Προτροπή προς τους ηγέτες των δύο κυπριακών κοινοτήτων και τις εγγυήτριες δυνάμεις να συνεχίσουν τις επαφές με την απεσταλμένη του, Τζέιν Χολ Λουτ, απευθύνει ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, στην έκθεσή του για την ειρηνευτική δύναμη του διεθνούς οργανισμού στην Κύπρο (ΟΥΝΦΙΚΥΠ), ανεπίσημο αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε αργά το απόγευμα της Παρασκευής στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ωστόσο, επαναλαμβάνοντας την επισήμανση της έκθεσης των καλών του υπηρεσιών της 15η Οκτωβρίου 2018,δηλώνει ότι παραμένει πεπεισμένος πως πριν o ίδιος αναπτύξει όλο το βάρος των καλών του υπηρεσιών, οι πλευρές πρέπει να συμφωνήσουν σε μια κοινή πορεία προς τα εμπρός.
«Προτρέπω, συνεπώς, τους ηγέτες και τις εγγυήτριες δυνάμεις να συνεχίσουν την εποικοδομητική δέσμευσή τους με την ανώτερη υπάλληλο των Ηνωμένων Εθνών και να εμπλακούν μεταξύ τους για το σκοπό αυτό…. Επαναβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις μου από την έκθεση καλών υπηρεσιών, ότι η συνεχής υποστήριξη σε έναν ορίζοντα ατέρμονης διαδικασίας χωρίς αποτέλεσμα έχει λήξει, παρομοίως υπάρχει συναίνεση ότι το στάτους κβο δεν είναι πλέον βιώσιμο».
Ο ΓΓ του ΟΗΕ βλέποντας μπροστά, σημειώνει ότι η ΟΥΝΦΙΚΥΠ θα συνεχίσει να επιτηρεί την εξελισσόμενη κατάσταση επιτόπου, να αξιολογεί τον αντίκτυπό της στις απαιτήσεις της εντολής της αποστολής και να προσαρμόζει τις δραστηριότητές της για την αποτελεσματική εκτέλεση της εντολής της.
«Με βάση τη συνεχιζόμενη συμβολή της στην ειρήνη και τη σταθερότητα και τη δημιουργία συνθηκών που θα συμβάλουν στην πολιτική διευθέτηση, εισηγούμαι στο Συμβούλιο Ασφαλείας να παρατείνει την εντολή της UNFICYP για έξι μήνες, έως τις 31 Ιουλίου 2019», γράφει ο κ. Γκουτέρες στην έκθεσή του.
Η 20σέλιδη έκθεση είναι εκτενέστερη από την προηγούμενη και περιέχει αρκετές αναφορές σε σημαντικές εξελίξεις του εξαμήνου, συμπεριλαμβανομένων και των καλών υπηρεσιών του ΓΓ.
Υπενθυμίζοντας την έκθεση των καλών του υπηρεσιών της 15ης Οκτωβρίου 2018, ο κ. Γκουτέρες σημειώνει ότι παρατήρησε πως οι προοπτικές μιας συνολικής διευθέτησης μεταξύ των δύο κοινοτήτων του νησιού παραμένουν ζωντανές και ενημέρωσε το Συμβούλιο Ασφαλείας για την πρόθεσή του να δώσει οδηγίες «στην Τζέιν Χολ Λουτ να συνεχίσει τις διαβουλεύσεις με τα μέρη, προκειμένου να συμφωνήσουν σχετικά με τους όρους αναφοράς, οι οποίοι θα αποτελούσαν μια συναινετική αφετηρία για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις που θα οδηγούσαν σε μια διευθέτηση εντός ενός προβλέψιμου ορίζοντα (στο εγγύς μέλλον)».
Ο κ. Γκουτέρες μνημονεύει – χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες – τις χωριστές συναντήσεις της κ. Λουτ με τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί, καθώς και με εκπροσώπους των εγγυητριών δυνάμεων και την Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Φεντερίκα Μογκερίνι, ενώ αφιερώνει σημαντικό χώρο σε πρόσφατες έρευνες συμπεριφοράς που διεξήγαγαν από κοινού ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές εταιρείες έρευνας αγοράς, με την συμμετοχή των Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Οι οποίες δείχνουν ότι, «ενώ οι προσδοκίες παραμένουν χαμηλές, η σαφής πλειοψηφία και στις δύο κοινότητες εξακολουθεί να επιθυμεί λύση του κυπριακού προβλήματος».
