ΦΑΚΕΛΟΣ ΚΥΠΡΟΥ 1974 ΙΙ:Πως φθάσαμε στον Αττίλα.

Με βρετανικές ενέργειες συγκλήθηκε τον Ιανουάριο του 1964 η Πενταμερής Διάσκεψη του Λονδίνου, για την ανεύρεση ειρηνικής λύσης, η οποία όμως απέτυχε εξαιτίας των διχοτομικών τάσεων της τουρκικής πλευράς και των απαράδεκτων για την ελληνική, βρετανικών και αμερικανικών προτάσεων.

Τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο απασχολούσε σοβαρά το θέμα της στρατιωτικής άμυνας του Νησιού -ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1963 και τις Τουρκικές απειλές –έτσι το Φεβρουάριο του 1964 αποφάσισε την ένταξη των υφισταμένων ενόπλων ομάδων κάτω από ένα κρατικό όργανο, την «Εθνική Φρουρά», και, με ειδικό Διάταγμα, καθόρισε τον τρόπο κατάταξης οπλιτών (που παρέμεινε σε εθελοντική βάση), τη διοίκηση και τον εξοπλισμό της.

Στην Αθήνα, μετά από επανειλημμένες συσκέψεις (το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1964), με συμμετοχή και από τις δύο κυβερνήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι οι δυνάμεις που υπήρχαν στο Νησί, εκτός του ότι μειονεκτούσαν σοβαρά, από την άποψη της στρατιωτικής οργάνωσης, είχαν ελλιπή εκπαίδευση και ήταν εντελώς ανεπαρκείς για τις περιστάσεις. ‘Έπρεπε λοιπόν να οργανωθούν σε άλλη βάση, να ενισχυθούν και να στελεχωθούν με ικανούς αξιωματικούς, ώστε να συγκροτήσουν ένα στρατό που να μπορεί αυτοδύναμα να αντιμετωπίσει επιτυχώς την εσωτερική ανταρσία και ενδεχόμενη Τουρκική εισβολή.

Οι σκέψεις αυτές αποτέλεσαν αργότερα αντικείμενο διαβουλεύσεων με τον Πρωθυπουργό Γ . Παπανδρέου, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τoν Υπουργό Εξωτερικών Σπύρου Κυπριανού και τον Υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γεωρκάτζη και, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, αποφασίστηκε τελικά, να ιδρυθεί στο Υπουργείο Εθνtκής Άμυνας, κάτω από τη διοίκηση του Στρατηγού Γρίβα, το «Ειδικό Μικτό Επιτελείο Κύπρου» (ΕΜΕΚ), και να διορισθεί ‘Έλληνας απόστρατος στρατηγός Διοικητής της Εθνικής Φρουράς, η οποία να αναδιοργανωθεί, σε αυστηρά στρατιωτική βάση και να ενισχυθεί με τα απαραίτητα εφόδια και τον αναγκαίο οπλισμό.

Παράλληλα ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να ενισχύσει στρατιωτικά την Κύπρο με την άμεση αποστολή δυνάμεων οι οποίες θα εντάσσονταν αμέσως στις δυνάμεις ασφάλειας του Νησιού, στα πλαίσια της άμυνας του . Έτσι άρχισε ( τον Απρίλιο του 1964), η συστηματική αποστολή ανδρών του Ελληνικού στρατού. Η παρουσία τον Ελληνικού στρατού, θωράκιζε το Νησί και διασφάλιζε την ελληνικότητά του.

Τον Φεβρουάριο το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε το σχέδιο του γενικού γραμματέα του οργανισμού και με ομόφωνο ψήφισμα της 4ης Μαρτίου 1964 ζήτησε την αποφυγή επεμβάσεων εναντίον της ομαλότητας στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία και, με τη συγκατάθεση της κυπριακής κυβέρνησης, εισηγήθηκε την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στο νησί και το διορισμό μεσολαβητή για την ανεύρεση ειρηνικής λύσης.

Στις 24 Μαρτίου 1964 ο Γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών διόρισε σαν μεσολαβητή το Φιλανδό Πρέσβη Σακάρι Σεβέρι Τοουομιόγια.

Στις 27 Μαρτίου 1964 τα πρώτα τμήματα της Ειρηνευτικής Δύναμης με επικεφαλής τον Ινδό Αντιστράτηγο Π.Σ.Γκυάνι έφθαναν στην Κύπρο.  

