Στις 11 Μαρτίου του 2011 η Ιαπωνία ζούσε τη μεγαλύτερη τραγωδία που βίωσε ποτέ μετά τον πόλεμο. Πέντε χρόνια μετά το δυστύχημα στον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα, δύο οργανώσεις γιατρών προειδοποιούν σε σχετική έκθεσή τους που δόθηκε στη δημοσιότητα στις ΗΠΑ ότι μπορεί να εμφανιστούν 10.000 επιπλέον κρούσματα καρκίνου στη χώρα λόγω της ραδιενέργειας.
Η μελέτη, που έκαναν οι δύο οργανώσεις γιατρών που αγωνίζονται κατά της πυρηνικής ενέργειας «Physicians for social responsibility» (PSR) και «International Physicians for the Prevention of Nuclear War» (IPPN), στηρίχθηκε, όπως επισημαίνουν οι μκο, στα επιστημονικά και ιατρικά δεδομένα που υπάρχουν για τα παιδιά, το προσωπικό που μετείχε στις επιχειρήσεις καθαρισμού και για τα μέλη των σωστικών συνεργείων, όπως και τον πληθυσμό της Ιαπωνίας εν γένει.
Σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξαν, 116 παιδιά στην περιφέρεια της Φουκουσίμα έχουν ήδη διαγνωστεί με μια επιθετική ή άλλη μορφή καρκίνου του θυρεοειδούς. Σε έναν πληθυσμό αυτού του μεγέθους καταγράφεται φυσιολογικά ένα ως πέντε κρούσματα το χρόνο, επισημαίνεται στην έκθεση.
Παράλληλα όσον αφορά το προσωπικό καθαρισμού και τα μέλη των σωστικών συνεργείων «περισσότεροι από 25.000 άνθρωποι έλαβαν τις πιο υψηλές δόσεις ακτινοβολίας οι οποίες εγκυμονούν σημαντικούς κινδύνους για την υγεία τους», σύμφωνα με τις μη κυβερνητικές αυτές οργανώσεις.
Τα στοιχεία που δόθηκαν από την εταιρεία διαχείρισης του σταθμού της Φουκουσίμα, την TEPCΟ, δείχνουν ότι περίπου 100 εργαζόμενοι στον σταθμό θα εμφανίσουν καρκίνο λόγω των υπερβολικών δόσεων ακτινοβολίας στην οποία εκτέθηκαν και ότι περίπου 50 από αυτά τα κρούσματα θα είναι θανατηφόρα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση των δύο μκο, οι δόσεις ραδιενέργειας στην οποία εκτέθηκαν μπορεί να ήταν πολύ πιο υψηλές, ενώ επίσης, όπως επισημαίνουν, στα δεδομένα για τους υπαλλήλους μπορεί να μην έχουν ληφθεί υπόψη αυτοί που εργάζονταν προσωρινά στον σταθμό.
Τέλος όσον αφορά το σύνολο του πληθυσμού της χώρας, αυτός εκτέθηκε σε αυξημένες δόσεις ακτινοβολίας από τα ραδιενεργά κατάλοιπα όπως και το νερό και τα τρόφιμα που μολύνθηκαν, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης.
Αυτό βάσει των υπολογισμών τους μεταφράζεται σε έναν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κρουσμάτων καρκίνου σε όλη την Ιαπωνία, τα οποία υπολογίζονται από 9.600 ως 66.000, ανάλογα με τις δόσεις ραδιενέργειας στην οποία εκτέθηκαν.
«Τα επακόλουθα για τη δημόσια υγεία της Φουκουσίμα θα στοιχειώνουν την Ιαπωνία για χρόνια και αυτή η κληρονομιά δεν θα πρέπει να κρυφτεί κάτω από το χαλί από τους υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας», σημειώνει η γιατρός Κάθριν Τόμασον, η οποία συνέταξε μαζί με άλλους την έκθεση αυτή και είναι επίσης διευθύντρια των Physicians for Social Responsibility.
Επίσης για τον Ρόμπερτ Αλβάρες, έναν ειδικό πολιτικών ενέργειας του Institute for Public Studies και πρώην σύμβουλο του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας, η καταστροφή της Φουκουσίμα δημιούργησε «ντε φάκτο ζώνες οι οποίες δεν είναι πλέον δυνατό να κατοικηθούν από ανθρώπους για καιρό».
Το Νοέμβριο του 2011, το ιαπωνικό υπουργείο Επιστημών ανακοίνωσε ότι 30.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα γης στην Ιαπωνία –έκταση που αντιστοιχεί σε αυτήν της πολιτείας του Κονέκτικατ– μολύνθηκαν από καίσιο, το οποίο παραμένει ραδιενεργό για περίπου 30 χρόνια.
Η ιαπωνική κυβέρνηση σταμάτησε τη λειτουργία 14 εκ των 54 αντιδραστήρων της χώρας που λειτουργούσαν πριν από την καταστροφή της Φουκουσίμα καθώς είχαν χτιστεί πάνω σε σεισμικά ενεργά ρήγματα. Από το 2015 τέσσερις άλλοι αντιδραστήρες τέθηκαν ξανά σε λειτουργία.