Το κατοχικό καθεστώς ζητά από τα Ηνωμένα Έθνη να προχωρήσουν στη σύναψη συμφωνίας για το καθεστώς των δυνάμεων της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, που θα «φιλοξενούνται» στα κατεχόμενα, επικαλούμενο τη διεθνή πρακτική (SOFA-A status of forces agreement). Σε έγγραφο προς τον ΟΗΕ, υπό τη μορφή σημείων-συζήτησης, που υποβλήθηκε στις 31 Ιανουαρίου με επεξηγηματική επιστολή του εκπροσώπου του ψευδοκράτους για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ, η τουρκική πλευρά υποστηρίζει πως «η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει επανειλημμένα καταγράψει την ανάγκη να συνομολογηθεί μια επίσημη συμφωνία/πλαίσιο, που να ρυθμίζει και να ορίζει τη σχέση μεταξύ της UNFICYP και των «Αρχών» μας. Αυτό θα μπορούσε να έχει τη μορφή SOFA ή άλλης αμοιβαία αποδεκτής μορφής, εφόσον επιτευχθεί με τη συναίνεση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και των «τουρκοκυπριακών αρμόδιων αρχών»».
Στο πολυσέλιδο έγγραφο (Talking points on the extension of the mandate of UNFICYP by the Security Council -January 2019), η τουρκική πλευρά έχει μια βασική επιδίωξη:
Να αναβαθμίσει το ψευδοκράτος ως χωριστή οντότητα και να το καταστήσει επίσημο συνομιλητή διεθνών οργανισμών, όπως είναι ο ΟΗΕ. Αξιώνει και τούτο δεν είναι για πρώτη φορά που γίνεται να δίνει και η τουρκοκυπριακή πλευρά τη συγκατάθεση της για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ.
Σε σχέση με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ, το κατοχικό καθεστώς ζητά την αλλαγή της αποστολής της και να μετατραπεί από στρατιωτική σε αστυνομική. Η στρατιωτική παρουσία της Δύναμης, αναφέρεται στο έγγραφο, δεν είναι πλέον απαραίτητη. Η απομάκρυνση της στρατιωτικής ΟΥΝΦΙΚΥΠ «θα χρησιμεύσει επίσης ως καλό παράδειγμα ενός στρατιωτικού μέτρου εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), για το οποίο ο ΟΗΕ αποδίδει ύψιστη σημασία και προτεραιότητα.
Αυτό θα ήταν επίσης σύμφωνο με τον προβλεπόμενο ρόλο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στο πλαίσιο του σχεδιασμού της μετεξέλιξής του μετά από μια διευθέτηση του Κυπριακού».
Στο έγγραφο, υπάρχουν αναφορές που είναι αρκούντως αποκαλυπτικές των προθέσεων της τουρκικής πλευράς.
Πρώτο, η τουρκική πλευρά ευνοεί τη δημιουργία μηχανισμών επίλυσης διαφορών, που προτείνεται από τον ΟΗΕ. «Τούτο αποτελεί ένα θετικό ξεκίνημα για άμεση συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών, καθώς είναι επιτακτική ανάγκη οι δύο πλευρές στην Κύπρο να βρουν τρόπους συνεργασίας σε όλους τους τομείς που θα τους βοηθήσουν στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και αλληλοεξάρτηση. Η τουρκοκυπριακή πλευρά είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την ελληνοκυπριακή πλευρά για το θέμα αυτό».
Δηλαδή, να μειωθεί ο ρόλος της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και να γίνονται απευθείας επαφές για διαχείριση προβλημάτων μεταξύ των δυο πλευρών, «οντοτήτων».
Δεύτερο, διαμαρτύρεται για αναφορές, που γίνονται στο ψήφισμα σε Κυπριακή Δημοκρατία. Αναφέρει σχετικά η τουρκική πλευρά.
«Τα δύο ξεχωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν στις 24 Απριλίου 2004 σχετικά με το συνολικό σχέδιο διευθέτησης του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, υπογράμμισαν για μια ακόμη φορά το γεγονός ότι η Κύπρος αποτελείται από δύο διαφορετικούς λαούς και διοικήσεις».
Αυτό που έχει για τους Τούρκους σημασία είναι η εξίσωση δυο, χωριστών, οντοτήτων στο νησί.