Παράλληλα με τις προσπάθειες του μεσολαβητή ανέπτυξαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που κατέληξε στην υποβολή δύο διαδοχικών σχεδίων τον Ιούλιο του 1964 του πρώην υπουργού Εξωτερικών Άτσεσον. Τα σχέδια Άτσεσον γύρω από τα οποία δημιουργήθηκε μια ιστορική πλέον φιλονικία κατά πόσο αποτελούσαν τη μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία του Κυπριακού ή άλλης μορφής συγκαλυμμένης διχοτόμησης. 

Τα σχέδια επί των οποίων συζητήθηκε η επίλυση του Κυπριακού ήταν δυο. Σκοπός όπως ελέγετο ήταν η Ένωση , κατά πόσο τα σχέδια προέβλεπαν ή όχι την ένωση είναι κάτι που μπορεί να εξαχθεί μέσα από ενδελεχή εξέταση των προνοιών τους και τις συνταγματικές γεωστρατηγικές διαστάσεις που θα δημιουργούνταν.

Η Τουρκική κυβέρνηση δέχτηκε τις παραπάνω προτάσεις μόνο σαν βάση για διαπραγματεύσεις. Έβλεπε τα σχέδια σαν μια παραλλαγή της διχοτόμησης ή της διπλής ένωσης, με επίκεντρο του παζαρέματος το μέγεθος της τουρκικής ζώνης. Ακριβώς για τους ίδιους λόγους οι προτάσεις απορρίφθηκαν και από την Ελληνική και Κυπριακή Κυβέρνηση.

Ενώ ακόμα συζητούντο τα Σχέδια ‘Ατσεσον, μια απρόοπτη πολεμική εμπλοκή στη βορειοδυτική Κύπρο διατάραξε τις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας και οδήγησε στα πρόθυρα Ελληνοτουρκικού πολέμου.

Οι Τουρκοκύπριοι διατηρούσαν στην περιοχή πάνω στην ακτή, το θύλακο των Κοκκίνων, που είχε σχηματισθεί αμέσως μετά την κρίση του 1963. Ο Θύλακας εκτεινόταν κατά μήκος του όρμου Κοκκίνων-Μανσούρας, είχε εμβαδόν 20,76 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο όρμος των Κοκκίνων προσφερόταν σαν ένα προγεφύρωμα στην Κυβέρνηση της ‘Άγκυρας για τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων σε άνδρες και πολεμικό υλικό. Εκτός όμως απ’ αυτό η εκεί παρουσία των Τουρκοκυπρίων απειλούσε άμεσα τις συγκοινωνίες των Ελληνικών περιοχών του Πύργου και του Παχύαμμου.

Για να συμπιέσουν την εστία αυτή, και να αποτρέψουν διεύρυνσή της, δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς κινήθηκαν το βράδυ της 5ης προς την 6η Αυγούστου, και κατέλαβαν το ύψωμα Ακόνι, που κατείχε η Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, με αντικειμενικό στόχο το Λωρόβουνο, που κατείχαν οι Τούρκοι, και που δέσποζε σ’ όλη την περιοχή. Οι κινήσεις αυτές, που είχαν αρχικά περιορισμένο χαρακτήρα, πήραν στην συνέχεια έκταση κι εξελίχθηκαν σε μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση.

Μετά την κατάληψη του υψώματος Ακόνι, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν από το Λωρόβουνο να βάλλουν καταιγιστικά πυρά, και εξαπέλυσαν επίθεση για να απωθήσουν τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς από το ύψωμα. Ο στρατηγός Γρίβας, παρά τις αυστηρές οδηγίες της Ελληνικής Κυβέρνησης να μη αναληφθεί οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια, έδωσε εντολή να συνεχισθούν οι επιχειρήσεις, και μάλιστα να καταληφθεί το ύψωμα Λωρόβουνος, διαφορετικά οι Ελληνικές θέσεις θα ήταν επισφαλείς. Πράγματι, στις 7 Αυγούστου καταλήφθηκε ο Λωρόβουνος, και οι Τούρκοι υποχώρησαν προς βορρά. Ο στρατηγός Γρίβας διέταξε τότε κατάληψη των Κοκκίνων . 

