ΦΑΚΕΛΟΣ ΚΥΠΡΟΥ 1974 4ο ΜΕΡΟΣ:Πως φθάσαμε στον Αττίλα.

Τον Ιούνιο του 1967 ξέσπασε ο Άραβαϊσραιληνός «πόλεμος των 7 ημερών» που δημιούργησε μια νέα κρίσιμη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο πόλεμος δεν επηρέασε άμεσα την Κύπρο αλλά προφανώς για τους δυτικούς ο ρόλος του νησιού (επί του οποίου βρίσκονταν οι τεράστιες βρετανικές βάσεις και άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις) παρουσιαζόταν αναβαθμισμένος. Η Κύπρος άρχισε μάλιστα να χαρακτηρίζεται ως «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Από την άλλη, οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ, ήλεγχαν τώρα την ελληνική χούντα και υπό τις διαταγές αυτής της χούντας βρισκόταν και η στη Κύπρο ελληνική μεραρχία όπως βρισκόταν και η ΕΛ.ΔΥ.Κ. και οι Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς.
Τον Ελληνοτουρκικό διάλογο που είχε διακοπεί έσπευσαν να τον επαναρχίσουν οι συνταγματάρχες.

Οι δικτάτορες που είχαν ανάγκη να παρουσιάσουν στον ελληνικό λαό μια «μεγάλη επιτυχία», άρχισαν μιαν άνευ προηγουμένου εξευτελιστική όσο και δουλοπρεπή προσέγγιση της Τουρκίας.

Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης ήταν μια ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής της Κεσσάνης , στον Έβρο στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου. Κατά τη συνάντηση, η ελληνική αντιπροσωπεία ζήτησε από την τουρκική να αποδεχθεί την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μεταξύ δε άλλων, προβλήθηκε εκ μέρους των και το «επιχείρημα» ότι η Τουρκία διέθετε ήδη μεγάλες εκτάσεις εδαφών και. .. δεν της χρειάζονταν άλλες. Αναφέρεται, επίσης, ότι οι συνταγματάρχες πρότειναν στους Τούρκους μια στρατιωτική βάση στην Κύπρο, όπως προνοούσε και το σχέδιο Άτσεσον. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ δήλωσε αργότερα ότι η πρωτοβουλία για τη συνάντηση ήταν ελληνική και ότι ο ίδιος πήγε στον Έβρο «για να μάθει τι τον ήθελαν». Φυσικά οι ηγέτες της χούντας επέστρεψαν με άδεια χέρια στην Αθήνα ενώ ο Ντεμιρέλ είχε μια άλλη εμπειρία από τον Έβρο, πολύ χρήσιμη για την ανικανότητα των ανθρώπων που κυβερνούσαν τώρα την Ελλάδα. Έτσι, η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο την ελληνική αδυναμία όταν, λίγο αργότερα, ξέσπασε στην Κύπρο η κρίση της Κοφίνου.

Η Κοφίνου ήταν ένα αμιγώς τουρκοκυπριακό χωριό πάνω στη σημαντική οδική αρτηρία που ενώνει την Λευκωσία με τη Λεμεσό. Οι τουρκοκύπριοι της Κοφίνου, διοικούμενοι από αξιωματικό από την Τουρκία, συνεχώς από τις αρχές του 1964 παρενοχλούσαν όσους ταξίδευαν μεταξύ Λευκωσίας και Λεμεσού και επανειλημμένα απέκοπταν τον δρόμο. Μέσα στο 1967 οι προκλήσεις ήσαν σχεδόν καθημερινές. Στις 14 Νοεμβρίου μονάδες της εθνικής φρουράς, με επί κεφαλής το στρατηγό Γρίβα, πήγαν στην περιοχή και σύντομα οι συγκρούσεις άρχισαν. Η Εθνική Φρουρά δε δυσκολεύθηκε πολύ να τρέψει τους τουρκοκυπρίους σε φυγή και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν και με τους τουρκοκυπρίους του γειτονικού χωριού Άγιος Θεόδωρος. (Εικ 12&13)

