κύπρο από τη βλακεία μας». Τη χουντική μας βλακεία.
Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος κι ΕΔΩ το δεύτερο.
-: Γιατί Δημήτρη εκτιμάς ότι έγινε αυτό το πράγμα;
Κων/νου: Διότι δεν ξέρω ποιοι Κύπριοι πολεμήσανε στην (…), θα σας πω και πιο κάτω, αλλά διαπιστώστε ότι οι Κύπριοι δεν θέλανε να πολεμήσουνε, το πλείστον τουλάχιστον απ’ όσους γνώρισα.
-: Γιατί δεν ήθελαν να πολεμήσουνε;
Κων/νου: Διότι θεωρούσανε ότι ίσως επειδή στο πραξικόπημα, επειδή κάναμε το πραξικόπημα και τα είχανε βάλει μαζί μας και νομίζανε ότι εάν μας καθαρίσουνε εμάς θα ξαναφτιάξει η Κύπρος όπως ήτανε, και με ποιο σκεπτικό; Πάντως δεν μας χωνεύανε, δεν μας χωνεύανε, μετά το πραξικόπημα δηλαδή υπήρχε μία πολύ μεγάλη, πολύ μεγάλη έχθρα. Τόσο μεγάλη που θα πάω λίγο πίσω πάλι, στο ενδιάμεσο των δύο εισβολών…εγώ όπως σας είπα πήγαινα για εφοδιασμό στην Αμμόχωστο, μια μέρα την αποθήκη της ναυτικής βάσεως την είχε ένας έφεδρος σημαιοφόρος Κύπριος ο Ιωάννου, λοιπόν εκείνη την ημέρα δεν ξέρω γιατί, πήγαμε για βόλτα και πήγαμε μαζί στην Αμμόχωστο. Και δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε, πήγαμε βόλτα, πήγαμε σε μία καφετέρια να πιούμε έναν καφέ σε κάποια φάση και μια ομάδα νεολαίας, αφού με άκουσε που μιλούσα ελληνικά, η κυπριακή διάλεκτος είναι γνωστή, σηκώθηκε εχθρικά εναντίον μου και τους σταμάτησε ο Κύπριος ο άλλος και τους λέει ‘Παιδιά μην ανησυχείτε αυτός είναι δικός μας’ λέει ‘Δεν έχει ανακατευτεί πουθενά’ τους είπε και έτσι ηρεμήσανε. Λοιπόν, ας πούμε υπήρχε μία έχθρα μετά από το πραξικόπημα πολύ μεγάλη και ίσως γι’ αυτό μας είχαν και εκεί έχθρα. Το θέμα είναι ότι μετά το δεκαπεντάλεπτο που σας είπα από αυτήν την φήμη, χαθήκαν όλοι. Όταν ήρθαν την νύχτα, κατά τις μία η ώρα την νύχτα ήρθαν τα φορτηγά με τα πυρομαχικά, φύγαμε κατευθείαν και κατεβήκαμε Λεμεσό. Στη Λεμεσό πήγαμε και εγκατασταθήκαμε σε ένα σχολείο στο οποίο είχανε βάση οι Γριβικοί. Οι Γριβικοί είχανε κάνει ομάδες και οι Μακαριακοί είχανε άλλες ομάδες στη Λεμεσό και τσακωνόντουσαν μεταξύ τους.
