Την ισχυρή του υποστήριξη στη συνάντηση Ελλάδας – Τουρκίας στο υψηλότερο επίπεδο διαμήνυσε σήμερα από την Αθήνα ο Ειδικός Απεσταλμένος του Γ.Γ. του ΟΗΕ Έσπεν Μπαρθ Άιντε μετά από τη συνάντηση που είχε με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά με επίκεντρο το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Σε δηλώσεις του εξερχόμενος από το υπουργείο Εξωτερικών τόνισε ότι ενθαρρύνει την επίτευξή της έχοντας επαφή και με την ελληνική και με την τουρκική κυβέρνηση.
«Επειδή θεωρώ ότι θα ήταν υγιές αυτές οι δύο εγγυήτριες δυνάμεις να έχουν άμεση επαφή σε υψηλό πολιτικό επίπεδο» σημείωσε και πρόσθεσε: «Όπως είπα και στον πρωθυπουργό δεν νομίζω ότι στόχος πρέπει να είναι η επίλυση όλων των ζητημάτων αλλά να υπάρξει καλύτερη κατανόηση του τι έχουμε να κάνουμε και πώς πρέπει να δουλέψουμε και τι μπορεί να επιτευχθεί στη Διάσκεψη. Γνωστοποιήσαμε μια ημερομηνία για τη Διάσκεψη αλλά δεν καθορίσαμε πότε θα τελειώσει. Είναι στην ίδια τη φύση των Διασκέψεων, αν χρειαστεί να μπορεί να γίνει μια διακοπή ή μια παύση και μετά να επανερχόμαστε. Θα πρέπει να γίνει το γρηγορότερο δυνατό αλλά ταυτόχρονα να πάρει και όσο χρόνο χρειάζεται. Γιατί δεν θέλουμε να φτάσουμε σε μια αδιέξοδη κατάσταση αλλά να λύσουμε το πρόβλημα και να διευκολύνουμε τη λύση και όχι μια νέα «παγωμένη» σύγκρουση».
Όπως σημείωσε ο κ. ‘Αιντε «μια τέτοια συνάντηση μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας θα πρέπει να γίνει πριν τις 12 Ιανουαρίου και με βάση όσα γνωρίζω υπάρχει και στις δύο πλευρές η θέληση να γίνει η συνάντηση αυτή. Δεν υπάρχει ημερομηνία αυτή τη στιγμή. Είναι περισσότερο τεχνικό το ζήτημα. Γιατί ψάχνουν μια ημερομηνία που θα είναι και οι δύο πλευρές στην ίδια χώρα, ίσως σε μια τρίτη χώρα, κάτι που θα ήταν αρκετά βοηθητικό υπό το υπάρχον πλαίσιο. Θα μεταφέρω κάποια μηνύματα στην Άγκυρα από εδώ γι αυτό το θέμα».
Εξήγησε δε ότι «όταν μιλάμε για μια συνάντηση μεταξύ του Τούρκου Προέδρου και του Έλληνα πρωθυπουργού δεν θα είναι η μοναδική συνάντηση που θα γίνει για το θέμα αυτό. Είναι σίγουρο ότι η Μ. Βρετανία επίσης συνομιλεί και με την Ελλάδα και με την Τουρκία και η Τουρκία με την Ελλάδα σε τακτά χρονικά διαστήματα. Μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις αλλά έχουν τακτικές επαφές. Δεν μιλάμε για μια επίσημη Διάσκεψη αλλά για μια διμερή συνάντηση».
Ως «μία πολύ καλή και πολύ αναλυτική» χαρακτήρισε την συζήτηση που είχε με τον κ. Κοτζιά ο κ. ‘Αιντε αλλά και την συνάντηση που είχε σήμερα το πρωί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για το ίδιο ζήτημα και την πολύ καλή συζήτηση που είχε μαζί του, «κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό σε αυτό το σημείο» όπως είπε «γιατί μετά από ορισμένες δύσκολες μέρες στην Κύπρο την τελευταία εβδομάδα χθες βράδυ είχαμε ένα δείπνο εργασίας με τους δύο ηγέτες Αναστασιάδη και Ακιντζί κατά τη διάρκεια του οποίου όχι μόνο ξεπέρασαν τις διαφωνίες που οδήγησαν στο πρόβλημα αλλά συμφώνησαν τον τρόπο που θα ακολουθηθεί μέχρι τη Διάσκεψη για την Κύπρο στις 9 Ιανουαρίου των δύο αντιπροσωπειών που θα συναντηθούν στη Γενεύη σε μία προσπάθεια να επιλύσουν ότι έχει μείνει ανοιχτό στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό». Και πρόσθεσε: «Μετά από τις 12 Ιανουαρίου οι εγγυήτριες δυνάμεις, η ΕΕ και αν χρειαστεί κάποια άλλα μέρη θα προσκληθούν να συμμετάσχουν στη Διάσκεψη αυτή».