«Αν και οι λόγοι και τα κίνητρά τους διαφέρουν, γράφει ο ΓΓ στην έκθεσή του, υπάρχει ανησυχία και στις δύο κοινότητες για τις συνέπειες ενός παρατεταμένου στάτους κβο. Την ίδια στιγμή, η αβεβαιότητα για το μέλλον των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση, φαίνεται να εμποδίζει την πολιτική εμπλοκή και διακινδυνεύει να υπονομεύσει την υποστήριξη προς την επανένωση στις δύο κοινότητες.
Αν και το επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων έχει αυξηθεί κάπως τα τελευταία χρόνια, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ακόμα λιγότερο από το ήμισυ των Κυπρίων και στις δύο πλευρές, εμπιστεύονται τα μέλη της άλλης κοινότητας».
Γράφει ότι τα επίπεδα κοινωνικής επαφής με την άλλη κοινότητα έχουν αυξηθεί στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά παραμένουν χαμηλά για τους Ελληνοκύπριους. Υπάρχει, ωστόσο, προθυμία και στις δύο κοινότητες να συνεργαστούν μεταξύ τους σε τομείς όπως η επιχειρηματικότητα, ο αθλητισμός, η προστασία του περιβάλλοντος, ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και οι φυσικές καταστροφές.
Και οι δύο κοινότητες εξακολουθούν να εκφράζουν την επιθυμία για μια ειρηνευτική διαδικασία πιο ευρεία, διάφανη και αντιπροσωπευτική του λαού.
«Σε συνδυασμό με το αβέβαιο μέλλον της ειρηνευτικής διαδικασίας, υπάρχει διευρυμένη και αυξανόμενη ανησυχία στους Τουρκοκύπριους όσον αφορά το μελλοντικά μέσα διαβίωσης της κοινότητας τους. Οι σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις της υποτίμησης της τουρκικής λίρας παρέμειναν η πρωταρχική ανησυχία των τουρκοκυπριακών αρχών και του κοινού κατά την περίοδο αναφοράς.
Από την ελληνοκυπριακή πλευρά, οι έρευνες αποκαλύπτουν μια οριακή αύξηση του ενδιαφέροντος της κοινότητας για το Κυπριακό και με μικρή διαφορά με τις ανησυχίες σχετικά με την οικονομία και τη διακυβέρνηση».
Στο κεφάλαιο της έκθεσης με τις παρατηρήσεις του, ο ΓΓ υπογραμμίζει ότι η μειωμένη ελπίδα για μια διευθέτηση και τα χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων που επισημάνθηκαν στις έρευνες, «θα πρέπει να αποτελέσουν θέμα ανησυχίας για όλους τους Κύπριους, με την ηγεσία και στις δύο πλευρές να έχουν την κύρια ευθύνη να εργαστούν για την ανατροπή αυτών των τάσεων.
Αφορά επίσης την UNFICYP, δεδομένης της εντολής της να διευκολύνει την επιστροφή σε φυσιολογικές συνθήκες και τις προσπάθειές της να δημιουργήσει συνθήκες που συμβάλλουν στη διαρκή διευθέτηση.
Από αυτή την άποψη, η UNFICYP θα αυξήσει περαιτέρω τις προσπάθειές της για να φέρει μαζί τις δύο κοινότητες, πέραν της Λευκωσίας και παραμένει έτοιμη να στηρίξει τη συνεργασία σε τομείς προτεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προσδιορίστηκαν μέσω των πρόσφατων ερευνών».
Σε σχέση με τις επαφές της ειδικής του αντιπροσώπου Ελίζαμπεθ Σπέχαρ με τις δύο πλευρές – στο πλαίσιο της εντολής του Σ.Α. μέσω του ψηφίσματος 2430 – για να διερευνήσουν συλλογικά τρόπους για πρόοδο σε βασικά συναφή ζητήματα, ο ΓΓ αναφέρεται στην συνάντηση των κ.κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί υπό την αιγίδα της κ. Σπέχαρ στις 26 Οκτωβρίου.
«Οι ηγέτες είχαν ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη μελλοντική πορεία και μετά τη συνάντηση, ανακοίνωσαν ότι συμφώνησαν να ανοίξουν στις 12 Νοεμβρίου δύο νέα σημεία διέλευσης στη Λεύκα – Aplici και στη Δερύνεια, ΜΟΕ το οποίο είχαν συμφωνήσει τον Μάιο του 2015».
Ο ΓΓ του ΟΗΕ χαρακτηρίζει το άνοιγμα των οδοφραγμάτων «την πιο θετική εξέλιξη της ειρηνευτικής διαδικασίας από το κλείσιμο της Διάσκεψης για την Κύπρο στην Ελβετία τον Ιούλιο του 2017», λέγοντας ότι ανεβάζει τον αριθμό των σημείων διέλευσης στο νησί σε 9.
