Γράφει ο
Ευάγγελος Διαμαντόπουλος
MA Middle East Studies
Η Χερσόνησος του Σινά αποτελεί την έδρα της τρομοκρατικής οργάνωσης “Επαρχία του Σινά”, πρώην Ανσάρ Μπέιτ αλ-Μάγκντις, που από το Νοέμβριο του 2014 δήλωσε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος. Η αναβάθμιση των τοπικών τζιχαντιστών είναι εμφανής από τη σφοδρότητα των επιθέσεών τους και τη διεύρυνση των περιοχών που δρουν τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την απομάκρυνση του ισλαμιστή Προέδρου Μόρσι από το Στρατάρχη Σίσι. Χτυπήματα έχουν λάβει χώρα στο Κάιρο, στη νότια Αίγυπτο, στο Δέλτα του Νείλου και στη δυτική έρημο, δηλαδή εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το Σινά. Ο αιγυπτιακός στρατός έχει απαντήσει με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα στην απειλή των φανατικών χωρίς όμως να έχει καταφέρει ακόμα να τους εξαλείψει ή έστω να τους περιορίσει εντυπωσιακά ενώ εκατοντάδες μέλη των ενόπλων δυνάμεων έχουν πέσει στην μάχη κατά της τρομοκρατίας. Η “Επαρχία του Σινά” αποτελεί το νεότερο και μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις στη σύγχρονη ιστορία της χώρας των Πυραμίδων.
Η αναβάθμιση των ικανοτήτων των τρομοκρατών οδήγησε τον Πρόεδρο Σίσι να διατάξει πριν από μερικούς μήνες τη συγκρότηση μιας ενιαίας στρατιωτικής διοίκησης για την πάταξη της τρομοκρατίας στην περιοχή ανατολικά από τη διώρυγα του Σουέζ. Ο Στρατηγός Ασκαρ ορίστηκε επικεφαλής των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων της δεύτερης και τρίτης στρατιάς που δραστηριοποιούνται στο βόρειο Σινά και το Δέλτα του Νείλου καθώς και στο νότιο Σινά και το Σουέζ αντίστοιχα. Οι επιχειρήσεις επικεντρώνονται κυρίως σε μέρη του βόρειου Σινά που ενώ αποτελούν μόνο το 10% της Χερσονήσου, είναι οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές αφού λόγω κλίματος και εδάφους επιτρέπουν την ανάπτυξη της γεωργίας. Συγκεκριμένα, στη μεθοριακή πόλη Σεϊχ Ζουέϊντ και τα χωριά γύρω της καθώς και στη γειτονική Ράφα, στη μεριά της Παλαιστίνης, φαίνεται να υπάρχουν σημαντικοί θύλακες των τρομοκρατών. Πράγματι, η πλειοψηφία των τρομοκρατικών κτυπημάτων έχει λάβει χώρα στα βόρεια παράλια μεταξύ του αλ-Αρίς, της μεγαλύτερης πόλης του Σινά, και της Ράφα εναντίον κυρίως στρατιωτικών στόχων αλλά και κατά αγωγών φυσικού αερίου και του Ισραήλ. Ο στρατός έχει εξοντώσει πάνω από 3000 Ισλαμιστές και έχει γκρεμίσει γύρω στα 5000 σπίτια στην περιοχή για να καθαρίσει τα σύνορα και τα παράνομα υπόγεια τούνελ που τα διαπερνούν χωρίς όμως να μπορέσει να επιβάλλει την τάξη όπως μαρτυρούν οι πρόσφατες επιθέσεις των τζιχαντιστών.
Στις αρχές Ιουλίου η “Επαρχία του Σινά” εξαπέλυσε συντονισμένα 15 ταυτόχρονες πολύωρες και πολύνεκρες επιθέσεις σε στρατιωτικούς στόχους που έληξαν μόνο μετά την επέμβαση της αιγυπτιακής αεροπορίας με F-16 και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Τα αεροπορικά κτυπήματα ήταν ευτυχώς ιδιαίτερα ακριβή, με ελάχιστες απώλειες πολιτών, και έτρεψαν τους ισλαμιστές σε φυγή. Η τρομοκρατική οργάνωση όμως, χρησιμοποίησε αναβαθμισμένα οπλικά συστήματα που εξέπληξαν και θορύβησαν τους στρατιωτικούς. Οι τζιχαντιστές κατάφεραν να αποκρούσουν την αρχική επέμβαση με ελικόπτερα Απάτσι του αιγυπτιακού στρατού επιστρατεύοντας κατευθυνόμενα αντιαεροπορικά βλήματα. Οι επιθέσεις τους περιείχαν ακόμα βαριά πολυβόλα, ρουκέτες Grad, ελαφρούς όλμους, αντιαρματικές ρουκέτες και διαφόρων ειδών αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς όπως παγιδευμένα αυτοκίνητα και τηλεκατευθυνόμενες βόμβες με τα οποία χτύπησαν και το αεροδρόμιο του αλ-Αρις. Πάνω από 300 ισλαμιστές πήραν μέρος στην περίπου δωδεκάωρη μάχη. Εν τω μεταξύ, χρησιμοποιώντας ελεύθερους σκοπευτές, ελαφρά πυροβόλα και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς κατάφεραν να αποκόψουν προσωρινά τις στοχοποιημένες θέσεις από τις ενισχύσεις των ενόπλων δυνάμεων. Κατά την οπισθοχώρησή τους, ναρκοθέτησαν τις εξόδους διαφυγής τους για να αποκρούσουν τις προσπάθειες εντοπισμού τους.
