Η Καταλονία ζει μία από τις ιστορικότερες και πιο κρίσιμες στιγμές της μετα-Φράνκο εποχής, ενώ κλιμακώνεται η αντιπαράθεση με το ισπανικό κράτος ενόψει του αυριανού δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της, που έχει κριθεί άκυρο από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η ίδια η διαδικασία, το επονομαζόμενο Proces, κι οι τρόποι με την οποία μεθοδεύτηκε και τι στην ουσία αντιπροσωπεύει, έχει προκαλέσει κι έναν εσωτερικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και των διανοουμένων στην ίδια την αυτόνομη περιοχή, αλλά και γενικότερα στην Ισπανία.
Ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης (UB) Αντόνιο Γκόμεθ Βιλιάρ, ένας από τους πολλούς ειδικούς που έχουν λάβει σαφείς θέσεις για τους στόχους που πρέπει να ακολουθήσει η διαδικασία αυτή και ποιος πρέπει να είναι ουσιαστικά ο χαρακτήρας ενός ανεξάρτητου Καταλανικού κράτους, εάν ποτέ προκύψει, μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο και εξηγεί πώς έφθασε η καταλανική κοινωνία στο δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου και ποιες είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και ισορροπίες που θα σταθούν καθοριστικές για το μέλλον ενός τέτοιου κράτους.
Ακολουθεί η συνέντευξη του καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας Αντόνιο Γκόμεθ Βιλιάρ στον Γιώργη-Βύρωνα Δάβο και το ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Κύριε Γκόμεθ Βιλιάρ, ευχαριστούμε για τη συμβολή σας στην προσπάθειά μας να καταστήσουμε σαφές στο ελληνικό κοινό ποια είναι η κατάσταση κι οι λόγοι που οδήγησαν την Καταλονία στο δημοψήφισμα. Θέλετε να μας εξηγήσετε εν πρώτοις πώς φθάσαμε ως εδώ;
Το ιστορικό προηγούμενου της διαδικασίας για την ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας, που σήμερα είναι γνωστή ως Procés, μπορεί να εντοπισθεί στην πρωτοβουλία, που σηματοδότησε μία δημοκρατική επανάσταση, στον μικρό δήμο Αρένις ντε Μουντ, έξω από τη Βαρκελώνη, το 2009. Εκεί πραγματοποιήθηκε το πρώτο από μία σειρά δημοτικά δημοψηφίσματα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Καταλονίας, που σύντομα επεκτάθηκε σε δεκάδες άλλους δήμους με το ερώτημα: «Συμφωνείτε η Καταλονία να είναι ένα ανεξάρτητο και κοινωνικό κράτος δικαίου, ενσωματωμένο στην ΕΕ;». Η δημοτική αυτή πρωτοβουλία είχε οργανωθεί εξ ολοκλήρου από την κοινωνία των πολιτών, δίχως τη στήριξη και την παρεμβολή των πολιτικών κομμάτων (εκτός των αντικαπιταλιστών της CUP). Ισοδυναμούσε με το αίτημα για άσκηση άμεσης δημοκρατίας από τους δήμους. Βέβαια, από πολλών ετών υπήρχε στην Καταλονία ένα σημαντικός αυτονομιστικός κινηματικός χώρος. Όμως, εκείνο που αναδύθηκε το 2009 ήταν η διεύρυνση και η παγίωση του χώρου αυτού.
Υπάρχει επίσης και μία χρονολογία –ορόσημο για την έναρξη του Procés: η 28η Ιουνίου 2010, που σηματοδοτεί ένα πριν κι ένα μετά, ένα κομβικό σημείο για τη διαδικασία. Είναι η ημέρα που δημοσιεύεται η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου για το Καθεστώς (Αυτονομίας) της Καταλονίας (Estatut) του 2006, τέσσερα χρόνια μετά την προσφυγή του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ) ώστε να κηρυχθεί αντισυνταγματικό. Το κείμενο του Estatut είχε συνταχθεί και κυρωθεί από το καταλανικό Παρλαμέντ (Κοινοβούλιο), κατόπιν στη Βουλή της Ισπανίας, και είχε γίνει αποδεκτό από τους Καταλανούς στο δημοψήφισμα που είχε οργανωθεί στις 18 Ιουνίου του 2006. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου κήρυττε αντισυνταγματικά 14 άρθρα του Estatut και αποφαινόταν πως «στερούνται δικαστικής ισχύος» οι αναφορές του στο προοίμιο για «την Καταλονία ως έθνος» και για την «εθνική υπόσταση της Καταλονίας». Η απόφαση τούτη είχε τεράστιες επιπτώσεις στην καταλανική κοινωνία και στερέωσε τη βεβαιότητα πως είναι αδύνατη η οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή στο ισπανικό κράτος.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης, όπως και τα ονόματα των πέντε δικαστών που ψήφισαν υπέρ της, έγιναν γνωστά στις 9 Ιουλίου 2010, μία ημέρα μετά τη μεγαλειώδη διαδήλωση στη Βαρκελώνη για την απόρριψή της, με κεντρικό σύνθημα: «Είμαστε ένα έθνος. Εμείς αποφασίζουμε» (Som una nació. Nosaltres decidim). Δύο χρόνια αργότερα, στην πάνδημη εκδήλωση ενάμιση εκατομμυρίου ανθρώπων για τον εορτασμό της εθνικής γιορτής της Καταλονίας, της Ντιάδα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2012, διατρανώθηκε μία άνευ προηγουμένου διάθεση υπέρ της ανεξαρτησίας. Η παλλαϊκή βούληση ανάγκασε τον φθαρμένο συντηρητικό κόμμα CiU, που κυβερνούσε την Καταλονία, και εγκαλείτο από την κοινωνία και τη δικαιοσύνη για τα σκάνδαλα και την καταστροφική οικονομική και κοινωνική πολιτική του, να υιοθετήσει ένα μέρος των διεκδικήσεων του κινήματος αυτού.
