Το φαινόμενο της ακροδεξιάς τρομοκρατίας εξαπλώνεται . Στην Γερμανία συμπληρώνεται ένας ολόκληρος χρόνος από την έναρξη της δίκης των ακροδεξιών δολοφόνων που είχαν σκοτώσει οκτώ ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Θόδωρος Βουλγαρίδης.
Το πιο συγκλονιστικό στοιχείο που έχει προκύψει είναι ότι οι αστυνομικές αρχές επί χρόνια επίτηδες προσανατόλιζαν τις έρευνες αλλού “προστατεύοντας” τους ακροδεξιούς δολοφόνους.
Η DW και η Ειρήνη Αναστασοπούλου έχουν εκτενές ρεπορτάζ γι΄ αυτή την αποτρόπαια ιστορία:
Ένας χρόνος συμπληρώνεται αυτές τις μέρες από την έναρξη της δίκης μελών της ακροδεξιάς οργάνωσης NSU. Αναζητώνται απαντήσεις στο γιατί οι διωκτικές αρχές δεν κατάφεραν να σταματήσουν τις δολοφονίες.
Η ακροαματική διαδικασία προχωρά με μεγάλη δυσκολία γιατί η κύρια κατηγορουμένη Μπεάτε Τσέπε κάνει χρήση του δικαιώματος άρνησης να καταθέσει ενώπιων του δικαστηρίου. Χρήση του ιδίου δικαιώματος κάνουν κι άλλοι δύο από τους τρεις συγκατηγορούμενούς της, μέλη της ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης NSU. Έτσι η αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύεται περίπλοκη και κάθε μέρα δίκης μπαίνει και από ένα μικρό μόνο κομμάτι στο μωσαϊκό μιας υπόθεσης που έχει συνταράξει όσο καμιά άλλη τα γερμανικά δικαστικά χρονικά. Αμαυρώθηκε η προσωπικότητα των θυμάτων
Τον ένα χρόνο που πέρασε δεκάδες μάρτυρες κλήθηκαν να καταθέσουν σε μια προσπάθεια να χυθεί φως στις δολοφονίες 10 ανθρώπων, εκ των οποίων οι 8 ήταν Τούρκοι, ο ένας Έλληνας και μια γερμανίδα αστυνομικός. Με μεγάλη προσπάθεια και με βήμα σημειωτόν, το δικαστήριο επιχείρησε να προσμετρήσει την ευθύνη των διωκτικών αρχών που επί σειρά ετών οδηγούσαν -εσκεμμένα όπως φαίνεται- τις ανακρίσεις σε λάθος κατεύθυνση, αναζητώντας απαντήσεις σε κύκλους της τουρκικής μαφίας, σε κυκλώματα μαστροπείας και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, παρά το ότι όλα έδειχναν ότι οι δολοφονίες είχαν ρατσιστικό υπόβαθρο. Ξαφνικά, η μνήμη των θυμάτων αμαυρώθηκε, οι συγγενείς τους απομονώθηκαν από το περιβάλλον τους και αρκετοί, όπως η οικογένεια του αδελφού του Θεόδωρου Βουλγαρίδη, Γαβριήλ, αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Γερμανία. Σε αυτόν τον ένα χρόνο πολλοί «παρέλασαν» ως μάρτυρες κατάθεσης, στη μνήμη των παρισταμένων όμως έχει μείνει τα όσα είπε ο Μάρτιν Φ., πρώην γείτονας της κατηγορουμένης Μπεάτε Τσέπε, στην πόλη Τσβικάου. Στην ερώτηση, εάν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η Τσέπε χρησιμοποίησε τη φράση «συνονθύλευμα ξένων», όπως κατέθεσε στην αστυνομία, και εάν ισχύει ότι ο αδελφός του φοβήθηκε να πάρει τη βιετναμέζα γυναίκα του σε επισκέψεις σπίτι της, επειδή η Τσέπε δεν «πήγαινε» τους ξένους, απάντησε ως εξής: «Μου είναι αδιάφορο εάν είναι Βιετναμέζοι, Τούρκοι ή Έλληνες. Για μένα είναι όλοι το ίδιο». Φράση που άφησε άφωνο δικαστήριο και ακροατήριο, γιατί δεν προέρχονταν από κάποιον οργανωμένο ακροδεξιό, αλλά από έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο.