-: Ακόμα και στην εισβολή;
Κων/νου: Ακόμα και στην εισβολή, θα σας πω τώρα. Την άλλη μέρα… α όσο για φαγητό, τι κάνανε αυτοί οι Γριβικοί; Είχανε στήσει εκεί ένα μαγειρείο, πηγαίνανε παίρνανε ζώα από Τούρκους συνήθως, γιατί οι Τούρκοι πήγανε στην Λεμεσό οι Τούρκοι πολίτες πήγαν και παραδόθηκαν μόνοι τους στους Έλληνες, στις Ελληνικές αρχές και πήγαν και κλειστήκαν μέσα στο…πως το λένε, στο στάδιο φρουρούμενοι γιατί δεν θέλανε να έχουνε καμία σχέση με όλες αυτές τις διενέξεις. ‘Εμείς είμαστε φιλήσυχοι..’ λένε…
-: Οι Τουρκοκύπριοι εννοείς;
Κων/νου: Οι Τουρκοκύπριοι ναι, ‘…και θέλουμε να ζούμε όπως ζούσαμε’. Λοιπόν αυτοί ήτανε…πηγαίνανε και κλέβανε ζώα και κάθε μέρα σφάζανε και ψήνανε, κάθε μέρα είχε ψητό και πατάτες. Και μας φέρνανε…
-: Τα πουλάγανε εννοείς;
Κων/νου: Όχι, όχι. Δεν τα πουλάγανε, τρώγανε οι ίδιοι και μας φέρνανε και μας μία δύο λαμαρίνες να τρώμε. Είχαμε δηλαδή αυτές τις μέρες ειδικά το φαγητό δωρεάν, μερικές μέρες.
-: Στη Λεμεσό εννοείς.
Κων/νου: Στη Λεμεσό. Την δεύτερη μέρα βγαίνω έξω και ένα παιδάκι μου τρακάρισε το αυτοκίνητο. Ο πατέρας του είχε φαναρτζίδικο, έτυχε να έχει φαναρτζίδικο. Με πήγε στον φαναρτζή, ήτανε ο παππούς του εκεί και όπως συζητάγαμε του λέω ‘Ρε παππού…’ λέω ‘…ο εγγονός σας δεν πήγε να επιστρατευτεί;’ Μου λέει ‘Όταν έγινε η επιστράτευση τον κράτησα στο τέλος και όταν τελείωσαν τα όπλα τότε πήγα και τον παρέδωσα και αφού δεν είχε όπλα…’ λέει ‘…τον διώξανε’ ‘Ναι αλλά…’ του λέω ‘…κοίταξε να δεις εδώ στη Λευκωσία γίνεται πόλεμος και εκεί κάτω δουλεύανε οι ταβέρνες και οι κινηματογράφοι. Καλά…’ λέω ‘…πάνω γίνεται πόλεμος. Είναι σαν στην Άρτα να δουλεύουνε οι κινηματογράφοι και οι ταβέρνες και στα Γιάννενα να γίνεται πόλεμος’ λέει ‘Δεν γίνεται εδώ πόλεμος, στην Λευκωσία γίνεται ο πόλεμος…’ μου λέει ‘…τι μας νοιάζει εμάς;’ Μια απάντηση! Έμεινα, δεν είπα τίποτα, τι να πω. Έτσι λοιπόν περάσανε…έρχεται λοιπόν την δεύτερη ημέρα την τρίτη, εμείς δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα, καθόμασταν εκεί, βγαίναμε κάναμε καμιά βόλτα, τρώγαμε το μεσημέρι, το βράδυ βγαίναμε πηγαίναμε βρίσκαμε τίποτε κανένα σουβλατζίδικο τρώγαμε. Δεν ξέρω ποιος έδωσε την εντολή και μας διαιρέσανε να πηγαίνουμε στον Τουρκομαλαχαλά το βράδυ και να φυλάμε βάρδια στα σπίτια των Τουρκοκυπρίων που είχανε φύγει οι άντρες και είχανε πάει στο γήπεδο φρουρούμενοι, να φυλάμε τις οικογένειες τους γιατί πηγαίνανε κυρίως οι Γριβικοί και τους λεηλατούσανε.