Μερικές ημέρες μετά την Ντιάδα, ο τότε πρόεδρος της Καταλονίας Αρτούρ Μας, ανακοίνωσε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τις 25 Νοεμβρίου του ιδίου έτους και προβάλλει ως κύριο στόχο του προγράμματός του τη διοργάνωση συμβουλευτικού δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση της Καταλονίας. Στο σημείο αυτό, γεννιέται το Procés, ως ιδιοποίηση από την κυβέρνηση ενός αιτήματος της κοινωνίας. Η CiU έγινε όψιμα αυτονομιστική και το Procés στην ουσία έσωσε την CiU.
Στις εκλογές του 2012, η CiU κέρδισε ξανά αλλά χάνοντας 12 έδρες, γεγονός που απετέλεσε μία μεγάλη ανατροπή. Το κύριο προεκλογικό του όπλο, το δημοψήφισμα της 9ης Νοεμβρίου 2014, είχε κηρυχθεί ομόφωνα άκυρο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας, μολονότι ο Μας είχε δηλώσει πως θα διεξαχθεί κανονικά. Μπροστά στην αδυναμία να οργανώσει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ο Μας πρότεινε να διεξαχθεί ένα συμβουλευτικό δημοψήφισμα την ίδια ημερομηνία. Μία συμμετοχική διαδικασία δηλαδή, που δεν θα είχε ούτε καθοριστικό, ούτε και δεσμευτικό χαρακτήρα. Παρ’ όλη την ‘αποψίλωσή’ του, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα υπήρξε σημαντική.
Η CiU και οι αυτονομιστικές δυνάμεις μετά την 9η Νοεμβρίου διαπίστωσαν πω η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος πάντοτε θα συγκρουόταν με την αντίδραση του ισπανικού κράτους και γι’ αυτό ο οδικός χάρτης με τον οποίο ο Μας κατέβηκε στις εκλογές του 2012 δεν είχε νόημα. Με γνώμονα αυτό, προκήρυξε νέες εκλογές στην Καταλονία στις 27 Σεπτεμβρίου 2015. Όμως οι εκλογές αυτές προκηρύχθηκαν με ένα στόχο που δεν είχε προηγούμενο στα διεθνή χρονικά: είχαν οι ίδιες χαρακτήρα δημοψηφίσματος, δηλαδή μετατράπηκε το δημοψήφισμα σε ανάδειξη ενός γενικής αποδοχής αυτονομιστικού Παρλαμέντ.
Για τον σκοπό των εκλογών αυτών, ο Μας συνέταξε ένα ενιαίο εκλογικό ψηφοδέλτιο, που συνένωνε όλα τα κόμματα που είχαν συνυπογράψει το Procés και ο οποίος καμουφλάριζε τη CiU, η οποία βαλλόταν πανταχόθεν για την αναχρονιστική κοινωνική πολιτική της και τα σκάνδαλα. Το ψηφοδέλτιο που έφερε το όνομα «Μαζί για το Ναι» (Junts pel Si), το αποτελούσαν η CiU (κατά 60%) και η Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας (ERC), που είχε κατορθώσει να διπλασιάσει τις έδρες της, την Ómnium, μία οντότητα χωρίς έντονη καθαυτό πολιτική δράση, που δημιουργήθηκε το 1961 και περισσότερο εργάζεται για την προώθηση της καταλανικής γλώσσας, της κουλτούρας και της ιδέας για την ανεξαρτησία και την Καταλανική Εθνοσυνέλευση (ANC), μία οργάνωση με περισσότερα από 80.000 μέλη, που έχει ως καταστατικό της στόχο την πολιτική ανεξαρτησία της Καταλονίας. Οι αντικαπιταλιστές της CUP αποφάσισαν να μην ενταχθούν στο ενιαίο ψηφοδέλτιο και να κατέλθουν αυτόνομα στις εκλογές.