O Ειδικός Απεσταλμένος του Γ.Γ του ΟΗΕ εξήγησε ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους ήρθε στην Αθήνα ήταν να ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση για την εξέλιξη αυτή κάτι που θα κάνει αμέσως μετά στην ‘Αγκυρα. «Ήταν μία πολύ συγκινητική στιγμή χθες να βλέπω πως αυτοί οι δύο ηγέτες, Αναστασιάδης και Ακιντζί, ήταν εμφανώς πολύ χαρούμενοι που μπορούσαν να προχωρήσουν παραπέρα γιατί είναι τόσο δεσμευμένοι στο να βρουν μία λύση μετά από 42 χρόνια διαίρεσης του νησιού. Φυσικά γνωρίζουν πολύ καλά ότι υπάρχουν ακόμα ζητήματα προς επίλυση και κανένας δεν θεωρεί ότι θα είναι εύκολο, όμως η στρατηγική προσέγγιση σε όλα αυτά τα ζητήματα που έχουμε ήδη συζητήσει είναι τόσο μεγάλη ώστε τα εκκρεμή ζητήματα θα λυθούν. Εγώ το πιστεύω αυτό και το πιστεύουν και αυτοί».
«Τώρα είμαστε στη φάση που χρειαζόμαστε να καταλάβουμε» πρόσθεσε «πως θα χειριστούμε τα πιο σοβαρά θέματα που είναι η ασφάλεια και οι εγγυήσεις. Εδώ προς το παρόν οι απόψεις των δύο εγγυητριών δυνάμεων διίστανται πολύ μεταξύ τους. Η Ελλάδα θα ήθελε να δει το τέλος του συστήματος των εγγυήσεων που τέθηκαν σε εφαρμογή το 1960, ενώ η Τουρκία επί της αρχής θέλει να συνεχίσει αυτό καθεστώς».
Κατά την άποψή του όπως επισήμανε μετά από τις συζητήσεις που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες, τόσο σε αυτές που συμμετείχε και ο ίδιος όσο και στις απευθείας μεταξύ των δύο πλευρών, τώρα, μολονότι υπάρχει ακόμα δρόμος, «υπάρχει και καλύτερη κατανόηση ως προς το που θα μπορούσαν να βρεθούν εν δυνάμει συμβιβασμοί».
Βεβαίως, όπως είπε, θα έχει καλύτερη εικόνα όταν θα πάει στην Άγκυρα, εκφράζοντας την άποψη ότι «το μεγαλύτερο μέρος της δικής μου και της δικής μας δουλειάς στις συνομιλίες του επόμενου μήνα θα αφορά περισσότερο αυτό το συγκεκριμένο θέμα το οποίο είναι ακανθώδες αλλά θα πρέπει να λύσουμε προκειμένου να επιτρέψουμε στους φίλους μας στην Κύπρο να είναι σε θέση να επανενωθούν. Κάτι το οποίο επιθυμούν ξεκάθαρα και οι δύο ηγεσίες και κατά τη γνώμη μου είναι η επιθυμία μίας μεγάλης σιωπηλής πλειοψηφίας του λαού που θα ήθελε να το δει να συμβαίνει».
Για τους παραπάνω λόγους, εξέφρασε την μεγάλη ικανοποίησή του από τις συναντήσεις που είχε στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι «ήταν πολύ διαφωτιστικές» και μολονότι, όπως είπε δεν μπορούσε λόγω της φύσης του θέματος να αποκαλύψει περισσότερα, θέλησε να εκφράσει την ιδιαίτερη εκτίμησή του τόσο για τον χρόνο που του αφιέρωσε ο πρωθυπουργός, όσο και ο κ. Κοτζιάς για αυτά τα θέματα. Επισήμανε δε ότι θα είναι σε στενή επαφή, μολονότι είναι ήδη πολύ στενή η συνεργασία καθώς τηλεφωνιούνται δύο φορές την εβδομάδα έτσι και αλλιώς.