«Αυτό που για την Ευρωπαϊκή Ένωση κάνει τη διαφορά μεταξύ των χωρών που θεωρούνται στρατηγικά σημαντικές ή ασήμαντες, μπορεί να φανεί στο παράδειγμα της Λευκορωσίας και της Τουρκίας» αναφέρει σε ανάλυσή της για την ελληνοτουρκική διένεξη η Frankfurter Rundschau και παρατηρεί: «Από τη μια πλευρά οι υπ. Εξωτερικών της ΕΕ στην έκτακτη σύνοδο της Παρασκευής αντέδρασαν με την απειλή σκληρών οικονομικών κυρώσεων για την επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων της Λευκορωσίας κατά διαδηλωτών, αντίθετων προς την κυβέρνηση. Από την άλλη, συμφώνησαν σε μια ήπια έκκληση για λήψη διπλωματικών πρωτοβουλιών απέναντι στις ολοένα και πιο σκληρές προκλήσεις της Τουρκίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο. Στην πραγματικότητα όμως o κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο νατοϊκών εταίρων, Ελλάδας και Τουρκίας, αυξάνεται καθημερινά. Το ιστορικό έγκειται στη συνεχιζόμενη διαμάχη για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο (…) Η Αθήνα ζητά από την ΕΕ να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας διότι θεωρεί παράνομες τις τουρκικές έρευνες (…)».
Όπως παρατηρεί η Frankfurter Rundschau για τη στάση Ερντογάν: «Ο Τούρκος πρόεδρος αισθάνεται τώρα ότι έχει εξαπατηθεί και, όπως πάντα, αντιδρά με επιθετικό θυμό. Αποκάλεσε την συμφωνία Ελλάδας-Aιγύπτου «άκυρη». Ούτε η Άγκυρα ούτε η Αθήνα επιθυμούν μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά προς το παρόν μια σπίθα μόνο αρκεί για ανάφλεξη». Η γερμανική εφημερίδα, κάνοντας εκτενή αναφορά στο Κυπριακό και το ιστορικό της ελληνοτουρκικής διένεξης καθώς και στη συμφωνία Τουρκίας -Λιβύης παρατηρεί: «Στην ουσία η Τουρκία με τη στάση της καθιστά σαφές ότι κανείς δεν πρέπει να αγνοήσει την παρουσία της ως καθοριστικού παράγοντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Και θέλει περισσότερα. «Γαλάζια Πατρίδα» είναι το όνομα του νέο-οθωμανικού δόγματος, με το οποίο ο Ερντογάν στηρίζει ιδεολογικά τον ισχυρισμό περί τουρκικής υπεροχής μέχρι τη Βόρεια Αφρική και την Κρήτη. Διεισδύει έτσι στο κενό εξουσίας, το οποίο δημιούργησε στην περιοχή η παθητικότητα της Δύσης».
Ένα τηλεφώνημα όπως εκείνο του Κλίντον το 1996 δεν αναμένεται
Στη συνέχεια η ανάλυση της Frankfurter Rundschau χαρακτηρίζει «παθητική» και τη στάση του ΝΑΤΟ και σημειώνει: «Η Ουάσιγκτον δεν έχει ακόμη αναπτύξει στρατηγική για την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής επεκτακτικής πολιτικής. Το τηλεφώνημα από την Ουάσινγκτον, με το οποίο ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον απέτρεψε την Άγκυρα από μια επίθεση το 1996 στο πλαίσιο της διαμάχης με την Αθήνα για τις βραχονησίδες του Αιγαίου, δεν μπορεί να αναμένεται τώρα από τον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτός είναι και ο λόγος που σειρά έχει τώρα η ΕΕ. Όμως οι υπεύθυνοι για την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ δεν δείχνουν πρόθυμοι να αναθεωρήσουν την αποτυχημένη πολιτική κατευνασμού με την Τουρκία. Aυτή η ενδοτική στάση δεν έχει να κάνει μόνο με οικονομικούς λόγους αλλά βασίζεται ουσιαστικά στον φόβο απέναντι στην εκβιαστική πολιτική του Ερντογάν για το προσφυγικό. Αυτή η γραμμή εκπροσωπείται κυρίως από την καγκελάριο Μέρκελ, η οποία, ως πρόεδρος του Συμβουλίου της ΕΕ, προσπαθεί για την ώρα να μεσολαβήσει με τηλεφωνικές κλήσεις στον Ερντογάν και τον Μητσοτάκη. Προκειμένου να αποδείξει η ΕΕ την «πλήρη αλληλεγγύη» προς τα κράτη-μέλη της, Ελλάδα και Κύπρο, την οποία συχνά επικαλείται, δεν θα μπορέσει να αποφύγει ένα φρένο (στην Τουρκία). Διαφορετικά τουρκικά πλοία θα μπορούσαν σύντομα να βάλουν κατά ελληνικών πλοίων κι έτσι να επιτεθούν συνολικά στην ΕΕ».
Η ανάλυση κλείνει παρατηρώντας: «Φυσικά, οι υπ. Εξωτερικών πρέπει να αναζητήσουν έναν τρόπο διαλόγου που επιτρέπει στα αντιμαχόμενα μέρη να ξεφύγουν από την κλιμάκωση, διασώζωντας την εικόνα τους. Για τον λόγο αυτό όμως το διπλό παιχνίδι απαιτεί σοβαρές κόκκινες γραμμές και αξιόπιστους διαμεσολαβητές. Αυτό που είναι δυνατό στη Λευκορωσία πρέπει επίσης να καταστεί δυνατό και για την Τουρκία. Επειδή ο χρόνος τελειώνει.»
Πηγή: DW