Πριν από πέντε χρόνια, ο Ιρλανδός Αλεξάντρ Μπεκμιρζάγιεφ έφτασε στην εμπόλεμη Συρία. Εγκαταστάθηκε, μαζί με την οικογένειά του, στα εδάφη που είχε υπό τον έλεγχό του το Ισλαμικό Κράτος. Σήμερα, αφηγείται τις δραματικές στιγμές, την πείνα και τους βομβαρδισμούς που βίωσε σε ένα «χαλιφάτο» που πνέει τα λοίσθια.
«Η κατάσταση ήταν πραγματικά άσχημη. Πίστευα ότι θα πεθάνουμε από την πείνα», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο 40χρονος άνδρας που συνελήφθη μαζί με τη γυναίκα του και τον 5χρονο γιο τους ενώ εγκατέλειπαν το τελευταίο μεγάλο προπύργιο του ΙΚ στην ανατολική Συρία.
Μαζί με δύο Αμερικανούς και δύο Πακιστανούς, ο Μπεκμιρζάγιεφ συνελήφθη στα τέλη Δεκεμβρίου από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), τον αραβοκουρδικό συνασπισμό που συνεχίζει τις επιχειρήσεις του εναντίον των τζιχαντιστών στους τελευταίους θύλακές τους.
Ο ίδιος διαβεβαιώνει ότι δεν πήγε στη Συρία για να πολεμήσει – ένας ισχυρισμός που δεν στάθηκε δυνατόν να επαληθευτεί. Θέλει τώρα να επιστρέψει στην Ιρλανδία. Όμως οι SDF υποστηρίζουν ότι όλοι οι συλληφθέντες είναι μαχητές και ότι είχαν παρεισφρύσει μεταξύ των αμάχων για να γλιτώσουν και να σχηματίσουν κατόπιν «πυρήνες εν υπνώσει» του ΙΚ σε άλλες περιοχές.
Οι τζιχαντιστές ελέγχουν ακόμη μια χούφτα κοινότητες στην επαρχία Ντέιρ Εζόρ, αφού υποχώρησαν καθώς προέλαυναν οι SDF, υπό την πίεση και των αεροπορικών βομβαρδισμών της διεθνούς συμμαχίας υπό τις ΗΠΑ.
«Από το καλοκαίρι, δεν σταμάτησαν. Κάθε μέρα, μέρα παρά μέρα, βομβάρδιζαν», είπε ο Μπεκμιρζάγιεφ, ο οποίος πήρε την ιρλανδική υπηκότητα το 2010 αλλά ο πατέρας του είναι από το Ουζμπεκιστάν και η μητέρα του από τη Λευκορωσία.
Από το Χατζίν στο Κισμά, και από εκεί στη Σούσα και την αλ Σάαφα: για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, ο Μπεκμιρζάγιεφ και οι δικοί του έφευγαν από χωριό σε χωριό. Ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί σε ένα σπίτι ή μετέτρεπαν τα τζαμιά σε υπνωτήρια.
«Οι γυναίκες έμεναν επάνω και εμείς οι άνδρες στο ισόγειο», εξήγησε.
Ο δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου συνάντησε τον Μπεκμιρζάγιεφ σε μια βάση των κουρδικών δυνάμεων στη Χασακέ. Οι Κούρδοι επιλέγουν ποιοι κρατούμενοι θα μιλήσουν στα μέσα ενημέρωσης. Κατά διαστήματα, ένας υπεύθυνος κάνει την εμφάνισή του και παρακολουθεί τη συνέντευξη.
Ο Ιρλανδός είναι ένας από τους εκατοντάδες αλλοδαπούς που κρατούνται από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), την κουρδική πολιτοφυλακή στη Συρία. Η υπόθεσή τους προκαλεί πονοκέφαλο σε διεθνές επίπεδο. Οι κουρδικές αρχές αρνούνται να τους δικάσουν και να τους κρατήσουν, αλλά ζητούν τον επαναπατρισμό τους στις χώρες προέλευσής τους. Αλλά οι δυτικές χώρες αρνούνται πεισματικά να τους δεχτούν πίσω.
Ο Μπεκμιρζάγιεφ, η Λευκορωσίδα σύζυγός του και ο γιος του δεν είχαν σχεδόν τίποτα να φάνε στα εδάφη του ΙΚ. «Καμιά φορά ένας γείτονας μας έδινε ένα πιάτο ρύζι ή πλιγούρι. Δεν βρίσκαμε να αγοράσουμε αλεύρι πουθενά», υποστήριξε.
Ο Ιρλανδός αφηγήθηκε επίσης μια δύσκολη παιδική ηλικία, που σημαδεύτηκε από τον θάνατο της μητέρας του όταν γεννήθηκε εκείνος. Λίγο αργότερα, πέθανε και ο πατέρας του ενώ κατόπιν ο αδελφός του αυτοκτόνησε. Ο ίδιος βυθίστηκε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, μέχρι που ασπάστηκε το Ισλάμ. Στην Ιρλανδία, όπου εγκαταστάθηκε το 1999, έκανε διάφορες δουλειές: πωλητής σε κατάστημα ανδρικών ρούχων, φύλακας σε νυχτερινά κέντρα… μέχρι που βρέθηκε άνεργος.
Τον Σεπτέμβριο του 2013 έφτασε στη βορειοδυτική Συρία (τότε ήταν υπό τον έλεγχο των ανταρτών) όπου, όπως υποστηρίζει, βοηθούσε το νοσηλευτικό προσωπικό στη δουλειά του. Ήλπιζε ότι αυτή η απασχόλησε θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει την κατάθλιψη από την οποία έπασχε.
«Δεν έχω ιατρική εκπαίδευση αλλά στην Ιρλανδία παρακολούθησα μαθήματα παροχής πρώτων βοηθειών», είπε. Λίγους μήνες αργότερα, έφερε στη Συρία και την οικογένειά του. «Αυτό ήταν λάθος», παραδέχεται σήμερα.
Στις αρχές του 2014, το μέτωπο του πολέμου έφτασε στον τομέα όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια. Γυναίκες και παιδιά μεταφέρθηκαν σε πιο ασφαλή ζώνη, στη Ράκα, η οποία επρόκειτο να γίνει η «πρωτεύουσα» του ΙΚ στη Συρία. «Πήραν την οικογένειά μου σε έναν τομέα που βρέθηκε κατόπιν υπό τον έλεγχο του ΙΚ. Είτε το ήθελα είτε όχι, έπρεπε να ακολουθήσω», ισχυρίστηκε.
Ο 40χρονος υποστηρίζει ότι παρακάλεσε πολλές φορές έναν Τσετσένο «εμίρη» να τους αφήσει να φύγουν. Όμως αντί για αυτό, του κατάσχεσαν το διαβατήριο και τον υποχρέωσαν να εργαστεί, επί ένα χρόνο, ως τραυματιοφορέας σε ασθενοφόρο.
Σήμερα, παρακαλάει να επιστρέψει στην Ιρλανδία. «Ναι, θέλω να γυρίσω στη χώρα μου, ελπίζω ότι δεν θα με εγκαλατείψουν. Εκεί είναι το σπίτι μου, δεν έχω πού αλλού να πάω», κατέληξε.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