«Παρόλο που πραγματοποιήθηκαν αρκετές διαδηλώσεις εναντίον των νέων σημείων διέλευσης, συμπεριλαμβανομένων δύο διαδηλώσεων στη Δερύνεια στις 12 και 25 Νοεμβρίου, ο αριθμός των διαδηλωτών παρέμεινε χαμηλός και τα γεγονότα πέρασαν χωρίς όποια επεισόδια.
Τα νέα σημεία διέλευσης χρησιμοποιήθηκαν ευρέως: στον πρώτο μήνα από την έναρξή τους, ο συνολικός αριθμός των προσώπων που διέσχισαν και τα δύο έφτασε τα 33.037 άτομα στη Δερύνεια και 5.450 στην Λεύκα. Ιδίως το σημείο διέλευσης στη Δερύνεια επέτρεψε το άνοιγμα της ευρύτερης περιοχής της Αμμοχώστου, μιας πυκνοκατοικημένης περιοχής με μακρά ιστορία υποστήριξης σε επίπεδο κόσμου της ενδοκοινοτικής επικοινωνίας και συνεργασίας».
Πάντως, παρά την ενθαρρυντική αυτή εξέλιξη, ο κ. Γκουτέρες αναφέρει ότι σημειώθηκε περιορισμένη πρόοδος στην εφαρμογή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
«Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους στις 26 Οκτωβρίου, οι ηγέτες συζήτησαν ανεπίσημα τη δυνατότητα να συναντηθούν εκ νέου, αν μπορούσε να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που συμφωνήθηκαν το 2015, όπως η διαλειτουργικότητα των κινητών τηλεφώνων και η περαιτέρω ενσωμάτωση των δύο δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας .
Ενώ δεν εντοπίστηκε συγκεκριμένη λύση, οι τεχνικές συζητήσεις σχετικά με το μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης για τα κινητά τηλέφωνα στο πλαίσιο της τεχνικής επιτροπής οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων υπογράμμισαν ότι θα μπορούσε να βρεθεί λύση».
Στο κεφάλαιο της έκθεσης με τις παρατηρήσεις του, ο ΓΓ εκφράζει την πεποίθηση πως ενώ τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης δεν μπορούν και δεν πρέπει να υποκαταστήσουν τις πραγματικές και προσανατολισμένες σε αποτελέσματα διαπραγματεύσεις, «οι προοπτικές για διάλογο και βιώσιμη διευθέτηση θα ενισχυθούν μόνο μέσω τέτοιων ενεργειών.
Η εφαρμογή των υπόλοιπων μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης του 2015 θα πρέπει να είναι δυνατή μέσω της απαραίτητης δημιουργικότητας, αποφασιστικότητας και πολιτικής βούλησης και παροτρύνω περαιτέρω εργασία για να ξεπεραστεί το όποιο τεχνικό ή άλλο εμπόδιο προς τον σκοπόν αυτόν».
Στο ίδιο κεφάλαιο, αναφέρεται στα χωριστά σχολικά προγράμματα και στις «αντιφατικές και διχαστικές αφηγήσεις για το παρελθόν», τα οποία «παραμένουν ένα σοβαρό εμπόδιο για τη συμφιλίωση και την ειρηνική συνύπαρξη στο νησί».
«Οι πρόσφατες έρευνες, γράφει, δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Κυπρίων και από τις δύο πλευρές υποστηρίζει την από κοινού παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών και ακόμη και τη διδασκαλία της γλώσσας της άλλης κοινότητας στα σχολεία.
Συνεπώς, ενθαρρύνω τους ηγέτες να διευκολύνουν τις συνεχείς ανταλλαγές φοιτητών σε όλο το νησί και να προωθήσουν την εκπαίδευση για την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα».
Σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και την Ανατολική Μεσόγειο γενικότερα, γράφει:
«Κατά την περίοδο που καλύπτει η έκθεση, παρατηρήθηκε συγκέντρωση διαφόρων εθνικών και κοινών ναυτικών και στρατιωτικών δυνάμεων, ασκήσεων έρευνας και διάσωσης και άλλων, στην Ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης και (της περιοχής) γύρω από την Κύπρο.
Όπως δείχνουν οι πρόσφατες εξελίξεις, οι φυσικοί πόροι, ιδιαίτερα οι υδρογονάνθρακες, παρουσιάζουν σημαντικές ευκαιρίες για περιφερειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, οι διερευνητικές δραστηριότητες γεώτρησης γύρω από την Κύπρο συνέχισαν να αποτελούν πηγή χαμηλής έντασης».
