Νίκη για το Ισραήλ, πλήγμα για τους Παλαιστίνιους: η αλλαγή πολιτικής των ΗΠΑ αναφορικά με το καθεστώς των εβραϊκών οικισμών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη διχάζει και πάλι τους πρωταγωνιστές της σύγκρουσης αυτής που δεν φαίνεται να έχει τέλος.
Η πολιτική τάξη, μεγάλο μέρος του ισραηλινού Τύπου και οι κάτοικοι των εβραϊκών οικισμών είναι ακόμη σήμερα ενθουσιασμένοι μετά την απόφαση της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ για τους οικισμούς του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Η απόφαση που προκάλεσε αντιδράσεις
Η απόφαση αυτή «αντικατοπτρίζει μια ιστορική αλήθεια: ότι οι Εβραίοι δεν είναι ξένοι εποικιστές στην Ιουδαία- Σαμάρια (βιβλικό όνομα που χρησιμοποιείται στο Ισραήλ για τη Δυτική Όχθη», δήλωσε ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Αφού αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και ένα μέρος των Υψιπέδων του Γκολάν ως μέρος του Ισραήλ, ο Λευκός Οίκος θεωρεί πλέον ότι οι ισραηλινοί οικισμοί στη Δυτική Όχθη «δεν αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο».
Με αυτό τον τρόπο η Ουάσινγκτον αλλάζει όχι μόνο την πολιτική της, αλλά αντιβαίνει και στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως η 2334, που θεωρούν τους εβραϊκούς οικισμούς «παραβίαση του ανθρωπιστικού διεθνούς δικαίου», θέτοντας «σε σοβαρό κίνδυνο» τη λύση των δύο κρατών.
Η ισραηλινή πολιτική για την Δυτική όχθη
Ο ισραηλινός εποικισμός στη Δυτική Όχθη συνεχίζεται υπό όλες τις ισραηλινές κυβερνήσεις μετά το 1967, όμως τα τελευταία χρόνια έχει επιταχυνθεί υπό την πρωθυπουργία Νετανιάχου και με την ανοχή της Ουάσινγκτον.
Σήμερα περισσότεροι από 400.000 Ισραηλινοί ζουν στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, μια κατακερματισμένη περιοχή όπου ζουν επίσης 2,7 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι.
«Παρά τη χαρά που προκαλεί αυτή η απόφαση στο Ισραήλ, αυτή η σημαντική απόφαση είναι πάνω απ’ όλα συμβολική και σίγουρα δεν θα την ακολουθήσει η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα», αναφέρει στο σημερινό της φύλλο η ισραηλινή εφημερίδα Yediot Aharonot.
«Ωστόσο η απόφαση αυτή ενδέχεται να εκληφθεί από το Ισραήλ ως πράσινο φως για συνέχιση της επέκτασης των οικισμών και του σχεδίου του για προσάρτηση (των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών)», συνέχισε η εφημερίδα.
Ο Νετανιάχου είχε δεσμευθεί τον Σεπτέμβριο να προχωρήσει άμεσα στην προσάρτηση της κοιλάδας της Ιορδανίας, μια στρατηγική περιοχή που αποτελεί λίγο λιγότερο από το ένα τρίτο της Δυτικής Όχθης, αν διατηρήσει την πρωθυπουργία.
Η ανακοίνωση της Ουάσινγκτον γίνεται την ώρα που ο αντίπαλος του Νετανιάχου, ο Μπένι Γκαντς, που επίσης τάσσεται υπέρ της προσάρτησης της κοιλάδας της Ιορδανίας, έχει περιθώριο μέχρι αύριο Τετάρτη για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Για να το πετύχει αυτό χωρίς τη στήριξη του Νετανιάχου ο Γκαντς πρέπει να βασιστεί στη στήριξη των Αράβων βουλευτών. Αν και ο ίδιος χαιρέτισε «τη σταθερή στήριξη» της Ουάσινγκτον στο Ισραήλ, τα αραβικά ισραηλινά κόμματα κατήγγειλαν την απόφασή της.
Θλίψη στη Ραμάλα
Το ίδιο έκαναν και Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι που επίσης καταδίκασαν την απόφαση Τραμπ, ο οποίος αναμένει τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Ισραήλ για να παρουσιάσει το σχέδιό του για ειρήνευση στη Μέση Ανατολή.
«Έχουμε ήδη ξεκινήσει συνομιλίες στον ΟΗΕ προκειμένου να παρουσιάσουμε ένα προσχέδιο απόφασης στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Αναμένουμε το βέτο της Ουάσινγκτον, αλλά παρόλα αυτά θα προχωρήσουμε», δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής διαπραγματευτής των Παλαιστινίων Σαέμπ Ερεκάτ.
«Οι ΗΠΑ θα ασκήσουν βέτο στο διεθνές δίκαιο», συνέχισε ο ίδιος σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε από τη Ραμάλα, όπου είναι η έδρα της Παλαιστινιακής Αρχής. «Θέλουν να μας γονατίσουν (…) αλλά θα μείνουμε όρθιοι».
Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου «επιβεβαιώνει την εκτίμηση της Παλαιστίνης για την κυβέρνηση Τραμπ, ότι αποτελεί απειλή για τη διεθνή ειρήνη διότι είναι συνεργός στα εγκλήματα του Ισραήλ», σχολίασε η Χανάν Ασράουι της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Για τον Όφερ Ζάλτσμπεργκ, αναλυτή στο International Crisis Group, οι Παλαιστίνιοι, οι αραβικές χώρες και οι Ευρωπαίοι «χάνουν την εμπιστοσύνη τους» στις ΗΠΑ ως «μεσολαβητή» στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση, ενώ οι κάτοικοι των εβραϊκών οικισμών νιώθουν ικανοποιημένοι.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία Reuters