Στις 14 Μαΐου 1940, η Luftwaffe (γερμανική αεροπορία) θα πραγματοποιήσει σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό της Ολλανδικής πόλης του Ρότερνταμ, κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ολλανδία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στόχος ήταν να υποστηριχθούν τα γερμανικά στρατεύματα που μάχονταν στην πόλη, να καμφθεί η αντίσταση των Ολλανδών και να τους αναγκάσει να παραδοθούν.
Ακόμα κι αν προηγούμενες διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει σε εκεχειρία, ο βομβαρδισμός παρ’ όλα αυτά πραγματοποιήθηκε, σε συνθήκες που παραμένουν αμφιλεγόμενες, και κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρο το ιστορικό κέντρο της πόλης, σκοτώνοντας σχεδόν 900 ανθρώπους και δημιουργώντας περίπου άλλους 85.000 άστεγους.
Η ψυχολογική και ουσιαστική επιτυχία της επιδρομής, από τη γερμανική σκοπιά, οδήγησε την Ανώτατη Διοίκηση της Luftwaffe (Oberkommando der Luftwaffe, OKL) να απειλεί να καταστρέψει την πόλη της Ουτρέχτης, εάν η ολλανδική κυβέρνηση δεν παραδινόταν. Οι Ολλανδοί συνθηκολόγησαν νωρίς το επόμενο πρωί.
Ιστορικό Υπόβαθρο
Έχοντας σαφή στρατιωτική υπεροπλία, οι Γερμανοί σκόπευαν να προβούν σε κατάκτηση της χώρας, αρχικά αποκτώντας τον έλεγχο στρατιωτικών και στρατηγικών στόχων, όπως αεροδρόμια, γέφυρες και δρόμοι και χρησιμοποιώντας τους στη συνέχεια προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας.
Η εισβολή στην Ολλανδία πρωτοαναφέρεται στις 9 Οκτωβρίου 1939, όταν ο Χίτλερ ανέφερε ότι «πρέπει να γίνουν προετοιμασίες για επιθετική δράση στη βόρεια πλευρά του δυτικού μετώπου, διασχίζοντας τις περιοχές του Λουξεμβούργου, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Η επίθεση αυτή πρέπει να διεξαχθεί το ταχύτερο και με τη μέγιστη δυνατή ισχύ».
Η Βέρμαχτ τελικά επιτέθηκε στην Ολλανδία τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Μαΐου 1940. Η επίθεση ξεκίνησε με τη Λουφτβάφε να διασχίζει τον ολλανδικό εναέριο χώρο, δίνοντας την εντύπωση ότι τελικός στόχος ήταν η Βρετανία. Τα αεροσκάφη, όμως, έκαναν στροφή πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα και επέστρεψαν επιτιθέμενα από τα δυτικά, κάνοντας ρίψη αλεξιπτωτιστών στα αεροδρόμια της ναυτικής βάσης του Φάλκενμπουρχ (Valkenburg) και του Όκενμπουρχ (Ockenburg), κοντά στην έδρα της ολλανδικής κυβέρνησης και στο παλάτι στη Χάγη, εκκινώντας έτσι τη Μάχη της Χάγης.
Η Μάχη του Ρότερνταμ
Η κατάσταση στο Ρότερνταμ το πρωινό της 13ης Μαΐου 1940 ήταν στάσιμη, όπως και τις τρεις προηγούμενες ημέρες. Η ολλανδική φρουρά, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Σχάρροο (Scharroo) κρατούσε τη βόρεια όχθη του ποταμού Νιούε Μάας, ο οποίος διασχίζει την πόλη, και εμπόδιζε τη γερμανική προέλαση. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν οι αερομεταφερόμενες του στρατηγού Κουρτ Στούντεντ και οι νεοαφιχθείσες χερσαίες δυνάμεις του στρατηγού Ρούντολφ Σμιτ (Rudolf Schmidt), οι οποίες αποτελούνταν κυρίως από άνδρες της 9ης Μεραρχίας Πάντσερ και της Leibstandarte Adolf Hitler, ενός μηχανοκίνητου συντάγματος των Waffen-SS.
Ο Βομβαρδισμός
Ο Σμιτ χρησιμοποίησε την απειλή της καταστροφής της πόλης για να αναγκάσει τον συνταγματάρχη Σχάροο να παραδώσει την πόλη. Το Ρότερνταμ, που αποτελούσε τον μεγαλύτερο βιομηχανικό στόχο στην Ολλανδία και ήταν ζωτικής στρατηγικής σημασίας για τους Γερμανούς, επρόκειτο να βομβαρδιστεί. Ο Σχάρροο αρνήθηκε και αντέτεινε διαπραγματεύσεις. Η απαρχή του βομβαρδισμού είχε οριστεί για τις 13:20΄ ώρα Ολλανδίας.
