Κυπριακό: Περί κοινού ανακοινωθέντος – Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές

 Γράφει ο
Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης

Το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου έχει δει το φως της δημοσιότητας. Υπήρξαν ως τώρα διάφορες αναγνώσεις του ανακοινωθέντος. Το κοινό ανακοινωθέν δεν ρυθμίζει βέβαια τις περισσότερες πτυχές του μελλοντικού σχεδίου λύσης και κατά συνέπεια οι όποιες ερμηνείες θα πρέπει να γίνονται με τη δέουσα προσοχή. Περιέχει όμως σημαντικές διατάξεις οι οποίες δεν μπορούν παρά να προβληματίζουν. Το παρόν κείμενο συνιστά μια πρώτη αποτίμηση ορισμένων, κατά την δική μου άποψη, κρίσιμων πτυχών του κοινού ανακοινωθέντος.

Κυριαρχία
Στο άρθρο 2 § 1 της Ιδρυτικής Συμφωνίας του σχεδίου Ανάν προβλεπόταν ότι η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος στη μορφή ενός αδιάλυτου συνεταιρισμού, με μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση και δύο συνιστώσες πολιτείες, δηλαδή την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πολιτεία. Προβλεπόταν ακόμα ότι θα έχει μια διεθνή νομική προσωπικότητα και κυριαρχία και ότι θα οργανωθεί σύμφωνα με τις αρχές του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, της πολιτικής ισότητας, της διζωνικότητας και του ίσου καθεστώτος των δύο συνιστωσών πολιτειών. Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στα άρθρα 1 § 1 και 1 § 4 του προτεινόμενου Συντάγματος του σχεδίου Ανάν. Οι ίδιες βασικά αρχές επαναλαμβάνονται και στο κοινό ανακοινωθέν.
Επαναλαμβάνεται δε ο χαρακτηρισμός των καντονίων ως συνιστωσών πολιτειών (constituent states), ένας όρος ο οποίος παραπέμπει σε δύο χαλαρά συνδεδεμένα χωριστά κράτη (βλ. και Παπασάββας, Σ., Το Σχέδιο Ανάν: Ένα Εποικοδομητικά Ασαφές Συνταγματικό Μέλλον για την Κύπρο, σελ. 46 – 47). Κατά την συνάντηση της 12ης Ιανουαρίου 2009 ο Χριστόφιας σχολίασε πως η χρήση του όρου «συνιστώσες πολιτείες» θα γινόταν αποδεκτή μόνο εφόσον υπογραφόταν η τελική συμφωνία και πρόσθεσε ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι χρησιμοποιούσαν τον όρο ως να σημαίνει «νέοι ιδρυτές».
Οπωσδήποτε θα ήταν πρόωρο να απαντηθεί οριστικά το θέμα της κυριαρχίας με βάση το κοινό ανακοινωθέν. Δεν συμμερίζομαι επομένως σε καμιά περίπτωση τη θέση ότι το θέμα της κυριαρχίας επιλύεται σαφώς υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς, χωρίς όμως να θεωρώ και ότι το θέμα επιλύεται υπέρ της τουρκικής πλευράς. Το κοινό ανακοινωθέν συνεχίζει ως προς το θέμα αυτό την στρατηγική της εποικοδομητικής ασάφειας, η οποία ξεκίνησε επί διαπραγματεύσεων Κληρίδη-Ντενκτάς το 1999 και έκτοτε στοιχειώνει τις διαπραγματεύσεις για το κυπριακό πρόβλημα. Αναφορά σε μια κυριαρχία υπήρχε και στο σχέδιο Ανάν, πλην όμως εκεί η κυριαρχία ήταν ψευδεπίγραφη.

Σαφώς ορισμένα χαρακτηριστικά της κυριαρχίας, όπως η εξουσία του ηγεμόνα να νομοθετεί χωρίς να χρειάζεται συναίνεση, η εξουσία κήρυξης πολέμου και σύναψης ειρήνης ή η δυνατότητα του κυρίαρχου να αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης (σύμφωνα με τη θεωρία του Carl Schmitt) είναι ερωτήματα τα οποία επίσης δεν απαντώνται (ούτε και θα έπρεπε άλλωστε) από το κοινό ανακοινωθέν.

Ως προς την κλασική διάκριση εξωτερικής και εσωτερικής κυριαρχίας, το κοινό ανακοινωθέν περιορίζεται σε αναφορά στην εξωτερική κυριαρχία, δηλαδή στην κυριαρχία που πηγάζει από την ιδιότητα του κράτους μέλους του ΟΗΕ. Κατά πόσο βέβαια το νέο κράτος θα είναι όντως κυρίαρχο με την έννοια της διεθνούς ανεξαρτησίας θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις διατάξεις του σχεδίου λύσης, όταν αυτό θα ετοιμαστεί και ιδιαίτερα σε σχέση με τα κρίσιμα ερωτήματα της μη επέμβασης άλλων κρατών στα εσωτερικά του ζητήματα και στο δικαίωμα αυτοάμυνας (άρθρο 51 του Κ.Χ. του ΟΗΕ). Ιδιαίτερα προβληματική είναι επί τούτου η αναφορά ότι η κυριαρχία θα προέρχεται εξίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, μια αναφορά την οποία είχε θέσει η τουρκική πλευρά ως στόχο και την οποία θεωρητικά η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε ως κόκκινη γραμμή.

Στο πεδίο της εσωτερικής κυριαρχίας το κοινό ανακοινωθέν κάθε άλλο παρά διευκρινίζει το θέμα, εφόσον δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο η λειτουργία του κράτους θα αποσυνδεθεί από την καλή θέληση των συνιστωσών πολιτειών. Απομένει να απαντηθεί, ιδιαίτερα ενόψει των ρυθμίσεων περί του καταλοίπου και της έλλειψης ιεραρχίας μεταξύ των νόμων, πως μπορεί να γίνει κατορθωτή η εφαρμογή των νόμων στην περίπτωση που οι αρχές των συνιστωσών πολιτειών αποδεικνύονται απρόθυμες, ιδιαίτερα αν το ομοσπονδιακό κράτος, όπως και σε προηγούμενα σχέδια λύσης, δεν θα διαθέτει στρατό ή οποιουσδήποτε άλλους μηχανισμούς επιβολής των αποφάσεών του επί των συνιστωσών πολιτειών.

Η δυνατότητα επιβολής περιπλέκεται ακόμα περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η περίεργη λειτουργία της αρχής της πολιτικής ισότητας και της ισότητας των συνιστωσών πολιτειών. Θα λειτουργεί αυτή κατά τρόπο παρόμοια με το σχέδιο Ανάν και προηγούμενες διαπραγματεύσεις, ως ριζωμένη σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας του κράτους, δηλαδή στο επίπεδο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στο επίπεδο της νομοθετικής λειτουργίας, στο επίπεδο της διοίκησης, ακόμα και στο επίπεδο της δικαστικής λειτουργίας;; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο όταν έχουμε ενώπιον μας συνολικό σχέδιο λύσης.
Ο τελεσίδικος μηχανισμός επιβολής φαίνεται ότι είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και στο σχέδιο Ανάν, ενώ όπως και στο σχέδιο Ανάν καθορίζεται ότι το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα είναι δεσμευτικό για όλες τις ομοσπονδιακές αρχές, καθώς και για τα συνιστώσα κράτη. Με τη μέθοδο αυτή επιχειρείται και η ελαχιστοποίηση τυχόν προβλημάτων που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από τη ρήτρα με την οποία καθορίζεται ότι δεν θα υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των ομοσπονδιακών νόμων και των νόμων των συνιστωσών πολιτειών, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο θα έχει τη δικαιοδοσία να εξετάσει κατά πόσο ο σχετικός νόμος εμπίπτει στις αρμοδιότητες του ομοσπονδιακού κράτους ή των συνιστωσών πολιτειών. Σε πραγματικό επίπεδο όμως το πρόβλημα παραμένει. Ποιος εγγυάται την εκτέλεση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις πανίσχυρες, ως φαίνεται από τη διατύπωση του κοινού ανακοινωθέντος, συνιστώσες πολιτείες;; Στο σχέδιο Ανάν η εγγύηση του Συντάγματος είχε αφεθεί στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, Εν προκειμένω και πάλι το ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί όταν και αν υπάρξει κατάληξη στις διαπραγματεύσεις.

Το κατάλοιπο
Οι εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης καθώς και θέματα που είναι σαφώς συναφή με τις καθορισμένες αρμοδιότητές της θα προσδιορίζονται από το σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό σύνταγμα θα προνοεί επίσης ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ασκείται από τα συνιστώντα κράτη.
Με την πιο πάνω διατύπωση, το κοινό ανακοινωθέν προβλέπει ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ασκείται από τα συνιστώντα κράτη. Στο άρθρο 15 § 1 του προτεινόμενου Συντάγματος του Σχεδίου Ανάν προβλεπόταν ότι καταλείπεται στις δύο συνιστώσες πολιτείες το λεγόμενο ‘κατάλοιπο των εξουσιών’. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε στο σχέδιο Ανάν, σε ό,τι αφορά την κατανομή των αρμοδιοτήτων είναι η εξής: οι αρμοδιότητες του ομοσπονδιακού κράτους αναφέρονται περιοριστικά στο Σύνταγμα, ενώ όλες οι υπόλοιπες ακαθόριστες αρμοδιότητες, επαφίενται στις συνιστώσες πολιτείες. Η κυριαρχία δηλαδή παραχωρείται από τις συνιστώσες πολιτείες προς το ομοσπονδιακό κράτος, και όχι το αντίθετο.

Η τουρκοκυπριακή πλευρά διαχρονικά επιδίωκε όπως όλες οι αρμοδιότητες που δεν επαφίενται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, θα ανήκουν στις συνιστώσες πολιτείες, οι οποίες αποκτούν με τον τρόπο αυτό το «κατάλοιπο της εξουσίας». Επιδίωκε δηλαδή την επαναφορά των σχετικών ρυθμίσεων του σχεδίου Ανάν. Στη συνάντηση της 12ης Ιανουαρίου 2009 μεταξύ Χριστόφια-Ταλάτ, ο Χριστόφιας αρνήθηκε να αποδεχθεί την τουρκοκυπριακή θέση σύμφωνα με την οποία το κατάλοιπο των εξουσιών θα ανήκει στις συνιστώσες πολιτείες. Ο Ταλάτ κατηγόρησε τον Χριστόφια ότι υποχωρεί από σημεία που είχε προηγουμένως συμφωνήσει. Ο Ντάουνερ είχε πάντως υποβάλει στον Ταλάτ σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχαν στις 9 Ιανουαρίου 2009, ότι δεν ήταν ανάγκη να επιμένει επί του παρόντος στο ζήτημα, διότι οι Ελληνοκύπριοι είχαν αποδεχθεί ότι στο τέλος θα συμφωνούσαν πως το κατάλοιπο εξουσίας θα ανήκει στις συνιστώσες πολιτείες. Επομένως για τον Ντάουνερ η αποδοχή της ρύθμισης από την ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν ζήτημα κατάλληλου χρονικού σημείου.

Η αποδοχή της παραχώρησης του κατάλοιπου στις συνιστώσες πολιτείες αντί στο ομοσπονδιακό κράτος συναντάται και στο κοινό ανακοινωθέν. Στη διεθνή πρακτική, ως σημειώνει ο Λ. Λουκαίδης, ‘Ομοσπονδιακό Σύστημα και Προϋποθέσεις Εφαρμογής του στην Κύπρο’, σελ. 71 κ.ε. η μέθοδος αυτή κατανομής των αρμοδιοτήτων, είναι γενικά αποτέλεσμα ένωσης δύο υφισταμένων κυρίαρχων κρατών, τα οποία είναι απρόθυμα να εγκαταλείψουν τις εξουσίες τους προς όφελος της κεντρικής κυβέρνησης. Στην πράξη η παραχώρηση του κατάλοιπου στις συνιστώσες πολιτείες συνεπάγεται την ύπαρξη μιας εξαιρετικά χαλαρής ομοσπονδιακής δομής, κάτι που παραδοσιακά συνιστούσε επιδίωξη της τουρκικής πλευράς. Οπωσδήποτε η παραχώρηση του κατάλοιπου προδικάζει και την αναμενόμενη μελλοντική δυσλειτουργικότητα της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το εύρος όμως της δυσλειτουργικότητας αυτής θα πρέπει να το αξιολογήσουμε όταν και αν υπάρξει τελική συμφωνία.

Η ιεραρχία των νόμων
Στο άρθρο 3 § 2 του προτεινόμενου Συντάγματος του σχεδίου Ανάν καθοριζόταν ότι δεν θα υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των ομοσπονδιακών νόμων και των νόμων των συνιστωσών πολιτειών, διάταξη που επαναλαμβάνεται στο κοινό ανακοινωθέν. Κατά κανόνα, τα Συντάγματα των ομοσπονδιακών κρατών κατοχυρώνουν ρητά την υπεροχή του ομοσπονδιακού δικαίου απέναντι στο δίκαιο των συνιστωσών
πολιτειών. Πρόθεση της τουρκοκυπριακής πλευράς υπήρξε ανέκαθεν η υποβάθμιση των νομοθετικών οργάνων του ομοσπονδιακού κράτους, απέναντι σε αυτά των συνιστωσών πολιτειών, μέσα από την μη πρόβλεψη οποιωνδήποτε ρυθμίσεων για ιεραρχία μεταξύ των δύο κατηγοριών νομοθετημάτων.
Κατά τις διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ, στην συνάντηση της 5ης Ιανουαρίου ο Χριστόφιας εισηγήθηκε ότι η ύπαρξη ιεραρχίας ήταν αναγκαία, εφόσον μια σύγκρουση αρμοδιοτήτων δεν θα μπορούσε στην πράξη να αποκλειστεί. Στην περίπτωση σύγκρουσης, το Ανώτατο Δικαστήριο θα έπρεπε να έχει κάποια καθοδήγηση επί της οποίας να μπορεί να λάβει την απόφασή του. Από την άλλη ο Ταλάτ επέμεινε ότι οι αρμοδιότητες των συνιστωσών πολιτειών ήταν από την φύση τους οριοθετημένες και διακριτές από τις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής πολιτείας και κατά συνέπεια δεν υπήρχε ανάγκη για συμπερίληψη παρόμοιας ρύθμισης.

Περαιτέρω ο Ταλάτ υπέβαλε ότι η αρχή της πολιτικής ισότητας συνεπαγόταν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε επικυριαρχία, υπεροχή ή ιεράρχηση μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συνιστωσών πολιτειών. Κατά συνέπεια τα εκτελεστικά, νομοθετικά και δικαστικά όργανα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οποιαδήποτε υπεροχή απέναντι στα όργανα των συνιστωσών πολιτειών, ούτε και θα έχουν το δικαίωμα να δίνουν διαταγές ή οδηγίες στα όργανα των συνιστωσών πολιτειών. Η σχέση ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στις δύο συνιστώσες πολιτείες, θα είναι σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων, οι οποίες μοιράζονται τις αρμοδιότητες σύμφωνα με τις αρχές διαμοιρασμού της εξουσίας που καθορίζονται στο Σύνταγμα. Ως φυσιολογικό αποτέλεσμα τα μέτρα που θα θεσπίζονται από τα ομοσπονδιακά όργανα δεν θα υπερέχουν των μέτρων που θεσπίζονται από τις αρχές των συνιστωσών πολιτειών.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά υπέβαλε ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την χρήση φρασεολογίας, η οποία δεν είναι συμβατή με ομοσπονδιακά συστήματα και η οποία παραπέμπει σε συνομοσπονδιακή, αντί σε ομοσπονδιακή σχέση. Καθίσταται εμφανές ότι η φρασεολογία που χρησιμοποιεί η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει ως στόχο την αμφισβήτηση του χαρακτήρα του υπό διαμόρφωση κράτους, κατά τρόπο ώστε να τονίζεται η ξεχωριστή φύση των συνιστωσών πολιτειών απέναντι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αν μάλιστα γίνει αποδεκτή η τουρκοκυπριακή θέση περί παντελούς έλλειψης ιεραρχίας μεταξύ των ομοσπονδιακών οργάνων και νόμων και των αντίστοιχων οργάνων και νόμων των συνιστωσών πολιτειών, καθίσταται αντιληπτό ότι ουσιαστικά τίποτα δεν θα υποχρεώνει τις συνιστώσες πολιτείες να εφαρμόσουν τους νόμους ή να συλλέξουν τους φόρους του ομοσπονδιακού κράτους. Σε μια παρόμοια περίπτωση το ομοσπονδιακό κράτος θα μπορεί να οδηγηθεί σε παράλυση κατά βούληση, ανάλογα με τις εκάστοτε διαθέσεις των αρχών της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας.
Το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου προβλέπει πως: Οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν θα καταπατούν τις νομοθεσίες των συνιστώντων κρατών που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των συνιστώντων κρατών, και οι νομοθεσίες των συνιστώντων κρατών δεν θα καταπατούν ομοσπονδιακούς νόμους που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Επαναλαμβάνει δηλαδή επί τούτου τις σχετικές διατάξεις του σχεδίου Ανάν.
Στο άρθρο του για το σχέδιο Ανάν ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κώστας Χρυσόγονος είχε αναφέρει τα ακόλουθα, τα οποία τυγχάνουν εδώ εφαρμογής:

«Η Κύπρος, με βάση το Σχέδιο αυτό, θα έχει πολύ μικρή σχέση με ομοσπονδιακό κράτος, όπως τουλάχιστον είναι γνωστή η έννοια του τελευταίου στην πολιτειολογική σκέψη αλλά και στη συνταγματική δομή των υφιστάμενων ομοσπονδιακών κρατών…..Γενικότερα το άρθρο 12 παρ. 3 του «Συντάγματος» προβλέπει ότι το κοινό κράτος θα εμπιστεύεται την εφαρμογή των νόμων του στις αρχές των συστατικών κρατών, χωρίς όμως να διευκρινίζει πώς θα εξασφαλιστεί αυτή εάν οι τελευταίες αποδεικνύονται απρόθυμες. Αντίθετα μάλιστα το άρθρο 3, παρ. 2 του «Συντάγματος» περιέχει την αδιανόητη για ομοσπονδιακό κράτος ρήτρα ότι δεν υπάρχει ιεραρχία ανάμεσα στους νόμους του «κοινού κράτους» και εκείνους των «συστατικών κρατών». Στην πράξη λοιπόν τα νομοθετικά όργανα και διαδικασίες του «κοινού κράτους» είναι απλός θίασος σκιών, αφού η εφαρμογή των νόμων που παράγουν επαφίεται στην καλή θέληση των «συστατικών κρατών», τα οποία θα μπορούν να τους εξουδετερώνουν με τη θέσπιση αντίθετων δικών τους νόμων, μη υποκείμενων ιεραρχικά σ’ αυτούς. Μπορεί εδώ να σημειωθεί ότι τα Συντάγματα ομοσπονδιακών κρατών καθιερώνουν την υπεροχή του ομοσπονδιακού δικαίου γενικά απέναντι στο δίκαιο των ομόσπονδων συστατικών τους (π.χ. άρθρο 31 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου, άρθρο VI, παρ. 2 του Συντάγματος των ΗΠΑ). Στα ομοσπονδιακά κράτη διασφαλίζεται εξάλλου και η συμμόρφωση των ομοσπονδιακών συστατικών προς τις υποχρεώσεις τους, ενίοτε με ρητή συνταγματική πρόβλεψη (άρθρο 37 του γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου) και πάντως σε πραγματικό επίπεδο, αφού οι ένοπλες δυνάμεις ανήκουν στην ομοσπονδία».

Μετεξέλιξη ή παρθενογένεση
Πάγια θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς αποτελούσε ότι η Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να συνιστά μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίθετα, πάγια θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς αποτελεί ότι το νέο κράτος θα προέρχεται από την ένωση δύο προϋφισταμένων κρατών, δηλαδή της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας και της σημερινής «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου». Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο μέσα από το σχέδιο λύσης θα νομιμοποιείται η «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου» έχει ιδιαίτερη σημασία σε περίπτωση ενδεχόμενης διάσπασης των δύο πολιτειών.
Το σχέδιο Ανάν είχε επιλέξει ως προς το ζήτημα αυτό την οδό της εποικοδομητικής ασάφειας. Ο ΟΗΕ είχε περιγράψει την προσέγγιση αυτή ως ακολούθως:
«Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις συνιστούσαν διαμάχη για το παρελθόν, όσο και για το μέλλον. Ήταν σαφές πως ο μόνος πρακτικός τρόπος απαγκίστρωσης από την διαμάχη ήταν μια νέα προσέγγιση που να επιτρέπει σε αμφότερες τις πλευρές να διατηρούν τις απόψεις τους ως προς την κατάσταση που επικρατούσε πριν από την θέση σε ισχύ της συμφωνίας, όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοζόταν η νέα κατάσταση πραγμάτων. Για να επιτευχθεί αυτό, η διευθέτηση θα πρέπει να παρέχει στοιχεία συνέχειας και για τις δύο πλευρές μέσα στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Η διευθέτηση θα πρέπει επίσης να συνιστά την πηγή της νομιμότητας για όλες τις μελλοντικές πράξεις».

Το 2003, ο νομικός σύμβουλος του Κόφι Ανάν Ντιτιέ Πφίρτερ, απαντώντας στο ερώτημα κατά πόσο το νέο κράτος που προβλεπόταν στο σχέδιο Ανάν θα αποτελούσε μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή μια νέα νομική οντότητα, σχολίασε ότι: ‘το σχέδιο έχει επιλέξει τη μέθοδο της λεγόμενης παρθενογένεσης για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Η προσέγγιση αυτή δεν καθιστά αναγκαία τη συμφωνία αναφορικά με την κατάσταση πραγμάτων η οποία επικρατούσε πριν τη διευθέτηση, επειδή ακριβώς η διευθέτηση θα αποτελεί την πηγή για όλα όσα θα είναι σχετικά στο μέλλον. Το σχέδιο περιέχει στοιχεία συνεχείας και για τις δύο πλευρές, τα οποία αντανακλώνται στις διατάξεις αναφορικά με τις προηγούμενες πράξεις και στον κατάλογο των συνθηκών που δεσμεύουν την Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία’.
Κατά τις διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ οι θέσεις των δύο πλευρών ως προς το ζήτημα της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες. Στην συνάντηση της 25ης Νοεμβρίου 2008, ο Ταλάτ τόνισε εμφατικά πως η τουρκοκυπριακή θέση ήταν πως η μελλοντική πολιτειακή οντότητα θα συνιστούσε ένα νέο συνεταιρικό κράτος και όχι μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στη συνάντηση της 2ας Δεκεμβρίου 2008 ο Χριστόφιας απάντησε στον Ταλάτ, λέγοντας ότι στην Κύπρο υπάρχει ένας μόνο λαός τον οποίο αποτελούσαν οι δύο κοινότητες. Ο Ταλάτ του απάντησε πως η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί πως από τις διαπραγματεύσεις θα προέκυπτε η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ομοσπονδία. Η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ήταν σημείο εκκίνησης και κατά συνέπεια οι διαπραγματεύσεις μπορούσαν να προχωρήσουν μόνο στη βάση της εποικοδομητικής ασάφειας.

Ο Ταλάτ διαφώνησε ακόμα με τον Χριστόφια ως προς την ύπαρξη ενός λαού στην Κύπρο. Παρατήρησε πως αντί ο Χριστόφιας να αποδεχθεί την πραγματικότητα, δηλαδή την ύπαρξη δύο λαών, προσπαθούσε να την αρνηθεί ώστε να αποφύγει τις ενδεχόμενες συνέπειες, ιδιαίτερα ως προς το θέμα της αυτοδιάθεσης. Εντούτοις, ο στόχος του Ταλάτ και της ομάδας του δεν ήταν επί του παρόντος, η διαίρεση του νησιού και κατά συνέπεια οι Ελληνοκύπριοι δεν θα έπρεπε να αποφεύγουν να αναφέρονται στην ύπαρξη δύο λαών. Τόνισε πως μπορούσε να αναφερθεί μόνο στις επιδιώξεις της τουρκοκυπριακής πλευράς «επί του παρόντος», εφόσον η παρούσα κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να δεσμεύσει μελλοντικές κυβερνήσεις. Διευκρινίζοντας, ο Ταλάτ σχολίασε ότι ο λόγος που αναφέρεται σε δύο λαούς, αν και ο στόχος δεν είναι η άσκηση χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης, είναι διότι στο μέλλον κάποια άλλη κυβέρνηση θα μπορούσε να αξιοποιήσει την αναφορά κατά τρόπο που να δικαιολογήσει μια παρόμοια απαίτηση για άσκηση του δικαιώματος χωριστής αυτοδιάθεσης. Ως εκ τούτου ήταν προτιμότερο για την τουρκοκυπριακή πλευρά να διατηρηθεί η εποικοδομητική ασάφεια.

Η ελληνοκυπριακή πλευρά απάντησε λέγοντας ότι η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν απαραίτητη και σχολίασε τα ακόλουθα:
«Όταν το 1990 ο κ. Ντενκτάς επέμενε ότι ο όρος ‘κοινότητες’ θα πρέπει να χρησιμοποιείται με τρόπο συνώνυμο με τον όρο ‘λαός’, έκαστος εκ των οποίων έχει χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπούτρος Γκάλι επισήμανε πως αυτό θα μετέβαλλε το πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών. Θα δημιουργούσε, όπως ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ένα αδιέξοδο…που θα δημιουργούσε ερωτήματα ως προς την ουσία της εντολής για άσκηση των καλών υπηρεσιών που μου ανατέθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας και κατά
συνέπεια ως προς την βάση των συνομιλιών. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, οι ‘λαοί’ έχουν δικαίωμα χωριστής αυτοδιάθεσης. Προσωπικά έχεις παραδεχθεί πως αυτός είναι ο λόγος που επιμένεις σε ‘δύο χωριστούς λαούς’. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης περιλαμβάνει επίσης και το δικαίωμα σε χωριστό κράτος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο Ασφαλείας αποκλείει οποιοδήποτε χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης για την Κύπρο με τα Ψηφίσματά του…».

