Η Ουάσινγκτον στέλνει αμφιλεγόμενα μηνύματα σχετικά με τη δέσμευσή της για πόλεμο στην περιοχή της Μοσούλη, σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στο The Brookings Institution .
Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση Ομπάμα είναι προσεκτική, στις δηλώσεις της αναφορικά με το αν πρέπει και αν θα βοηθήσει το Ιράκ. Ο Πρόεδρος Ομπάμα έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θέλει οι δυνάμεις των ΗΠΑ να βρεθούν σε χερσαίο πόλεμο που ενδέχεται να καταλήξει στην κατοχή του Ιράκ.
Από την άλλη, ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, υποστηρίζει την εξόντωση των τζιχαντιστών, όπως έκαναν όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα συμβιβαστούν παρά μόνο με μια συνολική νίκη. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της Μοσούλης αλλά και το πόσο σημαντική είναι για τους τζιχαντιστές ως σύμβολο δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τις ΗΠΑ να στέλνουν περισσότερα στρατεύματα σε περίπτωση που ο ιρακινός στρατός αποτύχει στην επιχείρηση. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο Υπουργός Άμυνας Ας Κάρτερ, σε επίσκεψη του στη Βαγδάτη λίγες μέρες πριν, τόνισε ότι οι ΗΠΑ θα στείλουν έτσι και αλλιώς περισσότερα στρατεύματα στο Ιράκ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ.
Πράγματι οι ΗΠΑ, έχουν ήδη εγκαθιδρύσει ένα αρχηγείο στο Ιράκ, το οποίο κατά κάποιο τρόπο έχει περίεργη διάταξη και ισοδυναμεί με μια ταξιαρχία μεγάλου μεγέθους. Βέβαια εχει διαθέσει δυσανάλογο αριθμό στρατηγών στο Ιράκ. Οι δύο αυτές κινήσεις δείχνουν ότι οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει τα θεμέλια για μια πολύ μεγαλύτερη αύξηση των χερσαίων δυνάμεων, εάν χρειαστεί.
Από την άλλη μεριά, ο ιρακινός στρατός έχει επίσης στείλει με τη σειρά του αμφιλεγόμενα μηνύματα. Παρά το γεγονός ότι οι ηγέτες του έχουν εκφράσει πρόσφατα την εμπιστοσύνη στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους, υπάρχουν διάφοροι λόγοι που πρέπει να τους αμφισβητούμε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το καλοκαίρι του 2014 όταν απειλούνταν απο το Ισλαμικό Κράτος και έστειλαν γρήγορα στρατό σε όλες τις περιοχές εκτός από την καρδιά των Σιιτών στη Βαγδάτη και στο νότιο Ιράκ. Αξιωματικοί και στρατιώτες δεν έδειξαν καθόλου ενθουσιασμό για μάχες μακριά απο τα εδάφη τους. Οι προσπάθειες στην βελτίωση των δυνατοτήτων τους έχουν μειωθεί σημαντικά από τότε.
Οι πρόσφατες νίκες εναντίον των τζιχαντιστών προέκυψαν σε μεγάλο βαθμό από την δράση των Κούρδων και των Σιιτών μαχητών, τις εναέριες δυνάμεις των ΗΠΑ, και μια μικρή δύναμη ιρακινών που απαρτίζεται απο ολοένα και πιο κουρασμένα ελίτ στρατεύματα που είχαν εντατικά εκπαιδευτεί από τους “πρασινομπερέδες” των ΗΠΑ και όχι από από τις προσπάθειες των συμβατικών ιρακινών δυνάμεων. Όπως γράφει ο Joshua Rovner ένανς αναλυτής εχει φτάσει στο σημείο να υποστηρίξει οτι δεν υπάρχει καν ιρακινός στρατός.
