Η χρησιμοποίηση σιιτικών πολιτοφυλακών για την ανακατάληψη της πόλης Ραμάντι από τις δυνάμεις της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος κινδυνεύει να προκαλέσει νέα αιματοχυσία, εκτιμούν εν ενεργεία και μη αμερικανοί αξιωματούχοι, ωστόσο, τόσο η Ουάσινγκτον, όσο και η Βαγδάτη, φαίνεται ότι δεν έχουν εναλλακτική λύση.
Αμερικανός αξιωματούχος που δεν κατονομάζεται περιγράφει το Ραμάντι ως «πυριτιδαποθήκη» και δηλώνει ότι η χρησιμοποίηση σιιτικών παραστρατιωτικών δυνάμεων πρέπει να γίνει «με πολύ, πολύ μεγάλη προσοχή», διότι η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί «πολύ, πολύ άσχημα». Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρουν ότι υπάρχουν διαφωνίες στους κόλπους της αμερικανικής ηγεσίας για την ανάμειξη των σιιτικών πολιτοφυλακών, που έχουν σχέσεις με το Ιράν, που ενισχύει την επιρροή του ως περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή.
«Υπάρχουν άνθρωποι στην κυβέρνησή μας που θεωρούν ότι οποιαδήποτε ανάμειξη του Ιράν αποτελεί ανάθεμα. Υπάρχουν άλλοι που λένε ότι η σιιτική ανάμειξη θα πυροδοτήσει θρησκευτική βία. Υπάρχουν και άλλοι που λένε ότι αυτό δεν ισχύει», δήλωσε άλλος, επίσης μη κατονομαζόμενος αμερικανός αξιωματούχος.
Οι δυνάμεις των σιιτικών πολιτοφυλακών υπήρξαν αιχμή του δόρατος στην ανακατάληψη της πόλης του Τικρίτ από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους. Ομως, στη συνέχεια, και σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, ορισμένοι από τους σιίτες μαχητές επιδόθηκαν σε εμπρησμούς, λεηλασίες και άλλες βιαιότητες στη σουνιτική ιρακινή πόλη.
Αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών Πληροφοριών θεωρούν ότι είναι πιθανόν το ίδιο το Ισλαμικό Κράτος να εκμεταλλευθεί την ανάμειξη των σιιτικών πολιτοφυλακών για να ενσπείρει θρησκευτικό μίσος και στην περίπτωση της πόλης Ραμάντι. Ωστόσο, αμερικανοί αναλυτές θεωρούν ότι η κυβέρνηση του Ιράκ δεν φαίνεται να διαθέτει επαρκείς σουνιτικές στρατιωτικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσει την επίθεση για την ανακατάληψη του Ραμάντι.
Η Ουάσινγκτον δεν προσπάθησε να αποτρέψει ποτέ τον ιρακινό πρωθυπουργό Χαϊντέρ αλ Αμπάντι από τη χρησιμοποίηση σιιτικών παραστρατιωτικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους. «Πολεμάς με τον στρατό που διαθέτεις και αυτός είναι ο στρατός που διαθέτουν», δήλωσε ο αμερικανός αξιωματούχος.
Ο αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υποδέχθηκε θερμά τον περασμένο μήνα στην Ουάσινγκτον τον ιρακινό πρωθυπουργό, δίνοντάς του την υποστήριξή του στην προσπάθειά του να γεφυρώσει τις θρησκευτικές διαφορές για να συγκροτήσει έναν ισχυρό εθνικό στρατό κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Αμερικανός αξιωματούχος δηλώνει ότι η Ουάσινγκτον μπορεί να υποστηρίξει όλες τις συνιστώσες των στρατιωτικών δυνάμεων που συμμαχούν κατά του Ισλαμικού Κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι τελούν υπό τον έλεγχο της Βαγδάτης και υπάρχει σαφής κεντρική διοίκηση, έλεγχος, σχεδιασμός και συντονισμός.
Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές, όπως ο Τζον ΜακΚέιν και ο Λίντσεϊ Γκράχαμ, από τους σφοδρότερους επικριτές της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα, χαρακτήρισαν την πτώση του Ραμάντι «θλιβερή υπενθύμιση της αναποτελεσματικότητας της επιχείρησης των αεροπορικών επιδρομών» και της ευρύτερης απουσίας στρατηγικής. Εξέφρασαν επίσης ανησυχία για τη χρησιμοποίηση των σιιτικών πολιτοφυλακών στην επίθεση για την ανακατάληψη του Ραμάντι , θεωρώντας ότι τα επιχειρησιακά οφέλη θα υπερκαλυφθούν από τη στρατηγική ζημία που θα προκαλέσει η θρησκευτική βία και η καχυποψία μεταξύ των σουνιτών και των σιιτών.
«Καθώς ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε οι χώρες του Κόλπου έχουν την πρόθεση να αναπτύξουν χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις και με τον ιρακινό στρατό σε διάλυση, το Ιράκ δεν έχει επιλογές παρά να στραφεί προς τις σιιτικές πολιτοφυλακές», δηλώνει ο Μπρους Ρίντελ, του Brookings Institution, πρώην ειδικός της CIA για την περιοχή.
«Φυσικά, αυτό θα ερεθίσει τους σουνίτες, τόσο στο Ιράκ όσο και στη Σαουδική Αραβία, αλλά η Βαγδάτη δεν έχει άλλες αξιόπιστες επιλογές».