Η παραδοχή του Ταλάτ ότι στόχο της τουρκοκυπριακής πλευράς συνιστά η διασφάλιση της δυνατότητας μελλοντικής άσκησης δικαιώματος σε χωριστή αυτοδιάθεση, συνιστά παραδοχή ότι η παρθενογένεση συνιστά ουσιαστικά ναρκοπέδιο και προάγγελο της μελλοντικής απειλής για διχοτόμηση από πλευράς των Τουρκοκυπρίων. Το γεγονός αυτό είχε βέβαια επισημανθεί επανειλημμένα και σε σχέση με τις διατάξεις του σχεδίου Ανάν, σε σχέση με τις οποίες τονιζόταν πως αυτές οδηγούσαν ουσιαστικά στη νομιμοποίηση του ψευδοκράτους, κατά τρόπο που να ικανοποιούν τον σημαντικότερο στρατηγικό στόχο της Τουρκίας: δηλαδή τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής και την δημιουργία των προϋποθέσεων για δυνατότητα άσκησης διχοτομικής πολιτικής και μετά την λύση. Η ορθότητα της πιο πάνω προσέγγισης έχει πλέον επιβεβαιωθεί και επίσημα μέσα από την ωμή παραδοχή Ταλάτ, ότι στόχο της παρθενογένεσης συνιστά η διασφάλιση του δικαιώματος σε μελλοντική άσκηση του χωριστού δικαιώματος αυτοδιάθεσης και κατά συνέπεια σε μελλοντική διχοτόμηση, αν αυτή καταστεί αναγκαία.
Στη συνάντηση Χριστόφια-Ταλάτ της 2ας Ιουλίου 2009, ο Ταλάτ ανέφερε ότι η ιδέα της μετεξέλιξης ενός ενιαίου κράτους (δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας) σε ομοσπονδία, ήταν απαράδεκτη και χωρίς προηγούμενο. Αν και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν να αποδεχθούν μια ομοσπονδιακή διευθέτηση, εντούτοις αυτή δεν θα έπρεπε να στηρίζεται στην μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά στην ένωση δύο προϋφισταμένων κρατών. Ο Ταλάτ ανέφερε περαιτέρω ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι ένας αυτόνομος και ανεξάρτητος λαός. Από την πλευρά του ο Χριστόφιας απέρριψε τις τουρκοκυπριακές θέσεις και υπέβαλε ότι το σχέδιο Ανάν υπήρξε αγγλοαμερικανική συνωμοσία.

Το κοινό ανακοινωθέν δεν απαντά με οριστικό τρόπο το θέμα της μετεξέλιξης της κυπριακής δημοκρατίας και φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνεχίζει τη λογική της εποικοδομητικής ασάφειας. Σημειώνουμε ότι προβληματική είναι η, κατά τα άλλα παγιωμένη πλέον σε επίπεδο διαπραγματεύσεων, χωριστή διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης αναφέρεται αποκλειστικά σε σύνολο λαού και έχει απόλυτο χαρακτήρα, χωρίς να επιδέχεται τεμαχισμού. Δεν μπορεί επομένως να υπάρξει δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέρους του λαού, αλλά μόνο ολόκληρου του λαού, ο οποίος ενεργεί ως σύνολο. Η τουρκοκυπριακή πλευρά παραδοσιακά ερμηνεύει τη διεξαγωγή των χωριστών δημοψηφισμάτων κατά τρόπο που να της αναγνωρίζει χωριστό δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Είναι βέβαια γεγονός ότι το ζήτημα της αναγνώρισης της ‘ΤΔΒΚ’ θα έχει ιδιαίτερη σημασία μόνο στην περίπτωση διάσπασης των πολιτειών, η οποία στο κοινό ανακοινωθέν, όπως και σε όλα τα σχέδια λύσης του κυπριακού, απαγορεύεται ρητά. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 της Ιδρυτικής Συμφωνίας του σχεδίου Ανάν: ‘οποιαδήποτε μονομερής μεταβολή στη νέα κατάσταση πραγμάτων και συγκεκριμένα ένωση ολόκληρης ή μέρους της Κύπρου με άλλο κράτος ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή αποσκίρτησης απαγορεύεται. Τίποτα σε αυτή τη Συμφωνία δεν μπορεί να
ερμηνευθεί ως αντίθετο με αυτή την απαγόρευση’. Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνεται στο κοινό ανακοινωθέν.

Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι κατά πόσο η διάταξη αυτή μπορεί πραγματικά να αποκλείσει τη διάσπαση σε περίπτωση που το επιθυμεί μια συνιστώσα πολιτεία. Όταν το 1963 οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν την Κυπριακή Δημοκρατία, η διεθνής κοινότητα εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ως χωριστή μια κοινότητα η οποία δεν ζούσε σε χωριστό έδαφος και δεν είχε δικές της πολιτειακές δομές. Όταν το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο προσπάθησε να επιλύσει το πρόβλημα μέσα από την κατοχή του 36.4% του εδάφους και τον εδαφικό διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η διεθνής κοινότητα όμως δεν μπορούσε να αναγνωρίσει το ‘Τουρκικό Ομόσπονδο Κράτος της Κύπρου’ εξαιτίας της τουρκικής εισβολής. Με τη λύση του κυπριακού, η εισβολή παραγράφεται οριστικά και αμετάκλητα και οι Τουρκοκύπριοι διαχωρίζονται οριστικά από τους Ελληνοκυπρίους μέσα από πληθώρα διχοτομικών διατάξεων που περιέχονται στο σχέδιο Ανάν και εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη κοινής κρατικής ταυτότητας.

