Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Αναπόφευκτα οι διεργασίες για τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013 τείνουν να εστιάζονται σε ονόματα πολύ πριν αξιολογηθεί η πολιτική βάση των υποψηφιοτήτων. Για να αντιστρέψουμε λίγο αυτή τη στρεβλωμένη λογική είναι χρήσιμο και σημαντικό να προσδιορισθούν πρώτα ποιοί θα πρέπει να είναι οι πυλώνες πολιτικής της επόμενης κυβέρνησης.
Στο Κυπριακό, για χρόνια τώρα το πολιτικό κατεστημένο επικεντρώνεται σε μια φιλοσοφία λύσης, στη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, η οποία είναι αδιέξοδη και απατηλή παρά τις συνεχείς παραχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Η τραγωδία είναι ότι εάν υλοποιηθεί θα νομιμοποιήσει τα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής ενώ τα κατοχικά δεδομένα θα εμβαθυνθούν περαιτέρω. Σημειώνεται συναφώς ότι η επικέντρωση στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών ως το αποκλειστικό μέσο για την επίλυση του προβλήματος βοηθά την Τουρκία να παραμένει στο απυρόβλητο.
Δυστυχώς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2004 δεν έγινε σεβαστό καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα εξακολουθούν να στηρίζουν ουσιαστικά τη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν που έχει απορριφθεί. Το ΑΚΕΛ θέλει περισσότερες ασφαλιστικές δικλίδες για την προάσπιση της ενότητας του κράτους στα πλαίσια της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ενώ ο ΔΗΣΥ διαφοροποιείται και στο θέμα της διαδικασίας προκρίνοντας διευρυμένες συνομιλίες για την ολοκλήρωση του περιγράμματος λύσης. Η ουσία είναι να εισηγηθούμε μία νέα βάση λύσης η οποία να στηρίζεται σε ένα ενοποιητικό (integrationalist) ομοσπονδιακό υπόδειγμα στο πλαίσιο της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα θα πρέπει να αξιολογήσουμε και την προοπτική μιας εξελικτικής προσέγγισης.
Η κοινωνία παρουσιάζει επίσης σοβαρά ελλείμματα εθνικής και κοινωνικής συνοχής. Αυτά περιστρέφονται γύρω από τις συγχύσεις σε σχέση με τη διάβρωση του αξιακού μας συστήματος καθώς και με την απουσία ανοχής στη διαφορετικότητα. Η αυξανόμενη αντιπαράθεση και βία στα γήπεδα και οι σχεδόν καθημερινές ληστείες τραπεζών αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τα τεκταινόμενα στην κοινωνία.
Στην οικονομία, έχει εδώ και χρόνια ολοκληρωθεί ο κύκλος του υποδείγματος που είχε συνδεθεί στο παρελθόν με τεράστιες επιτυχίες. Η διαιώνιση του όμως έχει δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα. Τα δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί άρδην και η οικονομία εμφανίζει ουσιαστικά σημάδια κόπωσης. Απασχολεί έντονα η αυξανόμενη διαρθρωτική ανεργία, τα δημοσιονομικά προβλήματα, η απώλεια της ανταγωνιστικότητας, ο κρατισμός καθώς και οι ποικιλόμορφες στρεβλώσεις. Προφανώς απαιτείται ένα νέο υπόδειγμα.
Πρέπει επίσης να κατανοηθεί ότι υφίσταται μία κοινωνία δύο και τριών ταχυτήτων. Η σύγκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι αδυσσώπητη σχεδόν σε όλα τα επίπεδα – συντάξεις, πανεπιστήμια, όρους απασχόλησης εργαζομένων κλπ. Η αρχή της ισοτιμίας θα πρέπει να προωθηθεί πειστικά και αποφασιστικά με συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια.
Το κράτος θα πρέπει να αποκτήσει επιτέλους την αξιοπιστία του εντός και εκτός των γεωγραφικών του ορίων ως κράτος μέλος της ΕΕ και της διεθνούς κοινότητας. Και αυτό αφορά όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Άλλωστε θα πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να έχει ολοκληρωμένη εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας σε ένα νέο ιδιόμορφο περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον. Παράλληλα προβάλλει ως επιτακτική αναγκαιότητα η προώθηση μιας ολοκληρωμένης ενεργειακής στρατηγικής.
Καθοριστικής σημασίας είναι και ο παραμερισμός του «μαλακού κράτους» το οποίο, σύμφωνα με τον αείμνηστο πρώην Υπουργό και συγγραφέα Δημήτρη Χριστοδούλου, αποφεύγει αφ’ ενός τη θέσπιση ολοκληρωμένης νομοθεσίας για τα διάφορα θέματα είτε εξ αγνοίας, αδυναμίας, απρονοησίας είτε εκ παραλείψεως και αφ’ ετέρου δεν εφαρμόζει πλήρως την έστω ελλιπή νομοθεσία που υφίσταται. Από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υφίσταται ένα «μαλακό κράτος» το οποίο ευθύνεται για πολλά κακώς έχοντα, από την εφαρμογή δύο μέτρων και δύο σταθμών έως την προκλητική ατιμωρησία. Τα γεγονότα στο Μαρί μέχρι ακόμα και η διακοπή του ρεύματος το πρωί της 4ης Απριλίου παραπέμπουν στην ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα του κράτους.
Επίσης το κράτος αυτό μαστίζεται και από το καρκίνωμα των πελατειακών σχέσεων. Η διαιώνισή τους έχει καταστροφικές συνέπειες. Η κατάσταση αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την αυξανόμενη απαξίωση της πολιτικής. Εάν οι πολίτες διακρίνουν ότι οι επιλογές που θα έχουν ενώπιον τους για τις προεδρικές εκλογές δεν τους εκφράζουν ή είναι αποτέλεσμα συναλλαγών τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια.
Η Κύπρος θα πρέπει να εξέλθει τον Φεβρουάριο μέσα από τις εκλογές ενισχυμένη, με μια κυβέρνηση η οποία να έχει ευρεία αποδοχή αλλά ταυτόχρονα και την ανοχή όσων δεν θα την έχουν ψηφίσει.
*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.