Το ψηφοδέλτιο της JXSi κατέβηκε στις εκλογές με έναν οδικό χάρτη: εάν οι αυτονομιστικές δυνάμεις εξασφαλίσουν έστω και μία έδρα από τις μισές στο Κοινοβούλιο (68 από τις 135), εντός 18 μηνών θα υπάρξει μονομερής διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, με τη σύνταξη και την κύρωση με δημοψήφισμα ενός Συντάγματος της Καταλανικής Δημοκρατίας. Οι δύο αυτονομιστικές δυνάμεις εξασφάλισαν 72 έδρες (62 το JxSi και 10 η CUP) και το 47,8% των ψήφων. Υπήρξε δηλαδή μία αυτοδύναμη πλειοψηφία μεν σε έδρες, αλλά όχι και σε ψήφους, για να διακηρυχθεί μονομερώς η ανεξαρτησία εντός 18 μηνών. Μολονότι πέρασε το διάστημα αυτό, η κυβέρνηση δεν διακηρύσσει την ανεξαρτησία, αλλά επανέρχεται η πρόταση του δημοψηφίσματος. Και μολονότι τούτη τη φορά ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα υπάρξει προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο και η απόφασή του θα είναι ακυρωτική. Όμως τούτη τη φορά το δημοψήφισμα, που έχει προκηρυχθεί για την 1η Οκτωβρίου, λαμβάνει χαρακτήρα «ανυπακοής».
Ωστόσο, κάποιος θα εξέφραζε αμφιβολίες εάν η διαδικασία και η τελική ανεξαρτησία της Καταλονίας στηρίζεται σε συγκεκριμένες και στιβαρές πολιτικο-κοινωνικές και οικονομικές βάσεις για την επιβίωση ενός ανεξάρτητου κράτους.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως η υπόσχεση για ανεξαρτησία απέκτησε μία κάθετη διαπερατότητα σε πολλούς τομείς της καταλανικής κοινωνίας, λειτουργώντας ως ένα χιμαιρικό όνειρο για μία πιθανή έξοδο από την οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008. Το σύνθημα «η Ισπανία μάς κλέβει» αποδείχθηκε λειτουργικό και σηματοδότησε έναν εξωτερικό καταστατικό δείκτη για τη δημιουργία ενός συλλογικού «εμείς». Κάτω από αυτό το σύνθημα, η ιδέα της ανεξαρτησίας μετατράπηκε πρωτίστως σε μία οικονομική λύση έναντι της ταυτότητας. Το επιχείρημα στη συζήτηση περί ανεξαρτησίας ήταν απλό: η Καταλονία, όπως και η Γερμανία, είναι μία πλούσια χώρα, που την εκμεταλλεύεται ο νότος.
Μολαταύτα, η όλη συζήτηση για την ανεξαρτησία ουδέποτε έφθασε να αρθρώσει μία ανάλυση και μία πρόταση για την οικονομική διάσταση της κρίσης, πέραν του να δείχνει την Ισπανία ως πηγή όλων των δεινών της. Το τουριστικο-κατασκευαστικό μοντέλο της ανάπτυξης, που απετέλεσε την πρώτιστη παραγωγική βάση της Ισπανίας, είναι ταυτόσημο με την ευημερία της Καταλονίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Εάν προ δεκαετιών, η περιοχή της Καταλονίας κατόρθωσε να αποτελέσει την αιχμή του δόρατος για τη βιομηχανική συγκέντρωση του κράτους, η βιομηχανική αναδιάρθρωση της καταλανικής οικονομίας ακολούθησε κατά πόδας το χρηματοοικονομικό-κατασκευαστικό μοντέλο της υπόλοιπης οικονομίας των μεσογειακών περιοχών της Ισπανίας.