Στο κεφάλαιο των παρατηρήσεων, ο ΓΓ γράφει πως «με τις συνεχιζόμενες διερευνητικές δραστηριότητες γεώτρησης εκτός των ακτών της Κύπρου, παραμένει ο κίνδυνος περαιτέρω εντάσεων σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες.
Σε αυτό το πλαίσιο, επαναλαμβάνω ότι οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται εντός και γύρω από την Κύπρο πρέπει να ωφελήσουν τις δύο κοινότητες και πρέπει να αποτελέσουν ισχυρό κίνητρο για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύση στο κυπριακό πρόβλημα».
Αναφορικά με την κατάσταση στην γραμμή αντιπαράταξης, η έκθεση σημειώνει ότι μετά το κλείσιμο της Διάσκεψης για την Κύπρο τον Ιούλιο του 2017 και ιδίως στην παρούσα περίοδο αναφοράς, υπήρξε εδραίωση των θέσεων και των δύο πλευρών και ενίοτε, αμφισβήτηση του ρόλου των Ηνωμένων Εθνών Εθνών.
«Η UNFICYP, μέσω ενισχυμένων περιπολιών, διαπίστωσε αύξηση των παραβιάσεων του στρατιωτικού στάτους κβο κατά μήκος των γραμμών κατάπαυσης του πυρός. Η Δύναμη παρατήρησε επίσης την αύξηση των μη εγκεκριμένων και κατά καιρούς προκλητικών παρεισφρήσεων πολιτών στην ουδέτερη ζώνη, μερικές από τις οποίες προκάλεσαν σημαντικές εντάσεις μεταξύ των πλευρών.
Η συνεργασία και των δύο πλευρών με τη Δύναμη σε σχέση με τη διατήρηση της ηρεμίας και της σταθερότητας εντός και γύρω από την ουδέτερη ζώνη και η διευκόλυνση των ενδοκοινοτικών επαφών ήταν άνιση». Στην έκθεση υπάρχουν λεπτομερώς καταγεγραμμένα τα περιστατικά που σχετίζονται με αλλαγές σε στρατιωτικές θέσεις των πλευρών, αναφορά στο επεισόδιο της Πύλας κλπ.
Στις παρατηρήσεις του, στη βάση των επανειλημμένων εκκλήσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου και του πρόσφατου ψηφίσματος 2430, ο ΓΓ καλεί τα μέρη «να συνεργαστούν με την UNFICYP για την εκπόνηση μιας ισορροπημένης δέσμης στρατιωτικών μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αποναρκοθέτηση και την περαιτέρω μη επάνδρωση θέσεων».
Παράλληλα, καλεί και τις δύο πλευρές να σεβαστούν την εξουσία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην ουδέτερη ζώνη και να λάβουν σοβαρά υπόψη το αίτημα του Συμβουλίου Ασφαλείας να συνεργαστούν με τη Δύναμη για την οριοθέτηση της ουδέτερης ζώνης και να εφαρμόσουν το μνημόνιο Ηνωμένων Εθνών του 2018.
«Επιπλέον, προσθέτει, ενθαρρύνω τις πλευρές να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάπτυξης, με την υποστήριξη ης ΟΥΝΦΙΚΥΠ, των δικών τους μηχανισμών για την άμβλυνση των εντάσεων, είτε πρόκειται για στρατιωτικής, αστυνομικής ή πολιτικής φύσης».
Τέλος, σε σχέση με το ανθρωπιστικό θέμα των Αγνοουμένων, ο ΓΓ τονίζει πως παραμένει κρίσιμο ότι η ΔΕΑ να εξακολουθεί να λαμβάνει επαρκή οικονομική στήριξη και πληροφόρηση, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε συναφή στρατιωτικά και αστυνομικά αρχεία.
«Συνεπώς, ενθαρρύνω τα μέρη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ανταλλαγή σχετικών αρχειακών πληροφοριών με την επιτροπή. Υποστηρίζω επίσης την έκκληση της Επιτροπής προς όλα τα άτομα με σχετική γνώση (πληροφοριών) να προσέλθουν, δεδομένης και της πιεστικής πρόκλησης του χρόνου που εργάζεται σε βάρος περαιτέρω προόδου για την εξεύρεση και ταυτοποίηση αγνοουμένων».
Με πληροφορίες από: Philenews / ΑΠΕ – ΜΠΕ