Τρίτον, διαμαρτύρεται για την αναφορά στο ψήφισμα σε δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα. «Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι υπάρχει σήμερα μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και ότι το μόνο μοντέλο που βρίσκεται στο τραπέζι είναι η ΔΔΟ. Η προσέγγιση αυτή δεν ευθυγραμμίζεται με την προαναφερθείσα έκθεση του Γενικού Γραμματέα…».
Τέταρτο, προβάλλει την ανάγκη προώθησης μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, τα οποία συζητήθηκαν στις τεχνικές επιτροπές κατηγορώντας την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι μονομερώς σταμάτησε το έργο τους. Αναφέρεται στα όσα ΜΟΕ συζήτησαν Αναστασιάδης και Ακιντζί «συμπεριλαμβανομένης της διασυνδεσιμότητας των ηλεκτρικών δικτύων και της διαλειτουργικότητας των κινητών τηλεφώνων».
Πέμπτο, κατηγορείται η ελληνοκυπριακή πλευρά στα «προβλήματα» που προβάλλει στην τεχνική επιτροπή για την εκπαίδευση. «Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά έχει ήδη εκφράσει την προθυμία της να υπερβεί το πεδίο εφαρμογής του έργου, προτείνοντας την επέκταση αυτού του σχεδίου με διοργάνωση επισκέψεων στα σχολεία».
Έκτο, κατηγορείται η Λευκωσία ότι σταμάτησε την λειτουργία της ad-hoc Επιτροπής για την εναρμόνιση της τουρκοκυπριακής πλευράς με το κοινοτικό δίκαιο. Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε «για να προετοιμάσει την τουρκοκυπριακή πλευρά για μια μελλοντική διευθέτηση. Η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει σταματήσει τις εργασίες της Επιτροπής, επικαλούμενη την απουσία διαπραγματεύσεων, μια κίνηση που είναι εντελώς αντιφατική με τους όρους εντολής της Επιτροπής. Είναι επίσης ειρωνικό το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά είναι πλήρως αφοσιωμένη στο έργο της Τεχνικής Επιτροπής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, διότι πρέπει να συνεργαστεί με την τουρκοκυπριακή πλευρά για την πραγματοποίηση εργασιών ανακαίνισης στη Βόρεια Κύπρο».
Διαμαρτύρονται για «μη ελεύθερη διακίνηση» εποίκων
Το κατοχικό καθεστώς αναφέρει στο έγγραφο ότι Ελληνοκύπριοι συνεχίζουν να παρεμποδίσουν τη διέλευση «των Τουρκοκυπρίων πολιτών καταγωγής Τουρκίας ( σ.σ. έποικοι), που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα του 2004 και θα το πράξουν σε οποιοδήποτε μελλοντικό δημοψήφισμα, καθώς και κάποιους υπηκόους τρίτων χωρών στην Πράσινη Γραμμή. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την καθιερωμένη διαδικασία σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία στην προστατευτική ζώνη χωρίς επιφυλάξεις». Το κατοχικό καθεστώς ισχυρίζεται με προκλητικό τρόπο πως οι πρακτικές της ελληνοκυπριακής πλευράς σε αυτό το θέμα είναι αυθαίρετες και καθορίζονται «με βάση τον τόπο γέννησης, το διαβατήριο ή την πρόθεση διαμονής στον βορρά».
Για τα Στροβίλια αναφέρει «πως δεν αποτελεί παραβίαση δεδομένου ότι βρίσκεται εντός των συνόρων της «ΤΔΒΚ»».
Στα ΜΟΕ και το φυσικό αέριο
Η τουρκική πλευρά στο έγγραφό της δεν αποφεύγει τον πειρασμό να περιλάβει στη συζήτηση των ΜΟΕ και το θέμα της ενέργειας. Αναφέρει επί τούτου ότι «μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και την επακόλουθη εμβάθυνση της ήδη υπάρχουσας δυσπιστίας μεταξύ των δύο πλευρών, συμφωνούμε με την άποψη ότι είναι ανάγκη να ανανεωθούν οι προσπάθειες για την υλοποίηση των ΜΟΕ με ανοιχτό πνεύμα και δημιουργικό τρόπο. Συμπεριλαμβανομένου του θέματος των φυσικών πόρων γύρω από το νησί, που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή πλευρά, όπως και στην ελληνοκυπριακή πλευρά, ως ενός από τους δύο ισότιμους συνιδιοκτήτες του νησιού -γεγονός το οποίο είναι επίσης αποδεκτό από τη διεθνή κοινότητα, καθώς και την ελληνοκυπριακή πλευρά», όπως υποστηρίζει η τουρκική πλευρά στο έγγραφό της.