-: Τα σπίτια τους;
Κων/νου: Ναι, τα σπίτια. Τους παίρνανε…
-: Των Τουρκοκυπρίων;
Κων/νου: Των Τουρκοκυπρίων. Τους παίρνανε ρούχα, τους παίρνανε κατσαρόλες, διάφορα πράγματα, ζώα…καλά τα ζώα τα παίρνανε με το έτσι θέλω. Έτσι λοιπόν πήγα σε μία, την πρώτη βραδιά με πήγαν σε μία οικογένεια, έλειπε η γυναίκα, ήταν μια γυναίκα με ένα παιδάκι, έλειπε από εκεί και ήτανε σε κάποια πεθερικά της, ήταν εκεί στην γειτονιά, πήγα εκεί να την βρω και να πάμε μετά στο σπίτι. Με κέρασε…ο άνθρωπος ο οικοδεσπότης εκεί ήθελε να με κεράσει και ξέρετε εγώ ήμουνα πολύ διστακτικός, αυτός με κατάλαβε ‘Μην είσαι…δεν σε δηλητηριάζω παιδάκι μου…’ μου λέει ‘…δεν έχουμε τίποτε, εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι…’ μου λέει ‘…δεν έχουμε καμιά δουλειά, φάε πιες με την ησυχία σου’. Έτσι λοιπόν την έβγαλα πολλές μέρες σε αυτό το σπίτι, πήγαινα και κοιμόμουνα…κοιμόμουνα, λαγοκοιμόμουνα καμιά φορά πάνω στο μπαλκόνι μην έρθουνε οι αυτοί οι Γριβικοί κυρίως και κάνανε ως λεηλασίες. Μετά την πρώτη βραδιά έγινε μια ησυχία, πέσανε και κάτι…όταν ακούγαμε θόρυβο ρίχναμε και καμία, εγώ δεν έριξα δεν έτυχε. Σε μένανε δεν έτυχε τίποτε. Την άλλη μέρα όμως τι γίνεται; Εκεί που ήτανε οι Γριβικοί ξέραμε στο…πως το λένε, στο σχολείο, πηγαίνουμε και τους βρίσκουμε και λέω ‘Παιδιά μας έχουνε βάλει και φυλάμε εκεί πάνω, και χτες…
’
-: Τους προειδοποίησες;
Κων/νου: Λοιπόν και ήρθανε και αυτό το πράγμα. Λέω ‘Θα σκοτωθούμε μεταξύ μας. Κρίμα…’ λέω ‘…να σκοτωθούμε μεταξύ μας’. Εμείς φοβόμαστε όχι μην σκοτώσουμε κανέναν από αυτούς, γιατί αυτούς αποκλείεται να τους σκοτώσουμε, αυτοί ήτανε γάτες στον πόλεμο. Έπειτα αυτοί είχανε καλάζνικοφ εμείς είχαμε έρλικγκον, τι να κάνουμε να τα βάζεις τώρα με αυτούς.
-: Όχι έρλιγκον.
Κων/νου: (…). Λοιπόν δεν ξαναήρθανε όσο καιρό πηγαίναμε εκεί βάρδια… λέει ‘Πηγαίντε και κοιμηθείτε ήσυχα, δεν θα έρθει κανένας’ λέει. Φαίνεται δώσανε εντολή μεταξύ τους ‘Μην πάτε εκεί που φυλάνε, θα πάμε εμείς αλλού που δεν φυλάνε’. Περάσανε πολλές μέρες. Μια μέρα συζητάω λοιπόν, μου λέει ο Κανδαλέπας, ήτανε με τον Τσαταλό, μου λέει ‘Ά ρε Κωνσταντίνου…’ μου λέει ‘…δε σε πίστεψα…’ μου λέει ‘…έδιωξες την γυναίκα σου και έπρεπε να την διώξω και ‘γω. Έπρεπε να ‘ξερα ότι εσύ ξέρεις ότι θα γίνει εισβολή. Ότι κάτι θα γίνει.’ Όχι λάθος, πραξικόπημα. Και λέω ‘Όχι εγώ δεν ήξερα. Εάν είχα μάθει την μπλόφα του Παπαγιάννη που έγινε την Πέμπτη…’ ή την Παρασκευή, δεν θυμάμαι, μία από τις δύο μέρες, νομίζω την Παρασκευή, αυτοί πιστέψανε την μπλόφα του Παπαγιάννη ότι δεν θα γίνει πραξικόπημα και ακυρώσανε…