Σύμφωνα με το άρθρο του ο Rovner γράφει οτι επειδή η κυβέρνηση του Ιράκ έχει μια μακρόχρονη ιστορία που σκόπιμα υπονομεύει την στρατιωτική αποτελεσματικότητα για την προστασία από πραξικοπήματα, το να μετατρέψεις το διαλυμένο ιρακινό στρατό σε μια συνεκτική δύναμη θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Στο παρελθόν, αυτό θα σήμαινε περιορισμό της ρεαλιστικής εκπαίδευσης μάχης και παρεμπόδιση της επικοινωνίας μεταξύ ταλαντούχων διοικητών, προωθώντας παράλληλα τους αξιωματικούς που βασίζονται στη νομιμοφροσύνη παρά στις αρμοδιότητες εξασφαλίζοντας έτσι θρησκευτική ομοιογένεια μεταξύ του σώματος των αξιωματικών. Γενικότερα, υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα γύρω από τους βαθιά πολιτικοποιημένους στρατούς, όμως αυτή εδώ είναι μια ιδιαίτερα σκληρή δοκιμασία, επειδή απαιτεί από ένα μεγάλο Σιίτικο στρατό να πολεμήσει σε μια συντριπτικά μεγάλη Σουνιτική πόλη.
Ο ρόλος των Κούρδων
Οι Κούρδοι μαχητές έχουν επίσης αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικοί και αρκετά αδίστακτοι και το επιχειρησιακό σχέδιο για την Μοσούλη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κουρδική υποστήριξη. Πράγματι, η πρόσφατη επίθεση εναντίον της Qayyarah έχει ξεκινήσει από τους Κούρδους του Makhmour, ενώ Κούρδοι αναμένεται να κόψουν τις οδούς διαφυγής των τζιχαντιστών στα βόρεια και δυτικά της πόλης.
Είναι όμως οι Κούρδοι πρόθυμοι να αντεπιτεθούν υπό αυτές τις συνθήκες, ιδιαίτερα αν δεν είναι σε θέση να κρατήσουν το έδαφος, και να χάσουν τη ζωή τους προσπαθώντας να το πάρουν πίσω;
Αυτόχθονες και Ιρανοί Σιίτες που υποστηρίζονται από τους πολιτοφύλακες μπορεί επίσης να λάβουν μέρος στον αγώνα, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια της ανακατάληψης του Τικρίτ πέρυσι. Τουλάχιστον, η παρουσία τους ίσως δημιουργήσει λειτουργικές δυσκολίες δεδομένης της απροθυμίας τους να επικοινωνούν απευθείας με τους Αμερικανούς διοικητές.
Τι συμβαίνει όμως με την παρουσία του Ι.Κ στην περιοχή; Έχει δείξει πρόθυμο να εγκαταλείψει τις πόλεις όπως για παράδειγμα με το Sinjar χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια και πολλοί μαχητές προφανώς διέφυγαν στο Ραμάντι από επιλογή και όχι επειδή προτίμησαν να ταλαιπωρηθούν μαρτυρικά. Η επερχόμενη μάχη θα είναι πολύ πιο εύκολη αν κάνουν το ίδιο στη Μοσούλη, ή απλά αν βάλουν κάτω τα όπλα και να κρυφτούν στην θέση τους. Παραδόξως, όμως, η διατήρηση της ειρήνης μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολη υπό τις συνθήκες αυτές, επειδή οι δυνάμεις που θα καταλάβουν την πόλη θα αντιμετωπίσουν έναν λανθάνων κίνδυνο. Εκτεταμμένη βία ενδέχεται να ξεσπάσει αν οι δυνάμεις του ΙΚ επιλέξουν να βγουν από την κρυψώνα τους.