Ο Σμιτ ανέβαλε ένα δεύτερο τελεσίγραφο για τις 16:20΄. Ωστόσο, ενώ ο Ολλανδός διαπραγματευτής διέσχιζε την Βίλεμσμπρουχ για να μεταδώσει τις πληροφορίες του, ακούστηκε ο ήχος των βομβαρδιστικών: Συνολικά 90 αεροσκάφη της Kampfgeschwader 54 (πτέρυγας μάχης αρ. 54) είχαν σταλεί εναντίον της πόλης.
Ο Στούντεντ επικοινώνησε μέσω ασυρμάτου για να αναβάλει την προγραμματισμένη επίθεση. Ωστόσο, όταν το μήνυμα έφθασε στη διοίκηση της 54ης πτέρυγας μάχης, ο σμηναγός Βάλτερ Λάκνερ (Walter Lackner) είχε ήδη προσεγγίσει την πόλη με το αεροσκάφος του και ήταν εκτός εμβέλειας: Καθώς η ομίχλη και ο καπνός μισόκρυβαν τον στόχο, ο Λάκνερ, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι ο στόχος θα επλήττετο, έφερε το σμήνος του σε ύψος κάτω των 700 ποδών. Οι γερμανικές δυνάμεις στη Noordereiland έριξαν φωτοβολίδες σήμανσης για να εμποδίσουν τον βομβαρδισμό τους από φίλιες δυνάμεις και έτσι 24 αεροσκάφη, υπό τον υποσμηναγό Όττο Χένε (Otto Höhne), που έφθαναν από τα νότια, ανέκοψαν την επίθεσή τους. Ο μεγαλύτερος όμως σχηματισμός, που έφθανε από τα βορειοανατολικά, αδυνατώντας να επισημάνει τις ερυθρές φωτοβολίδες που είχαν ριφθεί στη νότια πλευρά της πόλης, πραγματοποίησε την επιδρομή του κανονικά. Πενήντα τέσσερα βομβαρδιστικά He-111s κατέβηκαν σε χαμηλό ύψος, εξαπολύοντας 97 τόννους βομβών, τις περισσότερες στο κέντρο της πόλης.
Το γιατί ο σχηματισμός δεν έλαβε τη διαταγή να σταματήσει τον βομβαρδισμό νωρίτερα, παραμένει αμφιλεγόμενο. Ο σμηναγός Λάκνερ, του μεγαλύτερου σχηματισμού, ισχυρίστηκε ότι τα πληρώματα των αεροσκαφών του αδυνατούσαν να εντοπίσουν τις κόκκινες φωτοβολίδες λόγω χαμηλής ορατότητας που οφειλόταν τόσο στην υγρασία της ατμόσφαιρας όσο και στον καπνό που αναδυόταν από τις καιόμενες κατασκευές και, συνεπώς, έπρεπε να κατέβουν στα 2.000 πόδια. Αλλά οι κόκκινες φωτοβολίδες, που ο Λάκνερ δεν κατάφερε να δει, μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί από τις επίγειες γερμανικές δυνάμεις για να αποφύγουν φίλια πυρά. Επίσημη γερμανική διαταγή είχε ορίσει αυτό το χρώμα φωτοβολίδων για παρόμοιο σκοπό.
Συνολικά στην πόλη έπεσαν 1.1.50 βόμβες των 50 λιβρών και 158 βόμβες των 250 λιβρών, κυρίως στο κατοικημένο προάστιο Κράλινγκεν και στο μεσαιωνικό κέντρο της πόλης. Οι περισσότερες από αυτές κτύπησαν και πυρπόλησαν κτίρια, προκαλώντας ανεξέλεγκτες πυρκαϊές, που επιδεινώθηκαν τις επόμενες ημέρες από τους αυξανόμενους σε ένταση ανέμους και τελικά οδήγησαν σε θύελλα.
Ο Έντουαρντ Χούτον (Edward Hooton) αναφέρει ότι από τις βόμβες ανεφλέγησαν δεξαμενές πετρελαίου στις αποβάθρες, προκαλώντας την εξάπλωση της πυρκαϊάς στο κέντρο της πόλης, προξενώντας τεράστια καταστροφή.
Αν και οι ακριβείς αριθμοί δεν έχουν γίνει γνωστοί, περίπου 1.000 άτομα σκοτώθηκαν και 85.000 έμειναν άστεγα. Περίπου 2,6 τετραγωνικά χιλίομετρα της πόλης ισοπεδώθηκαν. 24.978 οικίες, 24 εκκλησίες, 2.320 καταστήματα, 775 αποθήκες και 62 σχολεία καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Δείτε παρακάτω βίντεο από την μάχη και τον βομβαρδισμό του Ρότερνταμ: