Η πτώση της Μοσούλης, τον Ιούνιο του 2014, θα μπορούσε να αποφευχθεί καθώς είχε επισημανθεί εγκαίρως ότι επίκειτο μια επίθεση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους εναντίον της δεύτερης σε μέγεθος πόλης του Ιράκ, όμως ο στρατός και η κυβέρνηση δεν χώρας δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, αναφέρεται σε μια κοινοβουλευτική έκθεση.
Η εξτρεμιστική σουνιτική οργάνωση έθεσε υπό τον έλεγχό της την πρωτεύουσα της επαρχίας Νινευή την 10η Ιουνίου 2014 γιατί ανώτατοι αξιωματικοί και αξιωματούχοι επέδειξαν ανικανότητα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη μάχη, σημειώνεται στην έκθεση αυτή όπου κατονομάζεται μεταξύ των υπευθύνων για την πανωλεθρία ο πρώην πρωθυπουργός και νυν αντιπρόεδρος του Ιράκ Νούρι αλ Μάλικι.
«Εκείνοι που είχαν ενημερωθεί για την κατάσταση όσον αφορά την ασφάλεια της επαρχίας γνώριζαν (…) ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε οπωσδήποτε» υπογραμμίζεται στην έκθεση που συντάχθηκε από μια κοινοβουλευτική επιτροπή και έχει κατατεθεί στις δικαστικές αρχές προκειμένου να ασκηθούν διώξεις εναντίον των υπευθύνων.
«Όλες οι πληροφορίες το ανέφεραν με σαφήνεια» και «η μοναδική έκπληξη ήταν η ταχύτητα με την οποία διαλύθηκαν οι μονάδες» του τακτικού στρατού. «Η αξιοθρήνητη απόδοση των διοικητών (…) εξανέμισε και την τελευταία ελπίδα αντίστασης στην πόλη. Οι διοικητές διέπραξαν σοβαρά λάθη που επιτάχυναν την κατάρρευση» του στρατού, συνεχίζει η έκθεση.
Ο Μάλικι, που τότε ήταν πρωθυπουργός, δεν είχε εκτιμήσει τον κίνδυνο επειδή βασιζόταν σε «λανθασμένες πληροφορίες» τις οποίες δεν επαλήθευε και είχε αφήσει στους στρατιωτικούς διοικητές τη λήψη αποφάσεων για τις επιχειρήσεις τους. Ταυτοχρόνως όμως, είχε επιλέξει διοικητές «ακατάλληλους», ικανούς μόνο για «κάθε είδους διαφθορά». Στρατιώτες και αστυνομικοί έδιναν μέρος του μισθού τους στους ανωτέρους τους για να μπορούν να απουσιάζουν από τα καθήκοντά τους, αφήνοντας έτσι τις μονάδες τους υποστελεχωμένες.
Επιπλέον, οι στρατιώτες δεν είχαν κάνει ούτε τη βασική εκπαίδευση και δεν διέθεταν τα κατάλληλα όπλα, συνεχίζει η έκθεση, που δεν δόθηκε στη δημοσιότητα, αλλά το Γαλλικό Πρακτορείο εξασφάλισε αντίγραφό της.
Τρεις ημέρες πριν από την πτώση της Μοσούλης ο Μάλικι έστειλε στην πόλη τον στρατηγό Αμπούντ Κάνμπαρ, τον υπαρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον στρατηγό Άλι Γαϊντάνε. Ο στρατηγός Κάνμπαρ ωστόσο δεν έκανε ορθή εκτίμηση της κατάστασης και είναι υπεύθυνος για τη «μεγάλη σύγχυση» που ακολούθησε. Τη νύχτα προτού πέσει η Μοσούλη ο στρατηγός αποσύρθηκε στα δυτικά τη πόλης με «περισσότερα από 30 τεθωρακισμένα οχήματα», γεγονός που έπληξε σημαντικά το ηθικό των στρατιωτών. Το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποίησε αυτήν την κίνηση για να προπαγανδίσει ότι οι διοικητές εγκαταλείπουν την πόλη.
Ο στρατηγός Γαϊντάνε, από την άλλη, αντί να ενισχύσει τις δυνάμεις που βρίσκονταν στην πόλη και να τις εξοπλίσει καλύτερα, αποφάσισε να τις αποσύρει από τη Νινευή και να τις αναπτύξει σε άλλες επαρχίες. Δεν φρόντισε ούτε καν να ελέγξει τους δρόμους, ιδίως εκείνον που συνδέει τη Βαγδάτη με τη Νινευή, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο τμήμα του να πέσει στα χέρια του ΙΚ.
Ο τότε υπουργός Άμυνας Σάαντουν αλ Ντουλάιμι «δεν παρακολουθούσε τις εξελίξεις (…) επειδή ήταν επικεντρωμένος (στα τεκταινόμενα) στην επαρχία Αλ Άνμπαρ», στα δυτικά.