Στην υπόθεση της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η επιτροπη Badinter αποφάνθηκε πως: ‘η ύπαρξη ενός ομοσπονδιακού κράτους που αποτελείται από αριθμό χωριστών οντοτήτων αμφισβητείται σοβαρότατα αν η πλειοψηφία αυτών των οντοτήτων που καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του εδάφους και του πληθυσμού της εγκαθιδρύονται ως κυρίαρχα κράτη με αποτέλεσμα να μην είναι πια δυνατό να ασκηθεί η ομοσπονδιακή εξουσία αποτελεσματικά’ (Γνωμοδότηση της επιτροπής Badinter της 4ης Ιουλίου 1992). Ποια θα είναι λοιπόν η τύχη του νέου κράτους σε περίπτωση νέας αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων;; Θα μπορεί να γίνει και πάλι δεκτό το δίκαιο της ανάγκης για να διατηρήσει όχι μόνο την ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, αλλά επιπρόσθετα και το ομοσπονδιακό κράτος;;
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι σε οποιαδήποτε ομοσπονδιακή λύση θα ενυπήρχε και ένας παρόμοιος κίνδυνος σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό και ότι η υπέρβαση ενός παρόμοιου κινδύνου στηρίζεται στην καλή θέληση των δύο κοινοτήτων. Ο συλλογισμός αυτός θα ήταν μέχρι ενός σημείου ορθός. Όμως πώς μπορεί να αιτιολογηθεί η ελπίδα για καλή θέληση και συνεργασία μέσα από ένα Σύνταγμα που στηρίζεται στο διαχωρισμό και στο φόβο της μιας συνιστώσας πολιτείας έναντι της άλλης;; Για την πρακτική αδυναμία λειτουργίας των κρατών τα οποία στηρίζονται σε παρόμοιες συλλογιστικές βλ. Bastian, S. and Luckham, R., (eds), Can Democracy be Designed?: The Politics of Institutional Choice in Conflict – torn Societies, οι οποίοι παρατηρούν αναφερόμενοι και στην περίπτωση της Κύπρου ότι παρόμοιες προσεγγίσεις μπορούν εύκολα να περιχαρακώσουν τις κοινωνικές διαφορές των κοινοτήτων, να τελματώσουν τη θεσμική καινοτομία και να οδηγήσουν τελικά στον περιορισμό της δημοκρατίας.

Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι θα απαιτείται καλή θέληση των δύο κοινοτήτων δεν σημαίνει αυτόματα και ότι το προτεινόμενο θεσμικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να επιλύει με ικανοποιητικό τρόπο τα θεμελιώδη προβλήματα, όπως είναι το θέμα της μετεξέλιξης του κράτους. Το ερώτημα φυσικά που παραμένει αναπάντητο είναι ποιος θα εμποδίσει το συνεταιρισμό να διαλυθεί σε περίπτωση που τα μέρη φανούν απρόθυμα. Η φιλοδοξία για δημιουργία αδιάλυτων και αμετάβλητων Συνταγμάτων είναι μια θεμιτή φιλοδοξία, αλλά δεν είναι σε τελική ανάλυση τίποτα άλλο παρά φιλοδοξία. Το γεγονός και μόνο ότι συζητάμε το κοινό ανακοινωθέν ως βάση
διαπραγμάτευσης για τη λύση του κυπριακού 50 χρόνια μετά την παταγώδη αποτυχία του ζυριχικού πειράματος, το οποίο στόχευε στη δημιουργία ενός ακατάλυτου και αμετάβλητου Συντάγματος, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει τους διαπραγματευτές κατά πόσο οι υπαρκτές ανθρώπινες κοινωνίες μπορούν πράγματι να στηρίζουν το βίο τους σε εποικοδομητικές ασάφειες και συγκρουσιακές διατάξεις. Τα θέματα αυτά όμως και πάλι δεν μπορούν να απαντηθούν παρά μόνο όταν και αν έχουμε τελική κατάληξη συγκεκριμένων πτυχών των διαπραγματεύσεων.