Η μετατροπή τούτη είχε ως επακόλουθο τη σταδιακή αποδιάρθρωση των «μεσαίων τάξεων», αυξάνοντας την προσωρινή εργασία και την καταστροφή των ποιοτικών επιπέδων της εργατικής δύναμης. Στην ουσία εκείνο που παράχθηκε είναι μία απώλεια ταξικού επιπέδου και των κοινωνικών δικαιωμάτων, των στοιχείων εκείνων που συνιστούν την κοινωνική βάση του Procés. Γι’ αυτό γελιέται όποιος πιστεύει πως οι μεγάλες στιγμές της έκφρασης του καταλανικού Procés ανταποκρίνονται απλώς στην απαλλοτρίωσή τους από την καταλανική δεξιά και τις ελίτ. Το παιχνίδι είναι ακόμη πιο περίπλοκο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να πούμε πως η διεύρυνση στο πολιτικό πεδίο της ιδέας της ανεξαρτησίας είναι αποτέλεσμα της κατάστασης της φτωχοποίησης, των ελαστικών μορφών και της προσωρινής εργασίας, της κατάργησης του κράτους πρόνοιας. Η CiU με το πρόταγμα «πρώτα η ανεξαρτησία, κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα» στάθηκε ικανή να αναστρέψει τη σειρά των διεκδικήσεων του κινήματος των «αγανακτισμένων» τη 15ης Μαΐου. Και υπό την οπτική γωνία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της Καταλονίας, η απόκτηση περισσότερης αυτοδιοίκησης σημαίνει πως θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη φορολογική αυτονομία, κάτι που είναι εξόχως σημαντικό μέσα στις συνθήκες της αύξουσας ανταγωνιστικότητας στο πλαίσιο της γενικευμένης κρίσης.
Δηλαδή κάποιος θα τολμούσε να υποστηρίξει ότι σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα της ανεξαρτησίας, πέραν από το γεγονός ότι εκφράζει τις μακραίωνες προσδοκίες του καταλανικού λαού, σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκε κι εξυπηρετεί και εσωτερικούς πολιτικούς στόχους και άλλα συμφέροντα πέραν της εμπέδωσης της εθνικής ταυτότητας υπό τη μορφή ενός ανεξάρτητου κράτους;
Όπως σας τόνισα, έως ότου αποφανθεί το 2010 το Συνταγματικό Δικαστήριο για την αντισυνταγματικότητα του Estatut, απόφαση που δρομολόγησε το Procés, η κυβέρνηση της CiU ήταν μία εντελώς απονομιμοποιημένη, φθαρμένη και ανυπόληπτη ηγεσία, λόγω των αναρίθμητων σκανδάλων στα οποία εμπλέκονταν μέλη της και για τις πρωτοφανείς περικοπές και τη φτωχοποίηση του κοινωνικού κράτους, που συνόδευαν την πολιτική λιτότητας που εφάρμοζε. Όμως το συντηρητικό κόμμα είχε την τακτική ικανότητα να εκμεταλλευθεί πλήρως τη συγκυρία και να θέσει υπό τον έλεγχό του την έντονη ανάδυση των δημοκρατικών διεκδικήσεων, την ώρα που συνάμα προσπαθούσε να καλύψει τον μαρασμό της δημοκρατίας, τη διαφθορά και τις περικοπές στο κοινωνικό κράτος. Στην ουσία η CiU έως εκείνη τη στιγμή ψήφιζε υπέρ της όποιας δημοκρατικής αντι-μεταρρύθμισης προωθείτο στο Κοινοβούλιο της Μαδρίτης από κοινού με το ΡΡ, όμως κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί την πολιτική και κοινωνική συγκυρία και να διατηρήσει την πολιτική κυριαρχία της. Επαναλαμβάνω πως η CiU έγινε όψιμα αυτονομιστική και το Procés στην ουσία έσωσε την CiU.
Από την άλλη πλευρά, αφ’ ότου δρομολογήθηκε το Procés, ένα κομμάτι της καταλανικής αριστεράς προσπάθησε, «καβαλώντας» το κύμα της λαϊκής βούλησης, να το μεταστρέψει σε μία δυνατότητα για τη δημοκρατική αλλαγή.
Κατά κάποιον τρόπο, αυτές οι δυνάμεις αναπαράγουν το κλασικό σχήμα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της δεκαετίας του ’70, με γνώμονα το ότι η λαϊκή κινητοποίηση «από τα κάτω» θα κατόρθωνε να ανατρέψει τον καιροσκοπικό τρόπο με τον οποίο οι καταλανικές ελίτ προσπαθούν να αδράξουν «άνωθεν» την πλημμυρίδα των κινητοποιήσεων. Εν τούτοις, ακόμη αν θεωρήσουμε ως έγκυρη την υπόθεση τούτη, παραμένει έκδηλη η παραδοξότητα που διέπει την ύπαρξη ενός κινήματος που αναδύεται «από τα κάτω» αλλά που από το ξεκίνημά του είχε συγκροτηθεί και διαμορφωθεί «από τα πάνω», από τους ίδιους τους καταλανικούς θεσμούς και διαμέσου των ηγεμονικών μέσων ενημέρωσης, που σε επίπεδο πληροφόρησης υπεραμύνονταν των κυβερνητικών απόψεων, υπηρετώντας τα συγκυριακά συμφέροντα της καταλανικής κυβέρνησης.