-: Ότι δεν θα γίνει;
Κων/νου: Ότι δεν θα γίνει, και ακυρώσανε. Εγώ δεν την έμαθα την μπλόφα και την έδιωξα την γυναίκα μου. Ούτως η άλλως και να την μάθαινα την μπλόφα δεν θα την έλεγα στην γυναίκα μου και θα την έδιωχνα, γιατί ήθελα να φύγει, αλλά τέλος πάντων. Και έτσι λοιπόν γι’ αυτό πιστεύω ότι ο Αθανασούλης κάτι έπρεπε να ήξερε γιατί την μπλόφα την έμαθε, αλλά ο Αθανασούλης όμως την έδιωξε μαζί με την γυναίκα μου. ‘Σοβαρά…’ μου λέει ‘…δεν ήξερες τίποτε;’ ‘Όχι δεν ήξερα τίποτε’ του λέω. Τελείωσε και από εκεί και πάνω, ήρθαμε απάνω κύριε Κακαρά και μας διαιρέσανε έναν έναν σε κάθε καράβι για να μην έχουμε επαφή μεταξύ μας και κάνουμε κανένα πραξικόπημα εδώ στην Ελλάδα
.
-: Αυτό δεν το καταλαβαίνω.
Κων/νου: Να μην είμαστε μαζεμένοι…
-: Έχει γίνει η μεταπολίτευση στην Ελλάδα;
Κων/νου: Έχει γίνει η μεταπολίτευση, ποτέ σε καμιά υπηρεσία δεν πήγανε δυο άτομα από την Κύπρο.
-: Και έχουμε τον Αραπάκη, εξακολουθούμε και τον έχουμε αρχηγό του Ναυτικού;
Κων/νου: Δεν θυμάμαι ποιον έχουμε κύριε Κακαρά, συνήθως δεν ασχολούμουνα με τίποτα. Εγώ θέλετε, ήμουνα από χωριό, από χωριό ήμουνα, ένα χωριό πολύ ορεινό, πολύ πτωχό, ένα ήσυχο παιδί ήμουνα και δεν με ενδιέφερε ποτέ ποιος είναι ο άλλος, με ενδιέφερε να κάνω την δουλειά μου.
-: Δημήτρη τι πικρίες σου έχουνε μείνει τώρα από αυτήν την υπηρεσία σου εκεί κάτω; Από το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων.
Κων/νου: Πάρα πολλές.
-: Δηλαδή;
Κων/νου: Καταρχήν μας είπανε ότι δεν μας θέλουνε, έπρεπε να φύγουμε. Καταστρέψαμε την Κύπρο, την Ελλάδα από βλακεία μας.
-: Ότι δεν σας θέλουνε ποιοι;
Κων/νου: Καταστρέψαμε την Κύπρο από βλακείες δικές μας. Κάνοντας ένα πραξικόπημα. Και η πικρία μου είναι δεν με ρώτησε κανένας, μου έβαλε το πιστόλι μπροστά στο ένα μέτρο να πάω να κάνω πραξικόπημα.
-: Ναι αλλά εσύ προσωπικά δεν συμμετείχες, αν εξαιρέσουμε ότι έπαιξες ουδέτερο ρόλο.
Κων/νου: Το καλό για μένα ήτανε ότι ήτανε ο Ντάνος με τον οποίο είχαμε πάρα πολύ καλή σχέση και ήξερε τι πιστεύω και είχαμε…τρώγαμε μαζί, πίναμε μαζί και ήτανε και καλό παιδί, καλός άνθρωπος δηλαδή. Αν ήτανε κανένα άλλο στραβόξυλο; Πως θα καθάριζα; Δεν ξέρω εγώ πως θα καθάριζα.