Ενισχυμένη διζωνικότητα, πολιτική ισότητα και ιθαγένεια

Οπωσδήποτε η ιδέα για εσωτερική ιθαγένεια των συνιστωσών πολιτειών δεν είναι καινούρια. Αυτή συνδέεται και με την αρχή της πολιτικής ισότητας, ως και της ενισχυμένης διζωνικότητας που διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στο σχέδιο Ανάν. Θα πρέπει εξ αρχής να παρατηρηθεί ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε αποδεχθεί εκ των προτέρων τη διζωνικότητα του κράτους ως βασικό χαρακτηριστικό της λύσης. Εντούτοις, η αρχή της διζωνικότητας όπως την ερμήνευε η ελληνοκυπριακή πλευρά, αφορούσε αποκλειστικά στο γεγονός ότι θα δημιουργούνταν δύο εδαφικές ζώνες μέσα στο πλαίσιο της ομόσπονδης Κύπρου. Στο σχέδιο Ανάν, η αρχή της διζωνικότητας κάλυπτε τρεις ακόμα βασικές παραμέτρους, οι οποίες σχετίζονται με τη δυνατότητα ελεύθερης εγκατάστασης στην αντίθετη συνιστώσα πολιτεία, με το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία και με το δικαίωμα άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων στην αντίθετη συνιστώσα πολιτεία.
Σε ό,τι αφορά το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης, στο άρθρο 3 § 7 της Ιδρυτικής Συμφωνίας προβλεπόταν ότι μια συνιστώσα πολιτεία δύναται να περιορίσει το δικαίωμα εγκατάστασης των προσώπων που προέρχονται από την αντίθετη συνιστώσα πολιτεία. Μια δεύτερη πτυχή της διζωνικότητας αφορούσε στο δικαίωμα απόκτησης περιουσίας στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία το οποίο επίσης περιοριζόταν. Η τρίτη βασική πτυχή της ενισχυμένης διζωνικότητας αφορούσε στο δικαίωμα άσκησης πολιτικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με το σχέδιο Ανάν, τα πολιτικά δικαιώματα σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα ασκούνται στη βάση του καθεστώτος εσωτερικής ιθαγένειας κάθε συνιστώσας πολιτείας, ενώ τα πολιτικά δικαιώματα σε επίπεδο συνιστώσας πολιτείας και σε τοπικό επίπεδο θα ασκούνται με βάση τη μόνιμη διαμονή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προϋποθέσεις για απόκτηση καθεστώτος εσωτερικής ιθαγένειας της αντίθετης συνιστώσας πολιτείας δεν ρυθμίζονταν σύμφωνα με το σχέδιο Ανάν, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα Συντάγματα των δύο συνιστωσών πολιτειών. Σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 του Συντάγματος της ελληνοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, το ζήτημα της απόκτησης καθεστώτος εσωτερικής ιθαγένειας από πρόσωπα τα οποία προέρχονται από την τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία μπορεί να ρυθμιστεί με νόμο. Η ίδια διάταξη συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 73 § 2 του Συντάγματος της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, αναφορικά με τα πρόσωπα τα οποία προέρχονται από την ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία. Επομένως, οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να αποκτήσει εσωτερική ιθαγένεια της αντίθετης συνιστώσας πολιτείας δεν είχαν διευκρινιστεί, ενώ εξ αντιπαραβολής καθίσταται σαφές ότι δεν θεωρείται απαραίτητα ως επαρκής προϋπόθεση η μόνιμη διαμονή.
Ανεξάρτητα πάντως από την υποθετική δυνατότητα απόκτησης εσωτερικής ιθαγένειας της αντίθετης συνιστώσας πολιτείας κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, η εκλογή των γερουσιαστών θα πραγματοποιείτο από Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους και όχι από τα πρόσωπα που κατέχουν την εσωτερική ιθαγένεια κάθε συνιστώσας πολιτείας. Στη θέση των γερουσιαστών εξάλλου θα εκλέγονται 24 Ελληνοκύπριοι και 24 Τουρκοκύπριοι. Ο φυλετικός διαχωρισμός στη Γερουσία ενδυναμώνει τις διχοτομικές διατάξεις οι οποίες εμπεριέχονται στο σχέδιο Ανάν και είναι σύμφωνη με τις ακραίες απόψεις που ευνοούν τη φυλετική ‘καθαρότητα’ κάθε κράτους.

Η αρχή της πολιτικής ισότητας υποδηλώνει την ισότιμη προέλευση της εξουσίας από τις δύο συνιστώσες πολιτείες και αποτελεί ουσιαστικά μετεξέλιξη της δυαδικής αρχής. Η αρχή της πολιτικής ισότητας αντικαθιστά ουσιαστικά τη δημοκρατική αρχή, ενώ συνιστά μετεξέλιξη της δυαδικής αρχής του Συντάγματος του 1960, εφόσον τα πρόσωπα που κατέχουν καθεστώς εσωτερικής ιθαγένειας της ελληνοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας και ανέρχονται στο 82% του συνόλου των πολιτών, εξισώνονται ως σύνολο με τα πρόσωπα που κατέχουν καθεστώς εσωτερικής ιθαγένειας της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, τα οποία ανέρχονται στο 18% του συνόλου των πολιτών. Σε πρακτικό επίπεδο, η αρχή της πολιτικής ισότητας όπως εφαρμόζεται στο σχέδιο Ανάν, οδηγεί άλλοτε σε απόλυτη αριθμητική ισότητα των δύο συνιστωσών πολιτειών και άλλοτε σε αυξημένη συμμετοχή των εκπροσώπων της αριθμητικά ασθενέστερης συνιστώσας πολιτείας με ταυτόχρονη πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλείδων που είναι αντικειμενικά σε θέση να ματαιώσουν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Ως αποτέλεσμα, η αρχή της πολιτικής ισότητας μπορεί σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ των δύο συνιστωσών πολιτειών, να οδηγήσει το κράτος σε παράλυση.

Στις διαπραγματεύσεις Χριστόφια-Ταλάτ αφορούσε στο κριτήριο επί του οποίου θα αποφασίζεται η αντιπροσώπευση στο Κοινοβούλιο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά πρότεινε όπως η αντιπροσώπευση, τόσο σε επίπεδο Γερουσίας, όσο και σε επίπεδο Βουλής των Αντιπροσώπων, βασίζεται στην μόνιμη κατοικία. Αντίθετα η τουρκοκυπριακή πλευρά πρότεινε όπως η αντιπροσώπευση στη Γερουσία γίνεται σε κοινοτική βάση (δηλαδή ίσος αριθμός Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αντιπροσώπων), ενώ αντίθετα στη Βουλή των Αντιπροσώπων προτάθηκε όπως η αντιπροσώπευση βασίζεται στην εσωτερική ιθαγένεια έκαστης συνιστώσας πολιτείας.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά επέμεινε ότι η Γερουσία θα πρέπει να έχει ως σκοπό την διασφάλιση της αρχής της δικοινοτικότητας και της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων (και όχι απλώς των δύο συνιστωσών πολιτειών). Κατά συνέπεια τυχόν εκλογή των Γερουσιαστών στη βάση του κριτηρίου της μόνιμης κατοικίας θα βρισκόταν, σύμφωνα με την τουρκοκυπριακή πλευρά, σε αντίθεση με τις αρχές της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων. Ένας Ελληνοκύπριος ή ένας Ευρωπαίος πολίτης θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να αποκτήσει μόνιμη διαμονή στην τουρκοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία και να εκλεγεί Γερουσιαστής, ανατρέποντας έτσι το 50%-50%. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει ανε