Ρατσισμός στην κοινωνία
Αυτή η κοινωνική πλευρά δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης, κι αυτό κάνει τόσο θλιβερή αυτή την ασυνήθιστη σε όγκο ντοσιέ και αριθμό μαρτύρων διαδικασία. Οι συγγενείς των θυμάτων, οι τραυματισμένες οικογένειες και η πολιτική αγωγή ζητούν επιτακτικά απαντήσεις στο ερώτημα πώς ήταν δυνατόν ένα κράτος που λειτουργεί με τόση ακρίβεια, όπως είπε ένας αστυνομικός, να μην ήταν σε θέση να σταματήσει τους δράστες. Ο ίδιος έδωσε άθελά του και την απάντηση: «Δεν φαντάζομαι να θέλετε να μας πείτε ότι δεν υπάρχει τουρκική μαφία», είπε όταν μια συνήγορος της πολιτικής αγωγής τον «στρίμωξε στη γωνία». Κατά τη διάρκεια της δίκης δεν δόθηκε η εντύπωση ότι οι ανακριτικές αρχές είναι έτοιμες να μετανιώσουν για τις «αστοχίες» τους, τις λανθασμένες υποψίες τους και την τακτική να αμαυρώνουν τη μνήμη των θυμάτων. Το κλίμα στο οποίο έζησαν οι συγγενείς τους μετά τις δολοφονίες περιέγραψε ο Βόλφγκανγκ Φ., συνέταιρος του Θεόδωρου Βουλγαρίδη στο κλειδαράδικο που άνοιξαν μαζί στο Μόναχο. Η αστυνομία τον καλούσε συνεχώς να καταθέσει. «Η αστυνομία θέλησε να ρίξει λάσπη σε μένα και στον νεκρό συνέταιρό μου,…έχασα όλα μου τα λεφτά, τους πελάτες, το μαγαζί, ακόμη και η μακρόχρονη σχέση μου τινάχτηκε στον αέρα». Στην ερώτηση για τις επιπτώσεις στην οικογένεια Βουλγαρίδη απάντησε: «¨Ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή – και όχι μόνο για τους συγγενείς. H οικογένεια μετά τη δολοφονία διαλύθηκε, η μητέρα και ο αδελφός του θύματος πήγαν στη Θεσσαλονίκη, τα υπόλοιπα μέλη εξανεμίστηκαν στα 4 μέρη της γης»…
Συνέχεια και το 2015
Η δίκη μελών της τρομοκρατικής ακροδεξιάς οργάνωσης NSU θα συνεχιστεί και ενδέχεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2015. Η Μπεάτε Τσέπε είναι και η μόνη που επέζησε από το «τρίο του θανάτου» που ευθύνεται εκτός από την εκτέλεση 10 ανθρώπων, για εμπρησμό σε σπίτι στο Τσβικάου, για δύο βομβιστικές επιθέσεις στην Κολωνία και 15 κλοπές, με τις οποίες χρηματοδοτήθηκε η οργάνωση. Η Τσέπε είναι η μόνη που ζει, οι άλλοι δύο συνεργοί της, Ούβε Μπένχαρντ και Ούβε Μούντλος αυτοκτόνησαν μέσα σε τροχόσπιτο, σε κάποια στιγμή που πλησίαζε η αστυνομία να τους συλλάβει. 270 μάρτυρες έχουν καταθέσει μέχρι στιγμής, μεταξύ αυτών και ορισμένοι που ορίστηκαν την τελευταία στιγμή. Η εισαγγελία έχει ορίσει συνολικά 600 μάρτυρες. Πρόεδρος του δικαστηρίου είναι ο Μάνφρεντ Γκέτσλ, που μέχρι στιγμής έχει ανταποκριθεί με θαυμαστό τρόπο στις υποχρεώσεις του. Κατέχει τη δικογραφία 280.000 σελίδων μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, είναι κυρίαρχος της ακροαματικής διαδικασίας και ξέρει να κόβει τον βήχα σε όσους υπερβαίνουν τα εσκαμμένα.
Επιμέλεια Ειρήνη Αναστασοπούλου
Υπεύθ. Σύνταξης: Κώστας Συμεωνίδης