Ποιος μπορεί να διοικήσει ειρηνικά;
Ας υποθέσουμε ότι το στράτευμα καταλαμβάνει τελικά τη Μοσούλη και ότι δουλεύει ορθά και συντονισμένα βάσει των δραστηριοτήτων του, χωρίς να υποστεί πολύ μεγάλη πολιτική ή επιχειρησιακή τριβή και ότι οι τζιχαντιστές παραδώσουν την πόλη στο τέλος χωρίς ιδιαίτερη μάχη. Μετά τι θα συμβεί;
Η Μοσούλη είναι μια σουνιτική, αραβική πόλη. Αρκετοί, πιθανότατα, ίσως οι περισσότεροι κάτοικοι της Μοσούλης δεν εμπιστεύονται τη Βαγδάτη, που πιστεύουν ότι, θέλει να εδραιώσει την κυριαρχία των Σιιτών. Θυμούνται το κύμα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Μοσούλη και όπου αλλού ξέσπασε πριν την είσοδο του ‘’Ισλαμικού Κράτους’’ το 2014. Υπάρχει ένα αίσθημα έντονης καχυποψίας και δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο μετά – Σαντάμ κράτος και ότι αυτό πρεσβεύει. Οι Σουνίτες μπορεί να μισούν τη ζωή υπό την κυριαρχία του ‘’Ισλαμικού Κράτους’’ αλλά επίσης δεν ενθουσιάζονται καθόλου με την ιδέα της κυριαρχίας μιας κυβέρνησης που επιβάλλει φόβο, κυβερνά κατασταλτικά και έχει σεχταριστική χροιά. Ενώ από τη μια καλωσορίζουν τον ιρακινό στρατό η δυσπιστία τους για τα θεσμικά όργανα του κράτους μπορεί σύντομα να μεταφραστεί σε εχθρότητα προς ότι μοιάζει με δυνάμεις κατοχής, ιδιαίτερα εκείνων των δυνάμεων που είναι σε μεγάλο βαθμό σιίτες που ενδεχομένως είναι φιλικά προσκείμενοι στο Ιράν.
Φυσικά αν οι Κούρδοι παίξουν αποφασιστικό ρόλο στη μάχη θα θέλουν το μερίδιο τους. Δίνοντας στους Κούρδους διαρκή ρόλο στη Μοσούλη μπορεί να μην ταιριάξει καλά με τους τοπικούς Άραβες Σουνίτες και τους Σιίτες που ήρθαν πρόσφατα. Παρόμοιες εντάσεις έχουν ήδη δημιουργηθεί κατά μήκος των συνόρων, όπου Συριοκουρδικές δυνάμεις έχουν καταλάβει έδαφος από τους τζιχανστιστές, αλλά αρνήθηκαν να το επιστρέψουν στους Άραβες στη συνέχεια, ενώ ακόμη ισοπέδωσαν και αραβικά χωριά.
Τέλος, οι δυνάμεις των ΗΠΑ πιθανόν έχουν προσπαθήσει να πάρουν πληροφορίες από τις σουνίτικες φυλές των Αράβων μέσα και γύρω από τη Μοσούλη. Τέτοιου είδους προετοιμασία για τη διεξαγωγή της μάχης είναι φυσιολογική, και η εμπειρία των ΗΠΑ στο Ιράκ (2007-2008) μπορεί να θεωρηθεί ως προηγούμενο για παρόμοιες κοινές δράσεις ενάντια σε έναν κοινό απόλυτο εχθρό. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε οι ΗΠΑ μπορει να τους έχουν υποσχεθεί μερίδιο στη συμμετοχή και στην ανοικοδόμηση της πόλης μετά τον αγώνα και τη διακυβέρνηση. Το να μην τηρήσουν οι ΗΠΑ μια τέτοια υπόσχεση θα μπορούσε να υπονομεύσει την ειρήνη και να επιβεβαιώσει το φόβο των Σουνιτών για ανατροπή του status quo. Βέβαια, μια τέτοια στροφή μπορεί να αποξενώσει τους Κούρδους και τους Σιίτες, γεγονός απαράδεκτο για τη Βαγδάτη.
Πως το αποτέλεσμα της μάχης θα επηρεάσει την κατάληξη του πολέμου;
Το τελευταίο και πιο σημαντικό ερώτημα είναι πώς η λειτουργία της Μοσούλης εντάσσεται στην ευρύτερη στρατηγική προσέγγιση των ΗΠΑ στον πόλεμο στο Ιράκ και τη Συρία. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει τη χρήση στρατιωτικής βίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ μπορούν να τα βάλουν με τους σκληροτράχηλους ιρακινούς πάλι , ακόμα και αν το “Ισλαμικό κράτος’’ βρίσκεται εκτός Μοσούλης.
Στην καλύτερη περίπτωση, η εμπειρία σχετικά με την καταπολέμηση των τζιχαντιστών θα οδηγήσει σε ένα είδος εθνο-θρησκευτικής επανεξισορρόπησης στο Ιράκ, αναγκάζοντας όλες τις πλευρές να κατανοήσουν την ανάγκη για μια διαρκή λύση που θα ξεπεράσει τα παράπονα του παρελθόντος. Αν οι ΗΠΑ μπορούν να κάνουν ‘’ποίμνιο’’ στη Μοσούλη μετά από την επικίνδυνη πρώιμη περίοδο και τη βία που την χαρακτήρισε, ίσως τελικά τα ενδιαφερόμενα μέρη να δείξουν προθυμία να κάνουν θυσίες στο όνομα της ειρήνης παρά να διακινδυνεύσουν την επιστροφή του ΙΚ.
