Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής είναι να κατανοήσει κανείς τα αληθινά κίνητρα για τις ενέργειες ενός κράτους. Κανείς δεν γνωρίζει τι θέλει να κάνει ο πρόεδρος Πούτιν στην Ουκρανία – ίσως ούτε καν ο ίδιος. Η συμφωνία που υπεγράφη την περασμένη Πέμπτη στη Γενεύη ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία είναι ανοιχτή σε ερμηνείες.
Πάρτε τη φράση: «Όλες οι παράνομες ένοπλες ομάδες πρέπει να αφοπλιστούν». Από ποιον; Η Δύση πιστεύει ότι οι ένοπλοι που έχουν καταλάβει κτίρια σε μια σειρά από πόλεις υποκινούνται και εκπαιδεύονται από τη Ρωσία. Το Κρεμλίνο το αρνείται. Οι ακτιβιστές δεν υποχωρούν. Ένας εκπρόσωπός τους είπε ότι θα κάνουν πίσω μόνο αν αλλάξει η κυβέρνηση του Κιέβου.
Σε ένα άλλο σημείο, η συμφωνία της Γενεύης αναφέρει ότι «η συνταγματική διαδικασία θα είναι διαφανής και επαληθεύσιμη». Για τη Ρωσία, αυτό σημαίνει ότι η Ουκρανία θα μετατραπεί σε ένα ουδέτερο κράτος. Η κυβέρνηση του Κιέβου δεν αποκλείει την προοπτική της ένταξης στην ΕΕ.
Μακροπρόθεσμα, γράφει ο Chris Huhne στην Γκάρντιαν, μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός που να προβλέπει αποκέντρωση, ουδετερότητα, ένταξη στην ΕΕ αλλά όχι και στο ΝΑΤΟ. Η Φινλανδία και η Σουηδία αποτελούν δύο παραδείγματα γι’ αυτό το μοντέλο. Ο Πούτιν πρέπει να παραδεχθεί, όμως, ότι ο χειρισμός της ουκρανικής κρίσης επανέφερε στο προσκήνιο την ένταξη και των δύο αυτών σκανδιναβικών χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία.
Κι αν ο ρώσος πρόεδρος έχει μεγαλύτερες φιλοδοξίες; Η τηλεοπτική συνέντευξη που έδωσε πριν από τη συμφωνία της Γενεύης ήταν ανησυχητική. Εξέφρασε την ελπίδα ότι δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες που του έδωσε το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας για να εισβάλει στην Ουκρανία, πρόσθεσε όμως ότι «όλα αυτά τα εδάφη παραδόθηκαν τη δεκαετία του ’20 από τη σοβιετική κυβέρνηση. Μόνο ο Θεός ξέρει γιατί έγινε αυτό». Ο Πούτιν χρησιμοποίησε επίσης τον παλιό όρο «Νέα Ρωσία», αναφερόμενος στο τόξο των περιοχών της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας.
Η Κριμαία μεταφέρθηκε στην Ουκρανία το 1954. Η «νέα Ρωσία», όμως, είναι μέρος της Ουκρανίας για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Αν μια συνοριακή διευθέτηση της δεκαετίας του ’20 τίθεται τώρα υπό αμφισβήτηση, η Ευρώπη και η Μέση Ανατολή μπορεί να μετατραπούν σε πυριτιδαποθήκες. Τα περισσότερα διεθνή σύνορα της Ευρώπης χρονολογούνται από το 1919, όταν διαμελίστηκαν η γερμανική, η αυστροουγγρική και η τουρκική αυτοκρατορία. Σήμερα, ο καμβάς των εθνοτικών και γλωσσικών μειονοτήτων αποκλείει τα «καθαρά» σύνορα.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, γερμανόφωνοι πληθυσμοί στο ανατολικό Βέλγιο και το Νότιο Τιρόλο. Υπάρχουν ουγγρικές μειονότητες στη Σλοβακία και τη Ρουμανία. Υπάρχουν ρωσόφωνοι σε όλες τις βαλτικές χώρες και την Ουκρανία και φινλανδικές μειονότητες στη Ρωσία. Σύμφωνα με μία έρευνα, υπάρχουν 87 «ευρωπαϊκοί λαοί», από τους οποίους μόνο 33 συνιστούν πλειοψηφίες στα κράτη όπου κατοικούν. Από τα 770 εκατομμύρια Ευρωπαίων, τα 105 είναι «εθνικές μειονότητες».
Είναι έτσι πολύ επικίνδυνο να παίζουμε με τα σύνορα της Ευρώπης, επισημαίνει ο αρθρογράφος της Γκάρντιαν. Ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της Εσθονίας Τόμας Χέντρικ Ιλβες υπενθύμισε πρόσφατα την προσάρτηση της Σουδητίας από τον Χίτλερ, την οποία οι Βρετανοί και οι Γάλλοι επικύρωσαν με τη συμφωνία του Μονάχου, το 1938.
Ο Πούτιν δεν είναι βέβαια Χίτλερ, είναι όμως ένας πρώην πράκτορας της KGB και ένας αυθεντικός ρώσος εθνικιστής. Αν οι απόψεις του για την Ουκρανία εφαρμόζονταν σε όλη την Ευρώπη, θα επικρατούσε αναταραχή και αιματοχυσία.
Οι θέσεις του Πούτιν έρχονται σε αντίφαση με τη δέσμευση που ανέλαβε η Ρωσία το 1994 να σεβαστεί τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Αυτά που λέει για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, επίσης, έρχονται σε αντίφαση με τη θέση του για την Τσετσενία, την οποία θεωρεί αναπόσπαστο μέρος της Ρωσίας.
Η ρωσική πολιτική στην Τσετσενία ήταν αιματηρή και ωμή. Ο συντηρητικός Πούτιν της Τσετσενίας είναι όμως ένας ασφαλέστερος γείτονας από τον ριζοσπάστη Πούτιν της Ουκρανίας. Αν ο ευρωπαϊκός εθνικισμός αφυπνιστεί, δεν θα γαβγίζει, θα δαγκώνει.
Πηγή: The Guardian