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες δόθηκαν ως προς το ποιοι και γιατί προκάλεσαν την κρίση. Μια ερμηνεία αναφέρει ότι ήταν τουρκική πρόκληση που απαντήθηκε, ύστερα από την εκτίμηση των ελληνικών αδυναμιών από την Άγκυρα, αφού έγινε η συνάντηση στον Έβρο. Μια δεύτερη ερμηνεία αναφέρει ότι την κρίση προκάλεσε η ελληνική χούντα για να πλήξει τον Μακάριο. Μια άλλη ερμηνεία λέγει ότι η κρίση προκλήθηκε από κύκλους του βασιλιά Κωνσταντίνου (με τον οποίο ο Γρίβας διατηρούσε μονίμως στενή επαφή), προκειμένου να διευκολυνθεί αυτός στη διενέργεια αντιπραξικοπήματος κατά των συνταγματαρχών, που προετοίμαζε στην Αθήνα. Μια άλλη, τέλος, ερμηνεία αναφέρει ότι επρόκειτο απλώς για επίδειξη δυνάμεως από τον Γρίβα οπότε, μετά την έναρξη των συγκρούσεων, η Άγκυρα βρήκε την αφορμή να δημιουργήσει την κρίση.

Η Τουρκία έστειλε ξανά τα πολεμικά της αεροσκάφη να πετούν για αρκετές ημέρες πάνω από την Κύπρο, ενώ έθεσε σε ετοιμότητα και τον αποβατικό της στόλο. Η Άγκυρα απειλούσε ξανά με πόλεμο και εξαπέλυε τελεσίγραφα τόσο προς την Αθήνα όσο και προς τη Λευκωσία. Σε διάγγελμά του, στις 24 Νοεμβρίου ο Μακάριος ανακοίνωσε ότι διερχόμεθα δραματικάς στιγμάς καί τά νέφη τού πολέμου απλούνται απειλητικώς υπεράνω τής Κύπρου..

Ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. έστειλε αμέσως εκπρόσωπό του ως μεσολαβητή στην κρίση, τον Χοσέ Ρολς Μπέννετ, αλλά και ο πρόεδρος των Η.Π.Α. έστειλε ένα δικό του μεσολαβητή τον Σάϋρους Βανς. Ο τελευταίος κινήθηκε δραστήρια στο τρίγωνο Αθηνών – Άγκυρας – Λευκωσίας, προσπαθώντας να επιτύχει την εκτόνωση με ένα συμβιβασμό. Οι επαφές του αυτές, που συνεχίστηκαν για μια εβδομάδα, πέτυχαν μια συμφωνία η οποία περιλάμβανε τους όρους των τουρκικών τελεσιγράφων. Τη συμφωνία αυτήν, που προφανώς εξυπηρετούσε τα μέγιστα την Τουρκία αλλά και κάθε άλλο παρά την Ελλάδα, ο Βανς κατόρθωσε να την » περάσει» στην Αθήνα όπου κανένας από τους ηγέτες της χούντας δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στον απεσταλμένο του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι όροι της συμφωνίας ήσαν :

Πρώτον: Άμεση, μέσα σε 45 ημέρες, απομάκρυνση ολόκληρου του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, δυνάμεως 8.000 ανδρών, που είχε σταλεί στην Κύπρο το 1964-1965.

Δεύτερον: Παραμονή στην Κύπρο της ΕΛ.ΔΥ.Κ και της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ., δηλαδή των σταθμευουσών βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων.

Τρίτον:
Άμεση διάλυση των τουρκικών στρατιωτικών συγκεντρώσεων στα μικρασιατικά παράλια, έναντι της Κύπρου.

Τέταρτον:
Η Ελλάς και η Τουρκία αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Δημοκρατίας της Κύπρου.
Πέμπτον: Αποστράτευση και αφοπλισμός των τοπικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο.

Έκτον: Διεύρυνση του αστυνομικού ρόλου της δυνάμεως των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.