-: Άρα εσύ πιστεύεις ότι ο Ντάνος είναι αθώος για αυτά που τον κατηγορούνε;
Κων/νου: Όχι δεν είναι. Συμφώνησε στο πραξικόπημα, ήτανε σύμφωνος για το πραξικόπημα. Ήτανε σύμφωνος για το πραξικόπημα. Δεν συμφωνώ όμως γι’ αυτά που τον κατηγορούνε στο νοσοκομείο. Απολύτως. Ήτανε πάρα πολύ σωστός στο νοσοκομείο. Συμφώνησε και…και γιατί συμφώνησε στο πραξικόπημα; Όχι γιατί ήτανε δεξιός, Γριβικός και λοιπά, δεν ήτανε. Συμφώνησε γιατί του υποσχέθηκε ο Παπαγιάννης ότι θα μείνει τρίτο χρόνο και πάνω, στο χρήμα δελεάστηκε. Είχε ανάγκη χρημάτων.
-: Επίσης Δημήτρη αφήνεις…δεν αφήνεις να υπονοηθεί, το λες καθαρά ότι οι Κύπριοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν στην διάρκεια και των δύο εισβολών. Εν τούτοις έχουμε Κύπριους οι οποίοι πολέμησαν.
Κων/νου: Πολέμησαν ναι. Πολεμήσανε…, αυτούς τουλάχιστον που γνώρισα εγώ. Διότι σας είπα ότι γέμισε η βάση με ανθρώπους οι οποίοι έπρεπε να πάνε στον στρατό ξηράς και δεν θέλανε να πάνε στον στρατό ξηράς…
-: Μήπως δεν μπορούσανε να πάνε στα κέντρα;
Κων/νου: Μπορούσανε, δεν θέλανε. Τους λέγανε να πάνε, να πάνε και λοιπά. Δεν φεύγανε από την βάση με τίποτε. Όταν παρουσιαζόντουσαν τους λέγανε δεν είσαι εδώ, θα πάτε εκεί, δεν θέλανε. Δεύτερον, κάτω στην Λάρνακα με το που κυκλοφόρησε η φήμη ότι μόλις έρθουνε τα φορτηγά θα πάμε στην Λευκωσία να ενωθούμε με τον στρατό ξηράς, σε ένα δεκαπεντάλεπτο είχανε εξαφανιστεί άπαντες και τρίτον με αυτούς που μίλησα…δυο τρεις που μίλησα στην Λεμεσό μου είπανε ‘Ο πόλεμος γίνεται στην Λευκωσία, τι μας νοιάζει εμάς;’
-: Αυτό σου το είπανε Ελληνοκύπριοι;
Κων/νου: Ελληνοκύπριοι ναι.
-: Γιατί νόμιζα ότι είπες ότι σου το είπανε Τουρκοκύπριοι.
Κων/νου: Όχι, όχι. Ελληνοκύπριοι. Αυτός είχε το φαναρτζίδικο αμέσως που πήγα, με πήγε το παιδί για να μου διορθώσει το φτερό που μου χτύπησε. Βέβαια και ήτανε Ελληνοκύπριοι, οι άλλοι είχανε εκεί τις οικογένειες τους, είχανε τις περιουσίες τους εκεί. Οι Τουρκοκύπριοι ήτανε πάρα πολύ καλοί άνθρωποι κύριε Κακαρά. Εγώ γνώρισα πάρα πολλούς Τουρκοκύπριους στην Αμμόχωστο που έβγαινα, μάλιστα ένα παιδί που πήγαινα στην…σε ένα συνεργείο και έφτιαχνα το αυτοκίνητο λίγους μήνες πριν από το πραξικόπημα, με ρωτάει μου λέει ‘Κάνετε ασκήσεις εσείς καθόλου;’ Τι να του πω, του λέω ‘Εμείς είμαστε Ναυτικό τι ασκήσεις να κάνουμε εμείς έχουμε τα πλοία μας και τα…’ τέτοια. ‘Εμάς…’ λέει ‘…κάθε σαββατοκύριακο έρχονται Τούρκοι αξιωματικοί και μας πηγαίνουνε πεζοπορίες πάνω στα βουνά…