Το πρωί όμως της 8ης Αυγούστου Τουρκικά στρατιωτικά αεροπλάνα άρχισαν ένα αδιάκριτο σφοδρό βομβαρδισμό της περιοχής. Παρά την απρόοπτη αυτή εξέλιξη, ο στρατηγός Γρίβας, υποστηρίζοντας ότι η κατάληψη των Κοκκίνων είναι ζήτημα μερικών μόνο ωρών, επέμεινε να συνεχισθούν οι επιχειρήσεις. 

Η πορεία των γεγονότων αναστάτωσε τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Γ. Παπανδρέου, o οποίος έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο εμπιστευτικό μήνυμα (8 Αυγούστου) στο οποίο μεταξύ άλλων έλεγε «άλλα συμφωνούμεν καί άλλα πράττετε», και συνιστούσε αναστολή των επιχειρήσεων και στο στρατηγό Γρίβα εντολή να διακοπούν αμέσως οι εχθροπραξίες. Ο στρατηγός Γρίβας θεωρώντας θιγέντα τον εαυτό του υπέβαλε παραίτηση, εισηγήθηκε όμως και πάλι συνέχιση των επιχειρήσεων και κατάληψη των Κοκκίνων.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν το βράδυ της 8ης προς τη 9ην Αυγούστου έξι Τουρκικά πολεμικά σκάφη, παραβιάζοντας τα Κυπριακά χωρικά ύδατα, πλησίασαν τις Κυπριακές ακτές, ενώ οι από αέρος βομβαρδισμοί συνεχίζονταν σ’ ολόκληρη πλέον την περιοχή της Τηλλυρίας.

Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη είχε συγκληθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας, για να εξετάσει την κατάσταση.

Ο Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, απηύθυνε τηλεγραφική έκκληση στο Γρίβα να αποσύρει την παραίτησή του και να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Πράγματι ο Γρίβας γύρισε, και ανέλαβε εκ νέου την ανώτατη διοίκηση της άμυνας της Κύπρου.

Στη Λευκωσία η Κυπριακή Κυβέρνηση επέδωσε, μέσω του Αμερικανού Πρέσβη στην Κύπρο, τηλεγραφική διακοίνωση προς την Τουρκία, στην οποία μεταξύ άλλων απευθυνόταν προειδοποίηση στην Κυβέρνηση της ‘Άγκυρας, ότι, αν οι βομβαρδισμοί δεν σταματήσουν μέχρι τη 13.30’ ώρα της μέρας εκείνης, η Εθνική Φρουρά θα ενεργήσει γενική επίθεση εναντίον των Τουρκοκυπριακών χωριών. ‘Ύστερα απ’ αυτό οι βομβαρδισμοί διακόπηκαν.

Η Αθήνα αντέδρασε απειλώντας ότι, αν οι βομβαρδισμοί δεν σταματούσαν, η μόνη λύση θα ήταν η «επέμβαση». Το ελληνικό τηλεγράφημα, που έμοιαζε με τελεσίγραφο, παραδόθηκε στο συμβούλιο Ασφαλείας

Η Σοβιετική ‘Ένωση υποστήριξε τα ελληνικά αιτήματα. Τόσο ο Πρόεδρος της Αμερικής Τζόνσον, όσο και ο Σοβιετικός ηγέτης Κρούστσεφ δήλωσαν για μια ακόμη φορά στην Τουρκία πως δεν θα ενέκριναν μια εισβολή. Οι Τούρκοι συμμορφώθηκαν και το Συμβούλιο Ασφαλείας, αφού κατήγγειλε την τουρκική ενέργεια, ψήφισε άλλη μια απόφαση (Νο. 193) στις 9 Αυγούστου, ζητώντας κατάπαυση του πυρός. Δύο μέρες αργότερα «η κατάπαυση πυρός εφαρμόζονταν σ’ ολόκληρη την Κύπρο». Έτσι με την επέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ο πόλεμος αποσοβήθηκε.

Οι Τουρκικοί βομβαρδισμοί προξένησαν σημαντικές καταστροφές και μεγάλο αριθμό θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1964, πέθανε ο Σακάρι Τουομιόγια και στις 16 του ίδιου μήνα ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών διόρισε σαν νέο Μεσολαβητή τον άλλοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας του Ισημερινού Γκάλο Πλάζα.