Το πιο πιθανό σενάριο θέλει τον αγώνα για την πολιτική εξουσία να συνεχιστεί με την απειλή του πολέμου να παραμένει παρά τη μείωση της βίας. Το διαδίκτυο και οι λειτουργίες του βέβαια από την άλλη μπορεί να δράσει ως προς την αντιμετώπιση τους και να διαβρώσει τις δυνατότητες των τζιχαντιστών όπως ακριβώς είχε δράσει και κατά της Αλ Κάιντα στο Ιράκ (AQI) κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αλλά η διάλυση του Ι.Κ δεν είναι το ίδιο με τη δημιουργία νέων πολιτικών θεσμών, και η τραγική ιστορία του Ιράκ δείχνει ότι η οικοδόμηση του κράτους θα είναι μια μακρά και δύσκολη διαδικασία, που θα χαρακτηριστεί από βία, καθώς διαφορετικές ομάδες αγωνίζονται για την ασφάλεια αλλά και τη επικράτηση τους. Η απομάκρυνση του ΙΚ από την εξίσωση θα διευκολύνει τη διαδικασία, για την ώρα, αλλά δεν θα λύσει το βασικό πολιτικό πρόβλημα.
Ακόμα χειρότερο σενάριο είναι ότι το Ιράκ μπορεί να περιέλθει σε ένα ανανεωμένο κύκλο εμφυλίου πολέμου όπως με τους δυσαρεστημένους Σουνίτες οι οποίοι περιοδικά κάνουν συμμαχία με κάποια νέα ομάδα εναντίον της κυβέρνησης στη Βαγδάτη και τους Κούρδους στο βορρά, όπως ακριβώς οι σουνίτες έκαναν με την AQI και το ΙΚ στο παρελθόν. Αυτό το ζοφερό μέλλον είναι μια πιθανότητα σε περίπτωση που ο σουνιτικός πληθυσμός του Ιράκ θεωρήσει ότι απομονώνεται και μπαίνει στο περιθώριο. Στην πραγματικότητα, οι Σουνίτες μπορεί να δείξουν περισσότερη δυσαρέσκεια η οποία μπορεί να γίνει ακόμα πιο έντονη χωρίς την κοινή απόσπαση της προσοχής που υπάρχει λόγω του ΙΚ. Επίσης, το πρόβλημα της κυκλικής βίας επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι ένοπλες ομάδες θα μπορούν να βρίσκουν καταφύγιο κατά μήκος των συνόρων της Συρία, όπως έκαναν και οι Αφγανοί Ταλιμπάν στο Πακιστάν.
Από την άλλη, οι ΗΠΑ απλά μπορεί να μην είναι σε θέση να πετυχουν μια ειρήνη διαρκείας και ίσως τελικά δεν έχει σημασία πόσο καλά συσπειρώνει την περίεργη συμμαχία βαδίζοντας προς στη Μοσούλη. Στην πραγματικότητα, με δεδομένη την πολιτική αντιλαϊκή εναλλακτική λύση η επιστροφή μιας μεγάλης κατοχικής δύναμης των ΗΠΑ στη χώρα, θα μπορούσε να καταλήξει να μεταχειρίζεται το Ιράκ με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη Σομαλία: ως μια χώρα χωρίς κρατική υποδομή όπου οι αμερικανικές δυνάμεις χρησιμοποιούν περιστασιακά βία για να διαλύσουν τις τρομοκρατικές συναθροίσεις.
Αυτή είναι η γυμνή αλήθεια όπως είναι, αυτή η πιθανότητα χρήζει στενής εξέτασης καθώς η μάχη για τη Μοσούλη πλησιάζει.
*Joshua Rovner, έδρα John Goodwin – Διεθνείς Σχέσεις και Εθνική Ασφάλεια στο Southern Methodist University
Πηγή: The Brookings Institute
Μετάφραση: Αγγελική Μαξούρη