Είναι ξεκάθαρο πως η “Επαρχία του Σινά” αποσκοπεί στην πρόκληση και τη διατήρηση των συγκρούσεων με τις ένοπλες δυνάμεις σε ένα μακροχρόνιο και δαπανηρό πόλεμο φθοράς. Βασίζεται κυρίως σε ανατρεπτικές τακτικές για να μειώσει το ηθικό και να αυξήσει το κόστος του πολέμου για το καθεστώς του Σίσι. Χτυπώντας τις δυνάμεις ασφαλείας και τα τοπικά δίκτυα υποστήριξης και πληροφοριών τους, οι ισλαμιστές δεν προσπαθούν να πετύχουν μια ταχεία στρατιωτική νίκη αλλά να κάμψουν τη βούληση του κράτους να πολεμά εναντίον τους ώστε, σε πρώτη φάση, να εξασφαλίσουν κάποια προπύργια στην περιοχή. Το πρόβλημα είναι πως η συχνά επιθετική και τυφλά βίαιη αντίδραση του στρατού στο Σινά όχι μόνο δεν είναι αρκετή αλλά διευκολύνει τους ισλαμιστές να κερδίσουν νέα μέλη και συμπαθούντες. Παραδείγματος χάριν, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας παίρνουν σκληρά μέτρα ενάντια σε ολόκληρα χωριά βεδουίνων επειδή λίγοι κάτοικοί τους συνεργάστηκαν με τους τζιχαντιστές ή γκρεμίζουν χιλιάδες σπίτια κοντά στα σύνορα με τη Γάζα για να ελέγχουν καλύτερα την περιοχή, δημιουργείται ένα ισχυρό αίσθημα απέχθειας ενάντια στο κράτος. Οι ακούσιες απώλειες αμάχων επίσης, από τις επιχειρήσεις του στρατού ενάντια στο αιγυπτιακό παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους οδηγούν αρκετούς κατοίκους, που ζητούν εκδίκηση, στις τάξεις των ενόπλων.
Το Κάιρο έχει διαχρονικά παραμελήσει τους βεδουίνους δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ φτώχειας και αναλφαβητισμού ενώ τα αρνητικά στερεότυπα για αυτούς και η άρνηση να τους δεχτούν στο στρατό και την αστυνομία αποξενώνει περαιτέρω τις τοπικές φυλές δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τη δράση του Ισλαμικού Κράτους. Οι ισλαμιστές όμως δεν αρκούνται στο να καλωσορίζουν τους νεοσύλλεκτους αλλά φροντίζουν να σπέρνουν τον φόβο και σε όποιον διάκειται θετικά προς την κυβέρνηση, με πιο ακραίο παράδειγμα την πρακτική τους να πετούν τα αποκεφαλισμένα πτώματα όσων θεωρούν εχθρούς στην άκρη των δρόμων για παραδειγματισμό. Οπότε ο στρατός χάνει πολύτιμους πληροφοριοδότες από τον τοπικό πληθυσμό αφού ακόμα και αυτοί που είναι εχθρικοί προς τους τζιχαντιστές φοβούνται να βοηθήσουν. Πέρα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις λοιπόν, η προστασία των πολιτών, η δικαιοσύνη, η ενσωμάτωση ντόπιων στις δυνάμεις ασφαλείας και η οικονομική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι ψηλά στην ιεράρχηση των στόχων των ενόπλων δυνάμεων για να αφαιρέσουν από τον τόπο των Φαραώ το καρκίνωμα του Ισλαμικού Κράτους πριν εξαπλωθεί όπως στη Συρία και το Ιράκ.