Ο Πλάζα υπέβαλε την έκθεσή του στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 26 Μαρτίου 1965. Στην έκθεσή του υποστήριξε τη δημιουργία ενός ενιαίου, ανεξάρτητου και κυρίαρχου Κυπριακού κράτους, με πλήρη κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων και αποκλεισμό της ‘Ένωσης και της διχοτόμησης. Απέρριψε επίσης την ιδέα επιστροφής στο καθεστώς της Ζυρίχης, καθώς επίσης και τις Τουρκικές προτάσεις για εγκαθίδρυση ομοσπονδιακού κράτους, και χαρακτήρισε σαν αντίθετες προς κάθε παραδεκτή αρχή δικαίου τις εισηγήσεις του Ραούφ Ντενκτάς για μετακίνηση πληθυσμών και δημιουργία χωριστών αυτόνομων Ελληνικών και Τουρκικών περιοχών στο Νησί.

Η ‘Έκθεση Πλάζα έγινε γενικά δεκτή με συμπάθεια από την Ελλάδα και τους Ελληνοκυπρίους. Η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι απέρριψαν σαν «απαράδεκτη» όχι μόνο την έκθεση αλλά και τον ίδιο τον Πλάζα σαν μελλοντικό μεσολαβητή, προτείνοντας απευθείας συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Από τον Μάιο του 1965 μια σειρά τεχνικών κρίσεων επεξεργασμένων και τελειοποιημένων από τις ξένες και Ελληνικές μυστικές υπηρεσίες και με αρχή αυτή της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ και τέλος με το συνταγματικό βασιλικό πραξικόπημα της 15 Ιουλίου 1965 αποδυνάμωσαν την συνοχή του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας και τον στέρησαν από τα στοιχεία εκείνα που θα ήταν εμπόδια και νησίδες Αντίστασης στην εφαρμογή Σχεδίων που θα ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου.
Όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, ηγέτης του κόμματος της Δικαιοσύνης, ανέβηκε στην αρχή τον Οκτώβριο του 1965, επέμεινε στη διεξαγωγή συνομιλιών.

Ο Στέφανος Στεφανόπουλος, Πρωθυπουργός από το Σεπτέμβριο του 1965 (που είχε πάντα προστριβές με τον αρχιεπίσκοπο), συμφώνησε να διεξαγάγει μυστικές συνομιλίες με τους Τούρκους, με βάση τις προτάσεις ‘Άτσεσον.

Στο μεταξύ στην Κύπρο οι δύο κοινότητες ακολουθούσαν αντίθετες κατευθύνσεις. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία δεν αρκέστηκε στο να κρατάει τις δύο κοινότητες χωρισμένες με την πειθώ, τη βία, τις απειλές και τους φόνους, αλλά θέσπισε κανονισμούς για να τις κρατήσει σε απόσταση. Σχηματίστηκε μια τοπική διοίκηση στο κλειστό τμήμα του δρόμου Λευκωσίας – Κυρήνειας με αντιπροσώπους σε άλλες περιοχές, χωριστές δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομική δύναμη (όπου η ημισέληνος και το άστρο πήραν τη θέση του εμβλήματος της δημοκρατίας) και ραδιοσταθμό.

Στη συνέχεια οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν πολλά απ’ τα χωριά τους και συγκεντρώθηκαν για «αυτοπροστασία» και διευκόλυνση της διχοτόμησης στις πυκνότερα κατοικημένες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ γύρω στις 25.000 δήθεν «πρόσφυγες», αναγκάστηκαν να μεταφερθούν. Οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να μπουν σ’ αυτές τις περιοχές, ούτε οι Τούρκοι μπορούσαν να τις εγκαταλείψουν χωρίς την άδεια των ηγετών τους. Περιορισμένοι σε τέτοια μέρη, χωρίς επαρκείς πηγές, οι Τούρκοι επέζησαν σαν «χωριστή» οντότητα μόνο χάρη στην άμεση οικονομική βοήθεια της Τουρκίας .

Αλλά παρά τις πιέσεις των ηγετών τους και των ενόπλων ομάδων, που είχαν φτάσει από την Τουρκία μετά το 1963, πολύ μεγαλύτερος αριθμός
Τουρκοκυπρίων έμειναν σε περιοχές ελεγχόμενες από την κυβέρνηση.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